ΤΑ-ΤΟΥ : Η σιωπή των γαστρόποδων (Μέρος Α')

ΤΑ-ΤΟΥ : Η σιωπή των γαστρόποδων (Μέρος Α') Facebook Twitter
2

Η καημένη η Ζουλιάντα δεν είχε λεφτά για τατουάζ ενώ. η γκομέναρα Ζουλιάντα που φαντασιωνόταν τις νύχτες πριν κοιμηθεί είχε, και μάλιστα ένα μεγάλο μαύρο άγριο τριαντάφυλλο στο αριστερό της κωλομάγουλο. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Έπρεπε να κάνει ένα αισθησιακό σύμβολο, τατουάζ σε κάποιο σημείο του σώματός της. Έπρεπε να είναι η Ζουλιάντα η κουλ, η Ζουλιάντα με το τατού. Όταν λοιπόν συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, κατέστρωσε σχέδιο δράσης. Θα ζητούσε από το αγόρι της κάποια χρήματα για να πληρώσει δήθεν την καθηγήτρια των αγγλικών, και θα τα χρησιμοποιούσε για να αποκτήσει το πολυπόθητο τατουάζ. Όπως έκανε και μάλιστα τόσο πετυχημένα που το αγόρι της προσφέρθηκε να της δώσει και 50 ευρώ παραπάνω για να αγοράσει ένα προκλητικό εσώρουχο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το πρώτο βράδυ των διακοπών τους στο Δυτικό Μπαγκλαντές. Αφού η Ζουλιάντα τακτοποίησε το οικονομικό, ρώτησε μια γνωστή της για το που θα έβρισκε ένα καλό τατουατζίδικο. Εκείνη της πρότεινε τον Μούχλα, έναν γνωστό άντεργκρουντ τατουαζά, που είχε στήσει την επιχειρησούλα του κάπου στα Εξάρχεια.

Φυσικά, επειδή η Ζουλιάντα ήταν επαρχιώτισσα θα έπρεπε να πάει Αθήνα με το λεωφορείο. Αγόρασε λοιπόν εισιτήριο και πήγε σπίτι της να περιμένει με ανυπομονησία να πάει η ώρα 15:05. Κάθισε στο αναπαυτικό ξύλινο σκαμπό μπροστά από το θρανίο της και πάτησε το κόκκινο κουμπί στο κουτί της κεντρικής μονάδας του Υπολογιστή της. Το σύστημα άφησε ένα σφύριγμα σαν αναστεναγμό και ξεκίνησε τη διαδικασία της εκκίνησης. Πέρασαν αργά μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που εμφανίστηκε στα ξαφνικά η μπλε οθόνη της ξενέρας. Όταν την αντίκρισε η Ζουλιάντα έπεσε σε μαρασμό, πολύ σύντομα όμως το ηθικό της αναπτερώθη αφού συνειδητοποίησε ότι η μπλε οθόνη δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας απλό ιός που της είχε διαλύσει τα πάντα και όχι ένας καρκίνος ή μια άλλη ανίατη ασθένεια. Τέλος πάντων, η ώρα είχε περάσει και η Ζουλιάντα με νευρικές κινήσεις ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Ευτυχώς, το σπίτι της ήταν πολύ κοντά στα ΚΤΕΛ, οπότε άρπαξε τη τσάντα της, φόρεσε τις σαγιονάρες και έτρεξε προς το σταθμό. Στο σταθμό, έφτασε μετά από λίγο αλαφιασμένη, και αφού έκανε το γύρο του λεωφορείου 5 φορές μέχρι να βρει από πια μεριά έμπαιναν οι αποσκευές, μπήκε μέσα στάζοντας ιδρώτα και σέρνοντας πίσω της το μισολιπόθυμο σκύλο του Αγίου Βερνάρδου που είχε πάρει μαζί της. Όπως ήταν λογικό, δεν της επέτρεψαν την είσοδο μαζί με τον σκύλο, οπότε αναγκάστηκε να τον αφήσει ελεύθερο. Τον φώναξε καθώς ανέβαινε στο λεωφορείο «Χωσέ, τράβα σπίτι!». Φυσικά ο Χωσέ έμεινε κατάκοιτος στην άσφαλτο κοιτάζοντας το υπερπέραν με τα αθώα κουρασμένα μάτια του.

