Περιπλανιόταν με τις ώρες στους δρόμους και κάθε τόσο στεκόταν στα κατά τόπους σημεία των ατυχημάτων και χάζευε τα στεφάνια, διαβάζοντας σχολαστικά τα σημειώματα που άφηναν στα θύματα των τροχαίων οι οικείοι τους, συγγενείς και φίλοι. « Να με περιμένεις!», « Μη με εγκαταλείπεις! Να έρχεσαι!» Μηνύματα στους πεθαμένους. Απελπισία και συγχρόνως ακλόνητη πίστη ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο κάπου βρίσκεται και τους βλέπει, τους ακούει, τους συντροφεύει.
Καθόταν λίγο και αφουγκραζόταν την ένταση της στιγμής του ατυχήματος. Την αγωνία. 'Έβλεπε να έρχεται το κακό και να μην μπορεί να αποφευχθεί η σύγκρουση. Φαντάζονταν τα μάτια να παγώνουν ορθάνοιχτα, τα χαρακτηριστικά των προσώπων να αλλοιώνονται από την αγωνία, τα χέρια να σφίγγονται.
Όχι, δεν πήγαινε στα νεκροταφεία. Όχι, δεν ήταν καμιά που να αγαπά το θάνατο. Γι΄αυτήν τα μνήματα - προσκυνητάρια ή οι χώροι μαρτυρίου ή η τραγική κατάληξη μιας άθλιας καθημερινότητας, είχαν άλλο ενδιαφέρον. Αποκτούσε επιπλέον φίλους να προσέχει.
Από το χρώμα των λουλουδιών συμπέραινε πολλά. Αν τα λουλούδια ήταν ροζ τριαντάφυλλα, καταλάβαινε ότι επρόκειτο για γυναίκα ενώ αν ήταν κόκκινα για άνδρα. Αν ήταν λευκά υπέθετε ότι ήταν νεαρή κοπέλα ή πολύ νέο αγόρι. Ανάλογα με το μέγεθος της ανθοδέσμης, καταλάβαινε αν ήταν ένα άτομο ή περισσότερα, αν έφυγε ένα αγαπημένο πρόσωπο από τη ζωή ή ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη οικογένεια. Καθόταν ώρα στο σημείο εκείνο, προσπαθώντας να σκεφτεί πώς ήταν το πρόσωπο του οδηγού, αν έφταιγε αυτός, κι αν όχι, ποιος έφταιγε, αν παρέσυρε κι άλλους μαζί του στο θάνατο. Άκουγε τις κραυγές απελπισίας και πανικού, όταν οι υπόλοιποι στο αμάξι καταλάβαιναν ότι το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο. Φανταζόταν άλλοτε ότι ήταν ένα συνηθισμένο τροχαίο ατύχημα με ελαφρά τραυματισμένους κι άλλοτε σοβαρό δυστύχημα με τους επιβαίνοντες να ανασύρονται από τα συντρίμμια σε κρίσιμη κατάσταση η ακόμη και νεκροί. Έπλαθε την ιστορία στο μυαλό της, γινόταν μέρος του σκηνικού, συμμετείχε ! Ένιωθε το κομμάτι που αποκόπτονταν από τη ζωή, την απομάκρυνσή του από τη δική της ανθρώπινη ουσία, από το δικό της ανθρώπινο ζυμάρι και πονούσε, όχι μόνο ψυχικά αλλά μερικές φορές και σωματικά.
'Έστηνε το εκάστοτε περιστατικό μπροστά της ανασυνθέτοντάς το κι οι κόρες των ματιών της διαστέλλονταν, το σώμα της μυρμήγκιαζε, κρύος ιδρώτας την έλουζε. Την κυρίευε ο φόβος και ο ίλιγγος του επερχόμενου τραγικού τέλους.
