Καλοκαιράκι. Τ' αστέρια συναντιούνται στο σταυροδρόμι τους και το φεγγάρι θρονιάζεται ανάμεσά τους. Δυο δέντρα μαλώνουν παραπέρα ,καθώς οι σπόροι τους φυτεύτηκαν δίπλα -δίπλα. Ενα απρόσωπο κτίριο διακρίνουν τα μάτια μου και κάτι ράγες πεταμένες.
"Έφτασα". Μπαίνω μέσα να βγάλω εισιτήριο. Επικρατεί τρομερή ησυχία. Ο εισπράκτορας με κοιτάζει σαν χαρτονόμισμα και 'γω στρέφω την προσοχή μου στο υπόλοιπο μέρος του κτιρίου .Ένα ρολόι στο κέντρο του τοίχου, μου τραβά την προσοχή. Οι δείκτες του έλειπαν. Οι καρέκλες ξεθωριασμένες έχασαν την νεανική τους όψη."Το εισιτήριο" μου κάνει.
Παίρνω το μαγικό χαρτάκι και βγαίνω έξω."Ελευθερία."Απέναντι τα σπίτια καπνίζουν που λέμε και στο χωριό μου και το αεράκι ίσα που σε αγγίζει .Ανάβω ένα τσιγάρο και βάζω τ' ακουστικά . Πήγε κιόλας εννέα .Οι μπάρες κατεβαίνουν προδίδοντας τα χαλασμένα τους φώτα .Έρχεται το τρένο."Επιτέλους" αναφώνησα. Ανεβαίνω στο βαγόνι και μπαίνω στην καμπίνα.
Ένας ηλικιωμένος κύριος με κοιτά καλά-καλά. Δίπλα του ένα μπαστούνι ξεκουράζεται επιδεικτικά .Έγειρε στο πλάι και συζητεί με τον αφέντη του. Κάθομαι απέναντι του και οι πρώτες λέξεις δεν αργούν να κάνουν την εμφάνιση τους."Που πας αγόρι μου τέτοια ώρα''.''Θεσσαλλλονίκη παππού ,έχει έξοδο σήμερα'', του κάνω ανακουφισμένος. ''Μα γιατί ξεφυσάς'' με ρωτάει .''Γιατί με κούρασε η πόλη μου'' του κάνω .Η ώρα και τα θέλω της. Το τρένο παίρνει φόρα και ξεκινά για κάτω .''Και γιατί κατεβαίνεις Θεσσαλονίκη'' μου κάνει όλο απορία. Γιατί αυτή παππού δεν είναι πόλη ,είναι μαγεία. Δεν έχει ώρα ,ούτε θέλω. Τη νιώθεις σπίτι σου. Την κουβαλάς μαζί σου όσο μακριά κι αν πας.
Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο εισπράκτορας...''Εισιτήριοοο! ''(εντάξει μεγάλε δουλεύεις από αγγαρεία το καταλάβαμε).Του δίνουμε τα αποκόμματα και ευθύς αμέσως συνεχίζουμε την κουβέντα μας. ''Και γω Θεσσαλονίκη πάω'' μου κάνει ,να δω τα εγγονάκια μου. Το ένα είναι στα δέκα και το άλλο... στα έξι, στα έξι!
Το πρόσωπο του έλαμπε καθώς μιλούσε για τα εγγόνια του και ξαφνικά λες και γινόταν νεότερος - η χαρά του ήταν τέτοια, σαν να τα 'χε μπροστά του κάθε στιγμή. Ψάχνει τις παλιότσεπες του αλλά μάταια. Χαμηλώνει το βλέμμα ντροπιασμένος και μου εξηγεί πως ξέχασε την φωτογραφία στο δωμάτιο του όταν έφτιαχνε την βαλίτσα.
Απαρηγόρητος ο παππούς, δεν ξαναμίλησε ως το τέλος της διαδρομής. Τα εργοστάσια αχνοφαίνονταν και ο ενθουσιασμός μου ολοένα και αυξανόταν. Μπαίνουμε στον σταθμό και σηκώνομαι να ετοιμαστώ. Ο παππούς καθισμένος στην καρέκλα, ακόμη προσπαθεί να θυμηθεί τα πρόσωπά τους.
''Σήκω παππού'' φτάσαμε. Και για την φωτογραφία μη σκας, την κουβαλάς με την καρδιά σου .Όπως την πόλη που αγαπώ. Όσο μακριά κι αν πας.
σχόλια