Μετά από μερικές ώρες το λεωφορείο είχε φτάσει στο ΚΤΕΛ της Αθήνας. Η Ζουλιάντα στριμώχτηκε μπροστά από όλους και βγήκε έξω τρέχοντας για να προλάβει να πάρει τις αποσκευές της πριν πλακώσουν οι υπόλοιποι. Αφού πήρε τη βαλίτσα, τράβηξε για την πιάτσα των ταξί. Επειδή ήταν όμορφη όλοι οι ταξιτζήδες προσφέρθηκαν να την πάρουν, αλλά εκείνη ως σεμνή νέα που ήταν εδόθη σε έναν σεμνό νεό που ρέμβαζε κοιτώντας με επιμονή το κοντέρ του ταξιού του. Μπήκε λοιπόν στο ταξί του νεαρού, έκλεισε με θόρυβο τη σαραβαλιασμένη πόρτα απο την οποία ανέμιζαν κομμάτια ταινίας και σελοτέιπ και φώναξε τη διεύθυνση με προσμονή. Μετά από 93 λεπτά το ταξί έφτασε στα Εξάρχεια. Η καημένη η Ζουλιάντα χάλασε και τα 38 ευρώ που της έμειναν από το 50 άρι του φίλου της στον ανεπρόκοπο Κουασιμόδο που της έκανε αναγκαστικό τουρ σε όλο το Λεκανοπέδιο. Επειδή δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ άλλοτε ταξί, θεώρησε το ποσό λογικό εξόδο για «υποχρεωτική ξενάγηση-εκπαίδευση των επαρχιωτών στην πρωτεύουσα» όπως της είπε ο νεαρός οδηγός. Αφού βγήκε λοιπόν από το ταξί, ευχαρίστησε τον ευγενικό νέο και κατευθύνθηκε προς μια καφετέρεια. Εκεί ρώτησε δύο νεαρές γκαρσόνες για οδηγίες, και εκείνες ευγενικά ανταποκρίθηκαν δείχνοντας με χειρονομίες μια μισοκατεστραμένη πολυκατοικία στο βάθος του δρόμου. Η Ζουλιάντα ευχαρίστησε και έφυγε τρέχοντας προς τα εκεί. Όταν έφτασε έψαξε με το δάχτυλο τα κιτρινωπά, λεκιασμένα ονόματα και χτύπησε το κουδούνι με το όνομα «Μουχλίδης Αρτεμίσιος». Μια βαριεστημένη φωνή μούγκρισε «ννννναι» μετά από 5 λεπτά αναμονής. Πριν προλάβει η Ζουλιάντα να απαντήσει χαρούμενα ακούστηκε ένα «γχχχχρρρρμπζζζ» και η πόρτα άνοιξε όπως ανοίγουν τα πορτάκια των φούρνων.

Η Ζουλιάντα μπήκε μέσα παραξενεμένη και ανέβηκε στον 4ο όροφο χοροπηδώντας. Σύρθηκε λαχανιασμένη μέχρι το βάθος του σκοτεινού διαδρόμου και άρχισε να ψάχνει ψηλαφιστά το διακόπτη για το φως. Μετά από μερικά λεπτά, πριν καλά καλά καταφέρει να το βρει, μια ακατανόητη λέξη ακούστηκε σαν γκάρισμα από μια μισάνοιχτη πόρτα. Η Ζουλιάντα κινήθηκε προσεκτικά προς τα εκεί γουρλώνοντας τα μάτια της προσπαθώντας να ξεχωρίσει τις πόρτες στο απόλυτο σκοτάδι. (Συνεχίζεται στο Β' μέρος)

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

2 σχόλια