Στην επαρχία, όπου δούλευε, χάζευε στον κεντρικό δρόμο, αλλά και στα πιο μικρά ακόμα δρομάκια, τα εικονοστάσια – προσκυνητάρια που τοποθετούνταν στα σημεία των ατυχημάτων, είτε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που γλίτωσε ο άνθρωπος τους, είτε για να συγχωρεθεί η ψυχή του αδικοχαμένου αγαπημένου. Υπήρχαν εκεί λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο και σαν προειδοποίηση για τους διερχόμενους οδηγούς, επισημαίνοντάς τους τον σοβαρό κίνδυνο που παραμόνευε.
Άκουγε ολοζώντανο το απαρηγόρητο κλάμα του μικρού ή της μικρής, που δεν θα ξαναέβλεπαν τους αγαπημένους τους γονείς, το κλάμα ενός μωρού, τον οδυρμό μιας μάνας. Αισθάνονταν την ανείπωτη θλίψη ενός πατέρα για το παιδί του που σκοτώθηκε ή ενός απαρηγόρητου συζύγου για τη γυναίκα του.
Έμενε εκεί για λίγη ώρα και αν τύχαινε και ξαναπέρναγε μετά από ώρα απ' το ίδιο σημείο, αμέσως ζωντάνευε η ανάμνηση του πρώτου πόνου και πένθους, βασισμένων στην πρώτη εκείνη ιστορία, που είχε πλάσει αρχικά. Ιστορίες ανθρώπων! Η ζωή της αποκτούσε πια ένα νόημα. Διακατέχονταν από μεγάλη μελαγχολία, μια μιζερολαγνεία θα μπορούσε κανείς να πει. Και γιατί νάχει αυτή την ψυχική διάθεση; Τα είχε σχεδόν όλα στη ζωή της. Ανεξήγητο.
Το ίδιο της συνέβαινε και με τα μνημεία. Διάβαζε την ιστορία και στεκόταν μπροστά στο κάθε μνημείο δημιουργώντας με το μυαλό της τις εικόνες των κρίσιμων κι αιματηρών γεγονότων της κάθε εποχής. Στη Καισαριανή, ας πούμε, με την εκτέλεση των διακοσίων Ελλήνων αγωνιστών από τους Γερμανούς. Φανταζόταν την αγωνία τους πριν ακόμη ξεκινήσουν από το Χαϊδάρι όπου ήταν κρατούμενοι, μέχρι λίγα δευτερόλεπτα πριν ακουστούν οι καταιγιστικές ριπές των εκτελεστών τους, όταν φώναζαν «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η Λευτεριά !». Γιατί στη δική τους συνείδησή η Ελλάδα ταυτίζονταν με τη λευτεριά. Στα χείλη της ανέβαιναν οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από το «Σκοπευτήριο Καισαριανής»
...Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου, το σύνορο του κόσμου.
Σ' αυτήν επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος.
Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)...
[...] Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια νοσηρή φαντασία στην οποία κυριαρχεί η λατρεία της θλίψης κι η αρρωστημένη προσκόλληση σε συγκεκριμένα θλιβερά συμβάντα που αγγίζει τα όρια της κατάθλιψης. Με έλξη κι απώθηση συγχρόνως του θανάτου. Παθολογία το δίχως άλλο!
Πέρναγε από την οδό Πατησίων, από το Πολυτεχνείο, ξαναφέρνοντας στο νου της όλα τα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Άκουγε τη σπαρακτική φωνή των νεαρών εκφωνητών: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!» «Έξι χρόνια αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά !», «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός!». Συγκινούνταν, έμπαινε στην ατμόσφαιρα εκείνης της επαναστατικής ζέσης που δονούσε όλο το κορμί της. Ξαφνικά νόμιζε πως μύριζε τη φωτιά γύρω από το Πολυτεχνείο, το φόβο, το θυμό, τον ιδρώτα. Οι φοιτητές βρίσκονται απέναντι στα τανκς. Τους άκουγε, τους έβλεπε, ήταν εκεί ! Όπως τότε, στις 14 Ιουλίου του 1789 μπροστά στη Βαστίλη ! Όπως τότε, με τους φοιτητές μπροστά στα οδοφράγματα το Μάη του 68 στο Παρίσι ! «Εργάτες, αγρότες και φοιτητές!», «Έξω οι Αμερικάνοι!», «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός!», «Λαέ πεινάς, γιατί δεν πολεμάς!» και «Κάτω η Εξουσία!», «Κάτω η Χούντα» «Κάτω ο Παπαδόπουλος!», «Λαέ λαέ, ή τώρα ή ποτέ!», «Οι φοιτητές δεν βολεύονται, βουλεύονται!», «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία!». Αυτά και μαζί το υπέροχο εκείνο «Mort aux cons!» του γαλλικού Μάη που βροντοφωνάχτηκαν και γράφτηκαν στους τοίχους μένοντας έκτοτε χαραγμένα στην Ιστορία.
