Υπεριώδιππος****

Υπεριώδιππος**** Facebook Twitter
0

Είναι ένα παγωμένο πρωινό και ο γέροντας έχοντας πάρει τον καφέ και την φρατζόλα ψωμί γεμισμένη με τυρί , τα οποία φτιάχνει ειδικά γι' αυτόν καθημερινά και του τα προσφέρει ο φούρναρης της γειτονιάς, κατευθύνθηκε στο μικρό πάρκο της γωνίας. Κάθισε στο παγκάκι για να τα γευτεί, με την άκρη του ματιού του όμως διέκρινε φευγαλέα μία σκιά να κινείται ... δεν έδωσε σημασία και προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα ένιωσε πάλι την κίνηση. Γύρισε προς τα αριστερά και αντίκρισε κάτω από το χαμηλό πεζούλι να βρίσκεται ένα πουλί, αντιλαμβανόμενος ότι με τη σκιά του, απέκρυπτε τις ακτίνες του ηλίου από τις οποίες προσπαθούσε το πουλί να ζεσταθεί. Τότε έκοψε ένα μικρό κομματάκι από την φρατζόλα με σκοπό να το ταισει.

Μόνο η καρδιά της θάλασσας πονάει κάθε μέρα που περνάει, από το μένος των ανθρώπων. Παραλογίζεται θερμαίνεται από το αίμα που ξεπλένει. Τρομάζει μήπως μολυνθεί η ψυχή της, απομυζούν τους καρπούς της και δηλητηριώδεις οργανισμοί έχουν παρεισφρήσει στην περιοχή της και ισχυρίζονται οι μωροί, ότι είναι από την θέρμανσή της.

- Να, φάε μικρέ μου φίλε, του είπε ακουμπώντας κάτω δίπλα στο πουλί με προσοχή το κομματάκι για να μην το τρομάξει. Το πουλί κουρνιασμένο και μουδιασμένο από το κρύο συνέχισε να τον παρακολουθεί.

- Φάε μην φοβάσαι, του ξανά είπε ο γέροντας κόβοντας ακόμα ένα μικρό κομματάκι από την φρατζόλα, τοποθετώντας το και αυτό δίπλα στο πουλί. Το πουλί παρέμεινε ακίνητο και ο γέροντας άρχισε να τρώει και να πίνει γουλιές από τον ζεστό καφέ και τότε το πουλί κινήθηκε με διστακτικά βήματα και ξεκίνησε και αυτό να τρώει.

- Μπράβο μικρέ μου φίλε, είπε ο γέροντας συνεχίζοντας να προσφέρει και άλλα κομμάτια στο πουλί.

- Πεινάς πολύ από ότι φαίνεται μικρέ μου φίλε, πως βρέθηκες εδώ;

- Ήρθα σχεδόν κάτω από τη ματωμένη θάλασσα, απάντησε το πουλί και ήχησε η αθώα φωνή του.

- Τι εννοείς μικρέ μου φίλε, μπορείς να μου εξηγήσεις, ρώτησε συνοφρυωμένος ο γέροντας.

- Πετούσα με τους υπόλοιπους, μεταναστεύοντας για την Αφρική όταν πάνω από τη ματωμένη θάλασσα είδαμε πρώτα ένα πλοίο και αργότερα ένα δεύτερο, με στοιβαγμένους ανθρώπους να βολοδέρνουνε στη μανιασμένη θάλασσα. Όπως παρατηρούσα το δεύτερο πλοίο έμεινα αρκετά πίσω από το υπόλοιπο σμήνος και τότε συνάντησα την γοργόνα , η οποία ήταν πολύ αναστατωμένη, έτσι και επέστρεψα να μάθω την αλήθεια!

- Την αλήθεια; Ποια αλήθεια;

- Για εσάς ... τους ανθρώπους ... , είπε με κομπασμό το πουλί.

- Και τι ζητάς να μάθεις, ρώτησε γελώντας δυνατά ο γέροντας.

- Τα πάντα;!

