Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει, αλλά κάθε καινούργια παράσταση του Τόμας Όστερμαϊερ προκαλεί συζήτηση – που σημαίνει ενδιαφέρον, δηλαδή αυξημένη προσέλευση κοινού. Ο Εχθρός του λαού (διασκευή του ιψενικού έργου που υπογράφει ο δραματουργός Florian Borchmeyer), που έκανε πρεμιέρα στο περσινό Φεστιβάλ της Αβινιόν, δεν αποτελεί εξαίρεση. Όχι τόσο για τον «εκσυγχρονισμό» και την αισθητική προσαρμογή ενός έργου του 1882 στην εποχή του Ίντερνετ, με λίγο από Ντέιβιντ Μπάουι και άλλα νόστιμα στο ύφος της βερολινέζικης, μοδάτης μεσοαστικής τάξης, όσο για την παραποίηση του πνεύματος του συγγραφέα.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στον Εχθρό του λαού (1882) μεταφερόμαστε σε μια μικρή λουτρόπολη. Χάρη στα ιαματικά λουτρά, πλήθος επισκεπτών καταφθάνει, εξασφαλίζοντας την οικονομική ευμάρεια των κατοίκων της. Να, όμως, που τα λουτρά μολύνονται (στην παράσταση του Όστερμαϊερ παθογενείς μικροοργανισμοί από βιομηχανικά απόβλητα μολύνουν το νερό και τα σπα). Ο έντιμος γιατρός Στόκμαν θέλει να αποκαλύψει τι συμβαίνει, προκειμένου να μην υπάρξουν παρενέργειες στην υγεία κατοίκων και επισκεπτών. Προσκρούει, όμως, στην αντίδραση των συμπολιτών του –συμπεριλαμβανομένων του δημάρχου αδελφού του και δύο δημοσιογράφων φίλων του– που δεν θέλουν να θιγούν τα συμφέροντά τους. Κάπως έτσι, ο γιατρός που ενδιαφέρεται για το δημόσιο καλό γίνεται αίφνης «εχθρός του λαού».
Ο Ίψεν εστιάζει στην προσωπική ηθική των ηρώων του, στο άτομο και στον τρόπο που αποκτά συνείδηση της ατομικότητάς του, αντιπαρατιθέμενος με τη φιλελεύθερη κατεστημένη τάξη. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όμως, η φάση είναι τελείως διαφορετική: η ατομικότητα έχει απορροφηθεί από τη μαζικότητα, τη mass culture. Η εξισορροπητική αντι-κουλτούρα προτείνει τη δημιουργία μικρότερων συλλογικοτήτων από συνειδητοποιημένα άτομα που θα δημιουργήσουν κάτι σαν δίκτυο, το οποίο θα μπορεί να παρεμβαίνει δυναμικά την κατάλληλη στιγμή, διορθώνοντας τις στρεβλώσεις της μαζικής δημοκρατίας.
Όταν, λοιπόν, ο Γερμανός σκηνοθέτης αντικαθιστά τον λόγο που βγάζει ο γιατρός Στόκμαν μ' ένα κείμενο που κυκλοφόρησε ανωνύμως, πιθανότατα από ομάδα αναρχικών, το 2007 στη Γαλλία, η δραματουργία αποκτά ξένα προς το πρωτότυπο έργο νοήματα.
Ο Όστερμαϊερ, ωστόσο, συνεχίζει ακάθεκτος τον δρόμο του. Άλλωστε, και παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται κάθε τόσο για τις σκηνικές αναγνώσεις του στα χρόνια που είναι επικεφαλής στη Schaubühne, το πενηντάχρονο βερολινέζικο θέατρο βρίσκεται στην καλύτερη φάση του. O ίδιος δεν κρύβει την αγάπη του για το ιψενικό θέατρο (έχει ήδη ανεβάσει το Κουκλόσπιτο, τον Αρχιμάστορα Σόλνες, την Έντα Γκάμπλερ, τον Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν και τους Βρικόλακες). Τονίζει, όμως, ότι δεν είχε, και δεν έχει, σκοπό να σκηνοθετήσει τα έργα του Ίψεν καταφεύγοντας στα ερμηνευτικά κλισέ και στις έτοιμες ιδέες με τις οποίες σκηνοθέτες και ηθοποιοί ερμήνευαν το ιψενικό θέατρο μέχρι ακόμα και τα '90s.
Διεκδικώντας τη (δραματουργική) ελευθερία του, αναγνωρίζει ότι μπορεί οι οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες να έχουν αλλάξει πολύ από τα τέλη του 19ου αι., ωστόσο στα έργα του Ίψεν πολλά πρόσωπα βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, η οποία και οδηγεί τις επιλογές τους. Οι συνέπειες της πίεσης που ασκούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη σύγχρονη μεσοαστική τάξη της Ευρώπης δεν είναι και πολύ διαφορετικές. Ο φόβος των σημερινών Ευρωπαίων για το μέλλον, για το ενδεχόμενο να χάσουν τη δουλειά τους και να αναγκαστούν να αλλάξουν lifestyle, κατρακυλώντας απότομα από τα ψηλά της κοινωνικο-οικονομικής κλίμακας στα χαμηλά, μπορεί να έχει τα ειδικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού και τεχνολογικού καπιταλισμού και όχι του καπιταλισμού του 19ου αι., αλλά επενεργεί με παρόμοιο τρόπο στον ψυχισμό των ανθρώπων. Δεν είμαστε μακριά από τη Νόρα, τον Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν ή τον Εχθρό του λαού και οι συνέπειες είναι εξίσου δραματικές τότε και τώρα.
σχόλια