Την Κυριακή το βράδυ γύρισα από ένα ταξίδι. Αργά. Έφυγα άνοιξη, γύρισα χειμώνα. Παγωμένο σπίτι, γάτες κάτω από τα στρωσίδια. Πήγα κι ήρθα δυο-τρεις φορές μες στο σπίτι. Τσέκαρα κάτι φυτά αν έχουν νερό, φύλαξα το διαβατήριό μου μην το χάσω. Πήγα στην κουζίνα. Πάντα εδώ έρχομαι μόλις μπαίνω στο σπίτι. Το κέντρο ελέγχου. Μικρό, με χιλιάδες πράγματα, σαν κουζινάκι εργένη. Έχει όμως κερδίσει τα γαλόνια και τα παράσημά του και δεν μασάει μπροστά στις μεγάλες κουζίνες, τις άσπιλες. Δεν είχα και πολλές επιλογές. Ό,τι είχε το ντουλάπι με τις προμήθειες και η κατάψυξη. Δόξα και τιμή στους ζωμούς που κρύβονται εκεί πίσω, στο βάθος, μετά τα παγωμένα τσίπουρα. Δόξα και τιμή και σε κάτι τραχανάδες που βρίσκονται πάντα στο ντουλάπι.
Μαμαδίστικο είναι αυτό που δεν μπορείς να φτιάξεις εσύ ή κάποιο εστιατόριο ποτέ. Είναι μόνο από αυτήν και απευθύνεται μόνο σ' εσένα. Ούτε καν στην αδερφή σου, που μάλλον έχει άλλο φαγητό στο μυαλό της ως τον ορισμό του μαμαδίστικου.
Δεν έκανα πολλά. Έβαλα μπρος να φτιάξω το Νο1 αγαπημένο μου μαμαδίστικο φαγητό ή, για να μην παρεξηγηθώ, της μάνας μου το αγαπημένο φαγητό. Δεν έχω ψευδαισθήσεις, το δικό της δεν μπορώ να το φτάσω. Μάλιστα, το κάνω και επίτηδες να είμαι άτσαλος όταν φτιάχνω αυτή την ντοματένια σούπα με τραχανά. Ίσως και για να μην την ξεπεράσω ποτέ. Αν το κάνω, τι έχω να περιμένω; Τι θα έχω να θυμάμαι; Βαριέμαι τις νίκες και τις κατακτήσεις. Θέλω τα κουτάκια να γεμίζουν με αυτό που πρέπει. Και αυτό το κουτάκι έχει γεμίσει από πολύ νωρίς.
Σαν φοιτητής, λοιπόν, πετάω κάτι ντοματίνια (ούτε ντομάτα κονσέρβα, ούτε τίποτα) στην κατσαρόλα μαζί με λάδι και τα αφήνω να «σπάσουν». Πετάω δυο μεγάλους κύβους από κατεψυγμένο ζωμό κότας (ούτε που θυμάμαι πότε φτιάχτηκαν αυτοί) και αφού λιώσουν ανάμεσα σε υδρατμούς και αρώματα ζωμού, όσο περνά η ώρα ανασταίνονται και ξεπηδούν από τον πάγο. Όταν αρχίσει ο ζωμός να κοχλάζει, πέφτει μέσα κι ο τραχανάς, αυτό το παράξενο υλικό που όσο ψήνεται τόσο η γεύση του μαλακώνει και γλυκαίνει – μυρίζεις γάλα και γη. Αυτό ήταν. Τα αφήνω να βράσουν μέχρι να λιώσει ο τραχανάς και οι ντομάτες να βάψουν τον ζωμό και να τον κάνουν κοραλλί προς κόκκινο. Αλάτι, πιπέρι, λίγο βούτυρο. Λίγη τριμμένη φέτα και έτοιμο. Η μάνα μου θα έβαζε χαλούμι. Που θα μαλάκωνε, αλλά δεν θα έλιωνε μέσα στη σούπα.
Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως είναι μεγάλη αδικία που τα εστιατόρια βαφτίζουν τα φαγητά τους «μαμαδίστικα», αλλά και οι πελάτες που ζητάνε το «μαμαδίστικο» από τα μεγαλοκαζάνια των εστιατορίων ίσως πρέπει να το κοιτάξουν αυτό.
Μαμαδίστικο είναι αυτό που δεν μπορείς να φτιάξεις εσύ ή κάποιο εστιατόριο ποτέ. Είναι μόνο από αυτήν και απευθύνεται μόνο σ' εσένα. Ούτε καν στην αδερφή σου, που μάλλον έχει άλλο φαγητό στο μυαλό της ως τον ορισμό του μαμαδίστικου.
Είναι αυτό, και ίσως το μοναδικό, που δεν είναι τόσο τα υλικά αλλά αυτή η γελοία φράση «έβαλε πολλή αγάπη ή πολύ συναίσθημα μέσα» που το καθιστά μαμαδίστικο.
Αντικειμενικά μπορεί να μην είναι καν νόστιμο. Μπορεί, όμως, να είναι ανυπέρβλητο επειδή εσύ το συνέδεσες με τα αχνιστά παράθυρα της κουζίνας του πατρικού σου όταν γύρναγες τον χειμώνα από το σχολείο και το ζεστό φαΐ σε περίμενε στο τραπέζι. Επειδή τα καλοκαίρια, έτσι όπως το έφτιαχνε αυτή το λαδερό, το σιγόβραζε από το πρωί και το άφηνε να φτάσει στη σωστή θερμοκρασία για να το βρεις και να το φας εσύ μετά το μπάνιο. Λοιπόν, αυτά δεν θα τα βρείτε εκεί που στην ταμπέλα γράφει «μαμαδίστικο».
Επομένως, τη μάνα σας να την προσέχετε, και όταν σας φέρνει το φαγητό, ακόμα και τώρα που έχετε σαρανταπενταρίσει, γιατί πιστεύει, και έχει δίκιο, πως δεν έχετε να φάτε ή δεν προλαβαίνετε, να το εκτιμάτε. Είμαστε κι εμείς που ζούμε πολύ μακριά από αυτές και που έχουμε να δούμε μαμαδίσιο ταπεράκι τουλάχιστον 20 χρόνια.
Τώρα, όσον αφορά τα εστιατόρια και το δικό τους μαμαδίστικο, τι να πω; Έχετε επενδύσει στους καραβοτσακισμένους αυτής της γης, που είναι και πολλοί και πιστεύουν ό,τι τους δίνει έστω και μια φλοίδα από αυτό που θα ήθελαν. Καλά κάνετε. Businesswise, σωστή απόφαση. Όμως το «μαμαδίστικο» δεν είναι ποτέ νερομπούλι. Να το θυμόμαστε αυτό.
Μάνα, στείλε τάπερ, σε φιλώ!
σχόλια