- Μάλιστα ... μη δηλητηριάζεις με αυτά την ψυχή σου και εγώ δεν κάνω για σοφός απαντήσεις να σου δώσω, φεύγα και γύρνα στους δικούς σου πριν σε βρει για τα καλά εδώ ο χειμώνας.

- Χθες το βράδυ όταν έφτασα, η πόλη ήταν γεμάτη με φώτα στα δέντρα, γιατί;

- Είναι ήδη Χριστούγεννα.

- Τι είναι χριστούγεννα;

- Λαμπιόνια που μας υπενθυμίζουν ότι για ακόμη μία φορά το πνεύμα αγνοείται.

- Που τρέχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε αυτά τα κουτιά;

- Αυτά τα κουτιά είναι τα σύγχρονα άλογα, τα λέμε αυτοκίνητα και τα αγοράζουν οι άνθρωποι για να αισθάνονται σύγχρονοι κατευθυνόμενοι στη σύγχρονη δουλεία.

- Ανάθεμα και εάν κατάλαβα, η γοργόνα μου είπε πως ο χρόνος που κύλησε λύπη βαριά έφερε στη θάλασσα.

- Ο χρόνος δεν κυλά μα κύκλους κάνει, μόνο οι εποχές αλλάζουν, εναλλάσσονται διαδεχόμενες ταυτόσημα η μία την άλλη, από χειμώνα άνοιξη, από άνοιξη καλοκαίρι, από καλοκαίρι φθινόπωρο και από φθινόπωρο πάλι χειμώνας. Απόδειξη τρανή πως τον κύκλο αυτόν κανένας δεν κατάφερε να σπάσει, πως όποιος γεννηθεί στον θάνατο θα φτάσει.

- Μεγάλη, λέει, η ιστορία αυτής της θάλασσας, μα πιο μεγάλοι οι καημοί της.

- Πικρή αλήθεια ακούω σε κέρασε η γοργόνα. Πέρασαν οι Πέρσες, οι Καρχηδόνιοι, οι Ρωμαίοι, οι Γότθοι, οι Άραβες, οι Σαρακηνοί, οι Νορμανδοί, οι Τούρκοι, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, ήρθε και ο Α΄ παγκόσμιος, ο Μέσος, ο Β' παγκόσμιος, οι Η.Π.Α, η Σ.Ε., η Λιβύη, η Αλγερία, το Μαρόκο, η Παλαιστίνη, η Συρία ....

- Τι είναι όλοι αυτοί, είπε ανασαλεύοντας το πουλί.

- Οι πόλεμοι. Ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από εκείνο που έγινε, ούτε συλλογίζεται τι όνειρο γυρεύει, φοβάται μόνο από εκείνο που αυτόν ευρίσκει, λησμονεί την ύπαρξη και θησαυρούς γυρεύει και έτσι ο μανδύας του περιστυλίου έγινε ανθρωπιστικός. Μα για πες μου τώρα τι άλλο σου μήνυσε η γοργόνα για τη θάλασσα.

- Μόνο η καρδιά της θάλασσας πονάει κάθε μέρα που περνάει, από το μένος των ανθρώπων. Παραλογίζεται θερμαίνεται από το αίμα που ξεπλένει. Τρομάζει μήπως μολυνθεί η ψυχή της, απομυζούν τους καρπούς της και δηλητηριώδεις οργανισμοί έχουν παρεισφρήσει στην περιοχή της και ισχυρίζονται οι μωροί, ότι είναι από την θέρμανσή της. Κλαίει και οδύρεται προκαλώντας αναταραχές κάθε βράδυ από τους λυγμούς της, διαλύοντας μόρια σάρκας και το πρωί πρέπει να κρατά την ηρεμία της και να γυαλίζει. Νομίζει θα σαλέψει και όλους θα τους πνίξει. Σαν να μην έφταναν λέει όλα αυτά, τις πέταξαν και χημικά, την τύλιξε η θλίψη, τη χώρισαν σε ζώνες, θαρρεί και θα της στρίψει. Οι πύλες της κολάσεως είναι μέσα της και ζήτησε βοήθεια από την Εκάτη• γιατί είναι ανάστατοι οι φρουροί του μεθανίου στο όρος του Αναξίμανδρου και οι φρουροί του θείου• για να τους συγκρατήσει. Μα περισσότερο στενοχωριέται διότι ούτε οι απλές δυνάμεις της συνοχής και της συνάφειας οι οποίες διέπουν και τα μόριά της δεν κατάφεραν τίποτα να διδάξουν στην αφεντιά των ανθρώπων.

