(Ό,τι ακολουθεί γράφτηκε σε συνεργασία με τη Νέλλη Σωτηρίου και τον Παν Γκριν)
Μια φορά κι έναν καιρό ένα αγόρι δίχως ΑΜΚΑ ξεκίνησε τη μέρα του κάνοντας μπάνιο με αιθέρια έλαια. Οι αισθήσεις του, πριν αρχίσουν να λειτουργούν, μπήκαν εκ νέου στο slow forward. Χαμένος σε μια υδάτινη αρωματική γιορτή, ο εγκέφαλος άρχισε να παίζει παιχνίδια David Lynch.
Στον ίλιγγο της φαντασίωσης, το αγόρι με το trendy μουστάκι και την πιπίλα στο στόμα, είδε τη συγχωρεμένη μαμά του, να τον χαϊδεύει αισθησιακά.
Η συγκίνηση ήταν μεγάλη.
Ξάφνου, η μαμά άρχισε να παίρνει περίεργες μορφές. Στην αρχή, θύμιζε λίγο την παιδική του αγάπη, εκείνη με τις ροζ πατουσίτσες, μετά την εφηβική με τα ολοστρόγγυλα στήθη, κατόπιν τον Πίκο Απικό από την Φρουτοπία.
Προϊόντος του χρόνου, η φαντασίωση εξελισσόταν σε ένα συνονθύλευμα χαρακτηριστικών όλων των θηλυκών- κυρίως- που μέχρι τότε του είχαν κάνει κλικ.
5.498.908 κλικ, όλα και όλα.
Κάποια στιγμή το νερό έφυγε από την μπανιερά.
Θυμάται σαν τώρα το πλοκάμι ενός χταποδιού να τραβάει το καπάκι. Τα νερά αποτραβήχτηκαν δημιουργώντας μια δίνη που λίγο έλειψε να τον καταπιεί.
Βγήκε εγκαίρως.
Επανήλθε στην μοναχική του πραγματικότητα μόνο όταν τελείωσε το βούρτσισμά των δοντιών του. Με ένα απόκοσμο αίσθημα να τον κυριεύει, ξεκίνησε για τα ΚΕΠ.
Έφτασε.
Η ταμπέλα της υπηρεσίας του δημιούργησε ανατριχίλα λες και μόλις είχε φτάσει στο Hotel California ΧΧΧ.
Άνοιξε την πόρτα με ορμή θαυμάζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του για την αποφασιστικότητα που επέδειξε. Έπειτα παρατήρησε την ουρά των 42 ανθρώπων που προηγούνταν, λες και ήταν ένας από τους άθλους τους οποίους μπορούσε εύκολα να ξεπετάξει, ωσάν ημίθεος, και όλα αυτά εξαιτίας αυτού του τέλειου αφρόλουτρου.
«Καλά τα λέει η διαφήμιση. Σε κάνει θεό», σκέφτηκε.
Τους προσπέρασε.
Κοίταξε την υπάλληλο στα ματιά. Ναι! Ήταν αυτή. Ήταν εκείνη που μέχρι πριν από λίγο είχε εισχωρήσει στα άδυτα του σεξουαλισμού του.
«Νέλλη, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» του είπε κοιτώντας τον ολόισια στα μάτια και αφήνοντας βιαστικά την κονσέρβα με σαρδέλες που καταβρόχθιζε.
«Ξέρετε, με λένε Ρούχλα και δεν έχω ΑΜΚΑ», της απάντησε ανασηκώνοντας το πάνω χείλος του, αν όμως της έλεγε αυτό που σκεφτόταν τότε η απάντησή του θα ήταν, «θέλω να σε πάρω πάνω στον γκισέ και να μας βλέπουν όλοι».
«Έμπλεξες μωρό μου. Ζούμε στο 2023 και σύμφωνα με τον νόμο 34 παράγραφος 123 του 2017, όποιος δεν έχει ΑΜΚΑ είναι καταδικασμένος σε…», και άρχισε να του απαγγέλει με ύφος και κύρος αλά Μάνος Κατράκης, όλες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτή την του την γραφειοκρατική ασυνέπεια.
Ο Ρούχλας στο άκουσμα του σχεδόν τιμωρητικού και χειμαρρώδους παροξυσμού, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. «Τελειώνει η επίδραση του αφρόλουτρου», αναφώνησε ασυγκράτητα.
Αν δεν κατάφερνε να πάρει αυτό το χαρτί μια ακολουθία ολέθριων συνεπειών ανοιγόταν μπροστά του.
Για πρώτη φορά στη ζωή του θα αναγκαζόταν να εξαγοράσει μια υπάλληλο.
«Πες μου τι θες για να μου το δώσεις;» την ρώτησε με ζεστή και ήπια φωνή. «Α! και που είσαι έχεις μια ουρά ψαριού ανάμεσα στα δόντια», της είπε συνωμοτικά και εχέμυθα.
Εκείνη ούσα επί πολλά χρόνια μαθημένη σε τέτοιες συνδιαλλαγές ήταν προσεκτική. Οι στιγμές της εξαγοράς ήταν οι μόνες που την εξίταραν σε αυτή την κουραστικά αδιάφορη καριέρα που είχε ακολουθήσει. Η εξουσία της πάνω στον αδύναμο πολίτη την καύλωνε. Το ίδιο και το αντίτιμο που κάθε φορά επέλεγε να ζητάει. Ήταν όμως ευφάνταστη στις απαιτήσεις της. Αυτό που θα του ζητούσε δεν θα έπρεπε να θεωρείται αντικείμενο παράνομης συνδιαλλαγής.