Από το Ραδιόφωνο: "Είμαστε άοπλοι! Είμαστε άοπλοι! Οι φαντάροι είναι αδέλφια μας, δεν θα μας πυροβολήσουν. Αγωνιζόμαστε για μία καλύτερη και ελεύθερη Ελλάδα. Να καθορίζουμε μόνοι μας τις τύχες του λαού μας. Αγωνιζόμαστε για τη λευτεριά αυτού του τόπου. Ελληνικέ λαέ, έξω από το Πολυτεχνείο βρίσκονται τανκς κι έχουν στραμμένες τις μπούκες των κανονιών τους στα παιδιά σου. Αυτή τη στιγμή, ελληνικέ λαέ, μπορείς να διαπιστώσεις πώς μας κατάντησαν οι Αμερικάνοι. Δεν πρέπει να χυθεί άλλο αίμα. Όχι άλλο αίμα!"
Η Αγγέλα, μπροστά στα μνημεία, ζούσε σαν σε όνειρο τα συνδεδεμένα μ' αυτά ιστορικά γεγονότα για τα οποία είχε διαβάσει. Κάποια, πιο πρόσφατα, τα είχε βιώσει κιόλας. Όπως για παράδειγμα τη δολοφονία του άτυχου 15χρονου αγοριού από τον ειδικό φρουρό την ταραγμένη εκείνη νύχτα του Δεκέμβρη. Συνήθιζε να περνά απ' τον πεζόδρομο όπου έγινε το τραγικό συμβάν. Ένιωθε την ένταση ενός εξεγερμένου εφήβου, τον θυμό και την αηδία των νέων γενικά απέναντι σε μια κοινωνία που νοσεί, που τους ακυρώνει, για ένα σύστημα που κατασπαράζει όποιον τολμήσει και μόνο το βλέμμα του να σηκώσει. Πόσο μάλλον τη φωνή του. Έβλεπε σαν ταινία το σκηνικό να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια της. Στο σημείο που το παιδί έχασε τόσο πρόωρα τη ζωή του υπάρχει μικρό μνημείο με πάρα πολλά σημειώματα από φίλους του, συμπαραστάτες κι αλληλέγγυους, για καλό κατευόδιο!
Ένα σωρό μνημεία και προσκυνητάρια. Έτσι, για να μην ξεχνάμε. Δηλώνουμε ότι δε ξεχνάμε και όμως ξεχνάμε. Μπορεί πράγματι κάποιοι, λίγοι, να μη ξεχνούν. Οι περισσότεροι όμως δε θυμούνται.
Έτσι και εκείνη. Είχε μέσα της ένα προσκυνητάρι για να μην ξεχνά και προσπαθούσε να κρατά το καντηλάκι αναμμένο για να μη ξαναπονέσει. Στέκονταν στον πόνο των άλλων όχι από τυπική συμπόνια, λύπη ή καμιά υποκριτική φιλανθρωπία αλλά μόνο για να εντάσσεται στη δυστυχία των ανθρώπων γύρω της. Σαν αυτός να είναι μέρος και της δικής της ζωής, σαν να την αφορά προσωπικά, για να έχει να θυμάται, να εμπλουτίζει τη μνήμη της με εικόνες, τρέφοντας τη μάταιη ελπίδα ότι θα υπάρχει πάντα κάπου κάποιος σαν αυτή, με μια άδεια ζωή, που θα αναφέρεται σ΄αυτή και θα τη μνημονεύει, αφού εκείνη θα έχει φύγει απ' αυτόν τον μάταιο κόσμο, με τραγικό ή όχι τρόπο.
