ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ
Από εδώ έφυγε
η μισή πατρίδα
για τα ξένα.
Μιχάλης Γκανάς.
Γυρνώντας σπίτι απ' τη λαϊκή, βλέπω την Κική στην κουζίνα να μου λέει:
—Έλα, και σου 'φτιαξα γεμιστά που σ' αρέσουν. Όμως, σου 'χω άσχημα νέα, χάσαμε τον Φώτη του Γαρίνη.
—Πώς βρε Κικίτσα;
—Από καρδιά. Ε, τη σειρά του έβγαλε. Πρόσεξε γιατί έρχεται κι η δικιά σου μου 'ρθε να της πω αλλά κρατήθηκα.
—Πότε γίνεται η κηδεία;
—Σήμερα στις τέσσερις.
—Και γιατί δε μου το πες νωρίτερα.
—Κι εγώ τώρα το ΄μαθα, το 'πανε στην Ποτούλα αλλά το ξέχασε.
—Την αφερεμένη.
—Θα πας;
—Ε, βέβαια θα πάω.
—Και δε βαριέσαι να τρέχεις στο χωριό; Την αγριοκοίταξα.
—Εσύ δε θα 'ρθεις;
—Έχω να κρατήσω το παιδί. -
—Να το κρατήσει η μάνα του.
—Έχει δουλειά.
—Να φωνάξουμε τη γυναίκα.
—Είναι καιρός για έξοδα βρε Αριστείδη;
—Κάνε ότι σε Φωτίσει. Εγώ φεύγω, ίσα που προλαβαίνω.
Στο δρόμο στο χωριό σε σκεφτόμουνα. Πώς τρώγαμε τα μισογινωμένα σύκα που κλέβαμε από τον Μπάρμπα Θόδωρο και μας έπαιρνε στο κατόπι με τις πέτρες και μας φαινόντουσαν πιο γλυκά κι από μέλι. Και πώς ήσουνα το μόνο αγόρι που της έζησες της μάνας σου, τα άλλα δυο πεθάνανε σε μια βδομάδα μέσα -από οστρακιά είπανε- σάμπως υπήρχαν και γιατροί τότε. Τότε που η ζωή ήταν πιο φτηνή και πιο ακριβή αντάμα.
Και μεγάλωσες και δυο παιδιά και τα 'κανες τη μια δασκάλα και τον άλλον, τον Γιωργάκη που δεν τα 'παιρνε τα γράμματα, υδραυλικό, καλά παιδιά πάνω απ΄ όλα και βγάζουν το ψωμί τους και τα καμάρωνες κι είδες κι εγγονάκια.
Και τα 'δωσες προίκα τα ποτιστικά στην αδερφή χωρίς να το σκεφτείς κι έμεινες εσύ με τα ξερικά στα Γουβαλάρια και κάτι ρίζες ελιές κι έλεγες «δεν πειράζει, άντρας είμαι εγώ, θα πάρω από τη νύφη». Όχι σαν εμάς που 'ρθαμε στην Αθήνα και πουλήσαμε την ψυχή μας στον τρισκατάρατο για ένα αυτοκίνητο κι ένα τριάρι στο Παγκράτι –χαράς το τώρα το Παγκράτι. Που 'ρθες μια φορά για δουλειές πριν πέντε χρόνια και δε σηκώθηκε κανείς στο λεωφορείο κι ας ήταν τα μαλλιά σου μπαμπάκι και μου πες: « Τι γίνεται εδώ βρε Αριστείδη;»
Κι είχες και ζωντανά κι αμπέλια και κέντρωνες σαν άλλον κανέναν και σε φώναζαν και πήγαινες και λεφτά δεν έπαιρνες. Και θυμάμαι μια φορά –πού το θυμήθηκα τώρα- που 'ρθα έναν Δεκέμβρη με βροχές να σε βοηθήσω στις ελιές αλλά είχα ξεμάθει και πιάστηκαν τα κόμπια μου κι έπεσα κάτω με σαράντα πυρετό και γέλαγες. Και τώρα στα στερνά σου κράταγες και κότες και πρόβατα, μόνο τις γίδες τις παράτησες γιατί είναι ζόρικες οι άτιμες και δεν τις έκανες ζάφτι.
Κι ήσουν γερό σκαρί κι ούτε ασπιρίνη δε θα 'παιρνες αν δεν ήταν αυτός ο γεωπόνος που 'στειλε η κυβέρνηση και σας είπε να βάλετε φάρμακα για να ΄χετε καλύτερη σοδειά –π' ανάθεμα το κεφάλι τους- και σου πειράξανε τα πνευμόνια. Λες και δεν ήξερες εσύ τόσα χρόνια πώς δένει το σταφύλι και φεύγει το σκουλήκι με τη γαλαζόπετρα.
Και σου 'χε μείνει παράπονο που σ' έτρεχαν στους γιατρούς και βασάνιζες τα παιδιά και τα 'βαζες σε έξοδα. Ανάθεμα τους, έλεγες, μετά από τόσα χρόνια δουλειά ούτε σε γιατρό να μην μπορείς να πας, που σ' αγριεβόντουσαν οι γιατροί του ΟΓΑ, γέρον άνθρωπο, γιατί θέλαν να βγάζουν πιο πολλά. Αυτά σκεφτόμουν στο δρόμο και με πήραν τα δάκρυα.
Στο χωριό, ίσα που σε πρόλαβα σπίτι να σε πάω στην εκκλησία. Δόξα τω Θεώ, τις κηδείες τις κάνουν ακόμα μ' ανοιχτή την κάσα, όχι σαν την Αθήνα που την κλείνουνε, τάχα μη φοβηθεί ο κόσμος. Τι να φοβηθεί, τον πεθαμένο; Αστεία πράματα. Στο «Μακαρία η Οδός» μου φάνηκε σαν να γελάς. Πήγα κι εγώ να γελάσω αλλά κρατήθηκα, γιατί κηδεία είναι και δεν κάνει.
σχόλια