Τον κοίταξε καλύτερα. Φόρεσε τις γόβες της, που είχε βγάλει, για να ποδοπατήσει την αξιοπρέπειά του καλύτερα, διόρθωσε το εφαρμοστό της πουκάμισο και τα κοκάλινα γυαλιά της και του ζήτησε να σκύψει πάνω από τον κισσέ.
Του ψιθύρισε κάτι στο αφτί.
Εκείνος άφησε κάποια έγγραφα. Έβαλε πίσω στο φάκελο κάποια που του έδωσε εκείνη και έφυγε.
Τι να του είπε άραγε;
Μήπως του ζήτησε κάτι;
Θα δεχόταν ο απελπισμένος διοικούμενος τους όρους της υπαλλήλου; Ή μήπως δεν υπήρχαν όροι;
Τότε ως προς τι ο μυστικισμός της υπαλλήλου;
Επέστρεφε πίσω στο σπίτι εμφανώς προβληματισμένος. Στην Ελλάδα του 2023 οι συνέπειες ελλείψεως Αριθμού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης ήταν βαρύτατες.
Βέβαια, ο Ρούχλας δεν κατάλαβε ποτέ του γιατί έπρεπε να διαθέτει Αριθμό Ασφάλισης ενώ μια ζωή ήταν ανασφάλιστος.
«Εκείνοι ξέρουν!» του απάντησε ο εαυτός του.
«Έπρεπε να τους είχες ακούσει τότε!» ξανά ο εαυτός του.
Μπήκε στο σπίτι και άνοιξε το φώς.
Από μέσα ακουγόταν κραυγές ηδονής.
Η γυναίκα του πάλι.
Πηδιόταν με τον γείτονα.
Το άλλοθί της ήταν πως της έδινε δώρα με τα οποία αυτή πλήρωνε τα φροντιστήρια των παιδιών και με όσα περίσσευαν αύξανε τις αποταμιεύσεις που έκανε από έφηβη ακόμα για να κλείσει θέση για το πρώτο διαστημικό επικοισμό του Κρόνου.
Εκείνος δεν έδωσε σημασία, το είχε συνηθίσει πια.
Kάθε φορά που την άκουγε να οργιάζει με τον μπακάλη της γωνίας, τον Αμπτνούλ, θυμόταν την αντίδρασή του όταν την έπιασε με άλλον για πρώτη φορά, τότε είπε πολλά και έκανε πολλά!
Δεν ήταν ποτέ του ρατσιστής, μα εκείνη τη στιγμή παρέλασε το μισό τάγμα του Τρίτου Ράιχ απ το στόμα του.
Μικρός ονειρευόταν άλλα πράγματα, ήθελε να κάνει μπαλέτο, ιππασία, να γίνει σκηνοθέτης και να νυμφευθεί την Λολομπρίτζιτα, ο μπαμπάς όμως τον πήγε να μάθει ντραμς, τον έκοψε από τα φροντιστήρια και τον έταξε στη Βούλα.
Η απόλυτη διάψευση.
Για μια περίοδο έπαιζε σε μια μπάντα μιας παιδικής εκπομπής κατόπιν έκανε μια σύντομη καριέρα σε κάτι σκυλάδικα της Ρόδου. Τώρα απλά καθάριζε την πόλη που αγάπησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.
Σκουπιδιάρης φίλοι μου. Ο Ρούχλας!
«Ίσως το να γκρεμίζουν τα όνειρά σου είναι ο μόνος τρόπος να αλλάζουν οι εποχές», σκέφτηκε.
Ο χρόνος κυλά σαν αλκόολ.
Τώρα πια ήταν 45.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιό του και ξάπλωσε! Ήθελε να ξεκουραστεί λίγο. Πήρε τον νυχοκόπτη από το κομοδίνο και άρχισε να κόβει τα νύχια των ποδιών του. Παλιότερα τα έκοβε με τα ίδια του τα δόντια.
«Πρέπει να βγάλεις το ΑΜΚΑ», πάλι ο εαυτός του.
«Πρέπει να κάνεις πίσω τους εγωισμούς σου! Πρέπει επίσης να βγάλεις ταυτότητα, διαβατήριο, δίπλωμα,…»
«Δεν μπορώ! Δεν γίνεται! Είμαι άνθρωπος με αρχές! Είπα όχι στο νεποτισμό, τη παρεοκρατία και τη διαφθορά από μικρός. Είμαι ροκ! Η αξιοπρέπεια παν απ όλα! Δεν μπορώ να προδώσω τις αρχές μου, επειδή έτσι γουστάρει μια υπάλληλος του Δημοσίου».
«Μπορείς!»
«Δεν γίνεται. Ποτέ! Και ας πάω φυλακή».
«Το σύστημα είναι έτοιμο να σε βοηθήσει. Μα τι σε έχει πιάσει πια; Μια ζωή τίμιος και τι κατάλαβες; Υπάρχει ακόμα κόσμος που στέκεται δίπλα σου, σε αγαπάει… Γίνε σαν και αυτούς!»
«Τι είδους παραξενιά είναι αυτή να μην θες να βγάλεις ΑΜΚΑ; Eίναι, άλλωστε, πλέον έτοιμο! Μένει να περάσεις, απόψε, απ’ το σπίτι της αδελφής σου και να το πάρεις ή μήπως η υπάλληλος δεν σου ζήτησε να πηδήξεις την αδελφή σου για να στο δώσει;»
«Θεέ μου τι συμπλέγματα είναι αυτά που έχω; Τι μας χρειάζονται όλα αυτά τα παλιόχαρτα; Πρέπει να γαμήσεις τους πάντες για να σε θεωρούν νόμιμο; Πρέπει οπωσδήποτε να πλυθώ με το μαγικό μου αφρόλουτρο για να καθαρίσω από την βρωμιά τους;»