Τις Κυριακές της άρεσε να κάνει περιπάτους στο βουνό. Εκεί, σε μια πλαγιά, είχε βρει ένα μνημείο που ένας κυνηγός είχε σηκώσει για τον αδικοσκοτωμένο του σκύλο. Ήταν ένα αυτοσχέδιο πέτρινο προσκυνητάρι και μέσα ο κυνηγός, καταρρακωμένος, είχε βάλει ένα μικρό τόμο και μια φωτογραφία του ζώου του. Σπάραξε όταν διάβασε το σημείωμα του κυνηγού στο οποίο ζητά συγνώμη από το σκύλο του, που τον εξέθεσε σε τόσο μεγάλο κίνδυνο με την απερισκεψία του να κρεμά τα θηράματα στους καθρέφτες του αυτοκινήτου του. « Με συγχωρείς παλικάρι μου. Με είχε προειδοποιήσει ο φίλος μου, ο Πάνος, να μην κρεμάω τους λαγούς και τις πέρδικες στους καθρέφτες του αυτοκινήτου μου, γιατί αυτό θα προκαλέσει τους ντόπιους κυνηγούς που θα επιδιώξουν με την πρώτη ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση. Δεν τον άκουσα! Τρεις φορές πήγαμε εκεί για κυνήγι και τις τρεις φορές κρέμασα τα ζώα. Την τρίτη, φιλέ μου, μας τη φυλάγανε! Έτσι, ήρθε το τέλος. Απολύτως σχεδιασμένο έγκλημα. Είδαν που είχαμε παρκάρει το αμάξι και εκεί κοντά έβαλαν τη φόλα. Κουρασμένος εσύ, έφτασες εκεί, ήπιες διψασμένος νερό και έφαγες τη νοστιμιά - παγίδα, ακριβώς μπροστά στο αμάξι. Δε σε πρόλαβα! Αναπόφευκτο το τέλος! Οι πόνοι αφόρητοι, όλα τα υγρά του σώματός σου αποδεσμεύτηκαν ευθύς. Οι πέρδικες και οι λαγοί μεμιάς μου φάνηκαν άχρηστο θήραμα. Σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη, κλαίγοντας! Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου γι' αυτό.»
Ο Έκτορας ήταν ένα αρσενικό κυνηγόσκυλο. Χαρούμενος, κομψός, τέλειος κυνηγός και πιστός σύντροφος. Πόσο γελοίο έβλεπε τώρα ο κυνηγός τον εαυτό του να θέλει να επιδείξει στους ντόπιους, πόσο δεινός κυνηγός είναι, ότι έρχεται στα μέρη τους και τους παίρνει τα θηράματα. Ξύπνησε μέσα σε όλους ο πρωτόγονος άνθρωπος, που ήθελε να επιβάλει την κυριαρχία του απέναντι στους άλλους. Εξιλαστήριο θύμα ο Έκτορας. Ποιος νοιάζεται για αυτά τα ζώα; Είναι αναλώσιμα. Κατά τα άλλα οι κυνηγοί αγαπούν τη φύση. Μωρέ μπροστά στη διάθεσή τους για επίδειξη δε μετρά τίποτα. « Ήρθε τώρα ο αλήτης να μας πουλήσει μούρη, ότι μας παίρνει τα ζώα μας! Για να δούμε, θα ξανάρθει τώρα; » Τα ζώα τους! Γιατί ; Μήπως η φύση ανήκει σε κάποιον; Με ποια λογική; Έτσι κάπως συνέχιζε το πολυσέλιδο αυτό σημείωμα του μετανοημένου κυνηγού, ο οποίος έχοντας καταλάβει το λάθος του ζητά συγγνώμη από το πεθαμένο του ζώο και βέβαια από τον καλό εαυτό του που πρόδωσε μ' αυτές του τις ενέργειες που είχαν αυτά τα τραγικά αποτελέσματα.