- Η τροχιά κίνησης είναι οικονομικοενεργειακή, λοιπόν.

- Τι είναι οικονο ... μο .. εργειακη;

- Φαντάσου ότι είστε δέκα πουλιά και έχετε δέκα φρατζολάκια ψωμί.

- Ναι!

- Ένα πουλί όμως έχει έξι φρατζολάκια δικά του για να φάει και τα άλλα εννέα πουλιάμοιράζεστε μεταξύ σας τα υπόλοιπα τέσσερα.

- Και γιατί δεν τα μοιραζόμαστε;

- Αυτό είναι μία άλλη ιστορία που ο άνθρωπος προφασίζεται πως δεν έχει βρει ακόμα την λύση.

- Δηλαδή;

- Έχουμε λέει κρίση. Μα είναι βαθιά και πηγάζει από εμάς τους ίδιους.

- Δεν σε καταλαβαίνω γέροντα.

- Σε μία κοινωνία η οποία προσκυνάει και παρέχει λιτανείες σε εικόνες χωρίς ουδέποτε να έχει διαβάσει τις γραφές την ίδια στιγμή που έχει για θεό της το χρήμα, καταλαβαίνουμε ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι το κλειδί αφενός γιατί έχει ως αρχή της, την τιμωρία και αφετέρου για τον απλό λόγο που ένας τέτοιος ανώριμος, δομημένος τεχνηέντως συμπεριφορισμός γεννά νηπιώδη παράγωγα με εσφαλμένους λογικούς συνδέσμους, οι οποίοι αδρανοποιούν την αντίδραση, στρέφοντάς την στην αναζήτηση σωτήρων που θα την απαλλάξουν από οποιαδήποτε ευθύνη, πόσο μάλλον αυτήν της εξουσίας, αφήνοντας συγχρόνως το δρόμο ανοιχτό στη δημιουργία μορφών κράτους κάθαρσης, όπου βιάζεται συστηματικά το δενδροειδές μοτίβο του υπάρχειν και συνυπάρχειν, δηλητηριάζοντας και δολοφονώντας τα παιδιά της προς το αλαζονικό αντιθέτως αμφίρροπο του ορθώς ''καλό του κοινωνικού συνόλου'', συναινώντας στην πράξη ως άλλοι καλοί Κρόνιοι πατέρες. Μα μη με ακούς εμένα, δεν κάνω για σοφός, βλακείες λέω για να ηρεμώ την μοναξιά και να ξεχνώ την πείνα. Σταμάτα όμως τώρα πολυλογά γιατί πρέπει να κουρνιάσω, πρέπει γρήγορα να κοιμηθώ η νύχτα να περάσει, στον ύπνο μου να δραπετεύσω, το κρύο να μην με νοιάζει.

Ο γέροντας ξάπλωσε μέσα στο μεγάλο χαρτόκουτο που είχε κρυμμένο πίσω από την πεζούλα κουκουλώθηκε ανάμεσα στις τρεις κουβέρτες του και το πουλί ακολούθησε χωμένο στην αγκαλιά του.

Η αυγή πήρε για ακόμη μία φορά τα σκήπτρα μέσα από τον φαύλο κύκλο της με την νύχτα. Ο γέροντας ξύπνησε ευχαριστημένος αλλά το πουλί έλειπε. Άρχισε να κοιτά με ανησυχία μήπως είναι εκεί γύρω κοντά, μα δεν ήταν πουθενά. Προχώρησε νωχελικά προς το αρτοποιείο σκεπτόμενος σκυφτός εαν είχε λόγο που έφυγε το πουλί ή όχι. Φτάνοντας στην είσοδο όμως το είδε ήταν έξω από το αρτοποιείο και η χαρά του καθρεφτίστηκε στο πρόσωπό του συνοδευόμενη με ένα χαμόγελο.

