Ο Βοτανικός είναι ίσως η μοναδική γειτονιά του κέντρου που δεν έχει χάσει τον χαρακτήρα της ακόμα και μετά το άνοιγμα της Αθηναΐδος το 2000, που όλοι πιστέψαμε ότι θα γινόταν ένα gentrification (ήταν και καλές οι εποχές τότε). Χαμηλά σπίτια, συνεργεία αυτοκινήτων, αποθήκες, μικρά ψιλικατζίδικα και μπακάλικα και περιμετρικά μεγάλοι δρόμοι, όπως η λεωφόρος Αθηνών, η Ιερά Οδός, η Κωνσταντινουπόλεως και η Σπύρου Πάτση, που σου δημιουργούν μια αίσθηση φυγής. Μόνο το Soirée de Votanique που πάει να κλείσει φέτος τα 13 του (και έκανε και πρόσφατα ανακαίνιση), το πολύ καλό τσιπουράδικο Μπιέλα, κάποια μικρά θέατρα και χώροι τέχνης, αλλά σε καμία περίπτωση μια μαζική αναδιαμόρφωση του αστικού τοπίου σε βαθμό που να αποκαλείται «πιάτσα». Εκεί, σε ένα στενάκι, στη Μελενίκου, βρίσκεται ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στην Αθήνα τους τελευταίους μήνες, ένα καφενείο σχετικά καινούργιο (πρέπει να έχει ανοίξει 2-3 χρόνια), που όμως μοιάζει διακτινισμένο σε άλλη εποχή και σε άλλο τόπο (αλλά χωρίς την παραμικρή επιτήδευση αντίστοιχων νεο-καφενείων). Οι τοίχοι είναι γεμάτοι από δεκάδες, εκατοντάδες κορνίζες και αφισάκια στους τοίχους: από τον Θεσσαλό Τσιτσάνη που δεσπόζει σε ένα μεγάλο κάδρο και τον επίσης Θεσσαλό Σακαφλιά, έναν ζωγραφικό πίνακα με έναν άρρωστο που του δίνουν ούζο με ορό, φωτογραφίες από τοπία της Θεσσαλίας, μια αφίσα από εμφάνιση του μεγάλου καλτ λαϊκού τραγουδιστή Μίμη Γκιουλέκα (του «δικού» μας Johhny Ramone), μέχρι συνθήματα, αυτοκόλλητα στον τοίχο της τουαλέτας (ένα γράφει «Αν δεν βρεις μόνος σου τι συμβαίνει, δεν μαθαίνεις τίποτα», ένα άλλο «Προσοχή: Οι αντανακλάσεις σε αυτό τον καθρέπτη ενδέχεται να διαστρεβλώνονται από κοινωνικώς κατασκευασμένα πρότυπα ομορφιάς») κι έναν χάρτη της Ελλάδας. Στον τοίχο πίσω από το πάσο κρέμονται κατσαρολικά, στα ράφια των παλιών επίπλων ψάθινα καλάθια και βαζάκια με μπαχαρικά και ποτά, πιάτα και ποτήρια. Ο «κατάλογος» είναι ένα μικρό τετράγωνο χαρτάκι (σαν post-it) που διαφημίζει το μενού του μαγαζιού: καταπληκτικοί ριγανάτοι al dente γίγαντες, ομελέτα με σουτζούκι, ρέγκα, σκουμπρί, τυρί σαγανάκι, φοβερά σουτζουκάκια με κόκκινη σάλτσα, κάνα δυο σαλάτες, πατάτες φούρνου με δεντρολίβανο. Είναι Κυριακή απόγευμα, μια περίεργη μέρα, αν θέλεις να βγεις κάπως αργά. Τα μαγαζιά (αυτού του είδους) με ζωντανή μουσική συνήθως ξεκινάνε από το μεσημέρι και σβήνουν τους διακόπτες γύρω στις οχτώ (όπως, ας πούμε, η αειθαλής Κληματαριά της πλατείας Θεάτρου, που φιλοξενεί μια συγκλονιστική ρεμπέτικη κομπανία, αλλά θα αναφερθώ σε αυτούς σε επόμενο σημείωμα). Οι Θεσσαλοί «ανασταίνονται», όταν οι άλλοι κλείνουν. Γύρω στις οκτώμισι ο Δημήτρης Μπρέντας (ο σπουδαίος πολυεπίπεδος μουσικός και πολυοργανίστας, ο οποίος παίζει με τους Χαΐνηδες) έχει προετοιμάσει την γκάιντα του (τον παρατηρούσα κατά την προετοιμασία και ήταν μια ιεροτελεστία, κάπως σαν να ετοιμάζει ένα ζωντανό ον για ένα ταξίδι) και βγάζει την πρώτη νότα, δίνοντας το έναυσμα για το διονυσιακό παραλήρημα που συμβαίνει εδώ κάθε Κυριακή. Η μπάντα κάθεται σε ένα τραπέζι σε μια γωνιά. Δεν είναι ακριβώς μπάντα - μοιάζει με μια παρέα με μουσικούς που ένας φεύγει, άλλος έρχεται, κάποιος τζαμάρει για λίγο, κάποιος πίνει το κρασί του.
Δεν θα έρθεις στους Θεσσαλούς, αν θες να ακούσεις ένα λάιβ με γραμμική μορφή. Παίζουν ένα κομμάτι και μετά σταματάνε για λίγο, προετοιμάζοντας το κοινό για τη μεγάλη κορύφωση που θα συμβεί αργότερα στη βραδιά. Ένα κορίτσι από ένα διπλανό τραπέζι σηκώνεται και κάθεται μαζί τους, κλείνει τα μάτια και τραγουδάει ένα σπαρακτικό τραγούδι που θα μπορούσε να ήταν από κάποιον δίσκο της Chelsea Wolf, αλλά είναι ένα dark ηπειρώτικο που μας κάνει ν' ανατριχιάσουμε. Προστίθεται και μια δεύτερη γκάιντα, δύο νταούλια κι ένα κλαρίνο. Ο Μπρέντας σηκώνεται όρθιος. Παίζει και τραγουδάει μαζί (ο τύπος είναι εκπληκτικός!). Ο Αναστάσης, ένας πενηντάρης Σέρβος (που μοιάζει με τον Οδυσσέα) από ένα άλλο τραπέζι, ζητάει το «Ederlezi» (ένα παραδοσιακό τσιγγάνικο κομμάτι που έγινε γνωστό από το σάουντρακ του Καιρού των Τσιγγάνων του Κουστουρίτσα) και κάνει μια μοναδική ερμηνεία.
Ο Αλέξης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και ενορχηστρωτής αυτής της τρομερής «τρέλας» που συμβαίνει εδώ, κλείνει τα φώτα και δημιουργεί μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Ο κόσμος είναι σεληνιασμένος, σηκώνει τις παλάμες ψηλά και μπαίνει σε ένα ψυχεδελικό τριπ που μόνο σε κάποια λίγα πανηγύρια μπορείς να πετύχεις πια. Και όμως, είναι στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα από συνεργεία, τρένα, νταλίκες και πουτάνες. Έξω στη Μελενίκου στον διπλανό τοίχο κάποιος έχει γράψει «Αγάπη μου, είσαι πιο όμορφη από την πέτρα στη μούρη ενός μπάτσου» δίπλα σε ένα στένσιλ του Καραγκιόζη.
σχόλια