Στο προσκυνητάρι αυτό κάθισε ώρα η Αγγέλα και έβλεπε μπροστά της το ζώο. Το χαιρετούσε, το χάιδευε, το φίλαγε. Όχι δεν ήταν ένδειξη φιλοζωίας, ήταν που ήθελε τόσο να νιώθει ένα με όλα τα πλάσματα. Και ο πόνος κι ο θάνατος δημιουργούν μια τέτοια εξίσωση που βοηθά στην επίτευξη αυτού του στόχου.
Πόσο ανούσια φαντάζουν όλα αυτά! Πόσο νομοτελειακά και θλιβερά επαναλαμβανόμενα είναι για τον άνθρωπο, που κάνει συνεχώς σφάλματα και σκοτώνει, σκοτώνεται, χωρίς να κατανοεί ότι πάντα είναι μέρος του ίδιου αυτού ζυμαριού και ό,τι συμβαίνει μας αφορά όλους... Με τη λογική αυτή η Αγγέλα περνά το χρόνο της περιδιαβαίνοντας τα στεφανωμένα ή όχι μνήματα. Είναι όμως εκπληκτικό που και οι άνθρωποι ξαναβάζουν λουλούδια, αφήνουν σημειώματα κι ωστόσο πάντα κάνουν τα ίδια λάθη. Γιατί είναι καθώς φαίνεται αναπόδραστη ανάγκη αυτό το παραμύθιασμα.
Όχι, δεν πήγαινε στα νεκροταφεία. Όχι, δεν ήταν καμιά που να αγαπά το θάνατο. Γι΄αυτήν τα μνήματα - προσκυνητάρια ή οι χώροι μαρτυρίου ή η τραγική κατάληξη μιας άθλιας καθημερινότητας, είχαν άλλο ενδιαφέρον. Αποκτούσε επιπλέον φίλους να προσέχει. Είδε και τον αγαπημένο της Έλενας που πέρασε να αφήσει στο σημείο του δυστυχήματος λευκά τριαντάφυλλα μαζί με το σημείωμα που εναποθέτει εκεί κάθε μήνα αλλά και κάθε χρόνο στη γιορτή της, λες και θα τα έβλεπε εκείνη! Δεν πειράζει όμως, τα έβλεπε η Αγγέλα.
Όλοι αυτοί που μετανιώνουν, που δεν είπαν πόσο πολύ αγάπησαν, όλοι αυτοί που έχουν τύψεις γιατί ευθύνονται για κάποια απώλεια ανθρώπου ή και ζώου, όλοι αυτοί, που απλά ζητούν άφεση για να συνεχίσουν τη ζωή τους, παρόλο που στέλνουν ή καταθέτουν λουλούδια και σημειώματα, δεν λαμβάνουν ποτέ την πολυπόθητη και λυτρωτική αυτή άφεση. Γιατί απλά ο Μεγάλος Δικαστής, το Μάτι και το Αυτί βρίσκονται μέσα τους όπως έλεγε σωστά κι ο Καζαντζάκης. Και αυτά είναι ανελέητα, δε ξεχνούν ποτέ και δε σωπαίνουν.
Έτσι, η Αγγέλα, βλέποντας τους άλλους, ζητούσε να ησυχάσει τις δικές της φωνές για κάτι που μόνο εκείνη ήξερε. Πάντως καθόταν σε όλα τα μνημεία, σε όλα τα θυσιαστήρια και άκουγε, αφουγκραζόταν με μεγάλη κατάνυξη και προσοχή και καθώς αποχωρούσε ήταν στο πρόσωπό της καταγεγραμμένος όλος ο πόνος των ανθρώπων αυτών, ίδιος με τον δικό της πόνο, γιατί είναι δικός της πόνος.
σχόλια