- Εδώ είσαι μικρέ μου φίλε;!

- Ναι γέροντα παρατηρώ τους ανθρώπους και την πείνα ξεγελώ μυρίζοντας τον φουρνισμένο άρτο.

Ο γέροντας πήρε την συνηθισμένη φρατζόλα και γρήγορα γρήγορα πήγαν στο παγκάκι του πάρκου. Να τοι πάλι οι δυο τους να τρώνε την φρατζόλα.

- Γέροντα αυτή είναι η φωλιά σου, ρώτησε το πουλί.

- Ναι.

- Οικογένεια, παιδιά δεν έχεις;

- Έχω, έναν γιο.

- Και που είναι;

- Σπίτι του.

- Και γιατί δεν είσαι μαζί του;

- Δεν του έχω πει ότι είμαι άστεγος

- Γιατί;

- Ντρέπομαι την κρίση του και φοβάμαι την δική μου.

- Και γιατί είσαι άστεγος;

- Λόγω του νόμου της ζούγκλας.

- Δηλαδή σε εξόρισε κάποιο λιοντάρι;

- Ω τι τα σκαλίζεις άτιμο, άσε με τώρα που συνήθισα σε τούτο το παγκάκι ενάρετος να είμαι και το λιοντάρι στο στόμα σου μην πιάνεις γιατί είναι υπερήφανο ζώο, φώναξε ο γέροντας.

Το πουλί τρόμαξε, ένιωσε άσχημα πέταξε και στάθηκε απέναντι σε ένα περβάζι, να παρακολουθεί τώρα από ψηλά με μαράζι.

- Κατέβα από εκεί ψηλά, μην μου κρατάς κακία, είμαι ένας γερό-παράξενος που ώρες ώρες όλα μου φταίνε. Κατέβα να μου πεις τι άκουσες οι άνθρωποι το πρωί να λένε.

- Άκουσα να συζητούν πως έρχεται η ανάπτυξη και η ανάκαμψη να διαδεχθεί την κρίση.

- Τι ύβρις από τους εγκάθετους στις πηγές των πιο υψηλών στοχασμών. Καλώς, τους είχε αποκαλέσει άξεστους, ο Shelley, εφόσον δεν εχθρεύονται τις πλάνες με τις οποίες έχουν μολυνθεί. Κατανοήσαμε τάχα τη φύση του ανθρώπου, τάχα κατακτήσαμε την σελήνη και θα ξεκλειδώσουμε τα μυστικά του εγκεφάλου. Φευ! Μεγάλο γέλιο προκαλέσαμε στη μαύρη τρύπα στο κέντρο του γαλαξία, καιρό λέει είχε να δει, τέτοια κωμωδία.

- Τι είναι η μαύρη τρύπα;

- Είναι εκείνη η μορφή ποιητικής εκδικήσεως μπροστά στην οποία δικαιώνεται η ισότητα. Εκείνο το πρώτο βράδυ που ρημάχτηκε η μοίρα μου, το πέρασα Υπό Τας Φιλύρας. Ήταν αρχές φθινοπώρου για καλή μου τύχη και η δροσιά της νύχτας αέρας ανακούφισης πάνω στο πυρακτωμένο, ζωσμένο από πλοκάμια μπερδεμένων σκέψεων και φόβων, νου μου. Το βλέμμα μου χαμένος τρόμος. Τότε ένα από τα θαυμαστά αυτά δέντρα με ρώτησε τι έχω. Σάστισα στην αρχή, τα δέντρα μου μιλάνε;• πάει τρελάθηκες καημένε μου σκέφτηκα και αμέσως αποκρίθηκα πως ήταν ιδέα μου από την σύγχυση. Μα τότε μου μίλησε ξανά ....

«Δεν τρελάθηκες, άνθρωπε! Καλά τόσο περίεργα ακούγεται η φωνή ενός δέντρου;»

«Όχι γλυκιά μου φιλύρα, εγώ απλά φαντάστηκα ότι ήταν θρόισμα του μυαλού μου.»

«Πες μου άνθρωπε, τι σε βασανίζει;»

«Άστο γλυκιά μου φιλύρα, μη σε κουράζω είναι πολλά.»

«Εγώ δεν κουράζομαι εύκολα, έχω μια αιωνιότητα να ζήσω, έκτος και αν κάποιος με κόψει.»

Τέσσερις ώρες περάσανε συνομιλώντας με την αργυρόφυλλη. Με παρότρυνε να κοιμηθώ καθώς τα γεγονότα αποτελούσαν ήδη παρελθόν συνύπαρξης. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να μου χαρίσει μία μικρή ποσότητα από τον ανθό της για να με ηρεμήσει, μα με προειδοποίησε πως επειδή ο ανθός χλωρός είναι ισχυρός και διώχνει την αϋπνία μέσω της μεθέξεως γνώσης που ενυπάρχει κληροδοτημένη από δέντρο σε δέντρο από την Νύμφη, να μην φοβηθώ ότι και αν δω ότι και αν ακούσω.

Έτσι στο όνειρο η Νύμφη κουβαλά την εγγενή δύναμη του γιου της Χείρων. Μου αποκάλυψε πως όταν ο Χείρων εγκαταλείφθηκε, πριν τον βρει ο Απόλλων τέθηκε υπό την προστασία του Άδη, ως γιος του Κρόνου που ήταν και επομένως αδελφός των υπολοίπων. Πριν ανταλλάξει την αθανασία του με τον Προμηθέα και πάρει την θέση του στον αστερισμό του τοξότη, εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του και την παρακάλεσε να μεταδώσει αυτά που αποκόμισε από την πορεία του αυτή ως επιτηρητής της δύσης. Ισχυρίστηκε πως κατά την παραμονή του στο αόρατο βασίλειο, ηγούνταν των κυανότριχων αλόγων του άρματος του Πλουτώνιου Θεού και ως οδηγός το μετέφερε και στις διάφορες υπεριώδεις διαστρικές εξορμήσεις του. Υποστήριξε πως πρέπει να αγαπήσουμε αυτόν τον δίκαιο θεό και τις παράλληλες μορφές που τον διέπουν. Πως για να καταφέρουμε να κολυμπήσουμε στα διαυγή νερά της κοσμικής θάλασσας πρέπει τους ίππους των πληγών μας, να τους μετατρέψουμε σε εξωτικές πηγές, πιδάκων ροής, καθώς το ταξίδι αυτό είναι ο λόγος, γι' αυτό δεν μπορεί να είναι άλογος, παρά μόνο έλλογος. Μετουσιώνοντας την πληγή, σε θεραπεία παιδείας και προσφοράς, εκτιμώντας των αγώνα ενός ιππότη προς τα ποιοτικά ιδεώδη της ισότητας. Η χειρονομία είναι κίνηση ψυχής, σαν πίδακας των κβάζαρ , στην αέναη κυκλική ενεργειακή ροή. Εκεί λοιπόν βρέθηκα να κολυμπώ έχοντας για ορίζοντα τους όμορφους ίππους. Κατάλαβες μικρέ μου φίλε;

To πουλί δεν ήταν σίγουρο αν κατάλαβε, μα ένιωθε ήρεμο δίπλα στον γέροντα κοιτώντας τον στα μάτια.

- Και να θυμάσαι μικρέ μου φίλε, αυτό που είπε ένας πραγματικός διανοητής, αν οι προτάσεις αυτές έχουν έναν τόνο εξωπραγματικό, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ουτοπικές, αλλά επειδή είναι ισχυρές οι δυνάμεις που τις αντιμάχονται. Έλα σου λέω, παίξε μου, με τα φτερά σου τώρα, ένα τραγουδάκι και χάρισέ μου το αεράκι της θάλασσας, για τον χρόνο μου που φεύγει και την εποχή που αλλάζει.

Και το πουλί ξεκίνησε και έπαιξε το πιο όμορφο τραγούδι από όλα και ο γέροντας το άγγιξε καθώς ξεψύχησε για να μην νιώσει μόνος.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