Αν βρεθείς ξημερώματα Κυριακής στα στενά του Νέου Κόσμου και πετύχεις παρέες με βραδινή αμφίεση να ψάχνουν κάτι, ξέρεις πού πηγαίνουν. Το ίδιο αν ο δρόμος σου σε βγάλει χαμηλά στα Εξάρχεια, προς Αλεξάνδρας, ή δεις κεφάτο κόσμο –συχνά εξοπλισμένο με γυαλιά ηλίου– να κατεβαίνει τα σκαλιά ενός υπογείου, ενώ έχει ήδη ξημερώσει. Ο Μπάτμαν και το Skullbar αντίστοιχα είναι δύο νυχτερινά μαγαζιά που δεν έχουν απολύτως καμία ομοιότητα πέραν του ότι μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρωινές και ενίοτε τις μεσημεριανές ώρες. Στο πρώτο θα ακούσεις λαϊκά και ρεμπέτικα, στο δεύτερο ηλεκτρονική μουσική. Τα προηγούμενα χρόνια θα πετύχαινες αρκετούς να συνωστίζονται έξω από μια πόρτα στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στο Κολωνάκι. Το Dybbuk πρωτοστάτησε επί τουλάχιστον μία πενταετία στην άτυπη νυχτερινή κατηγoρία του «dance after-άδικου», πριν αλλάξει στέγη και φιλοσοφία. Αλλά και το εξαρχειώτικο εναλλακτικό Mo Better, για το κλείσιμο του οποίου πολλοί έκλαψαν πέρσι, φιλοξενούσε επί χρόνια κόσμο που ξημερωνόταν. Μπουζουκομάγαζα, όπως το Caramela και το Premiera, στη Συγγρού ή το Frangelico στην Ποσειδώνος, μαζεύουν πάντα τον περισσότερο κόσμο, όταν τα υπόλοιπα κλείνουν το πρόγραμμά τους και συμπληρώνουν, μαζί με έκτακτα πάρτι και φεστιβάλ, τον χάρτη της after διασκέδασης που σήμερα φαίνεται να είναι ξανά έτοιμη να προσελκύσει μαζικά το ενδιαφέρον.
Η αθηναϊκή νύχτα δεν έχει να ζηλέψει πολλά από το Βερολίνο. Απλώς, αυτούς που έχουν για residents εκεί, εμείς εδώ τους καλούμε ως guests.
Για τις ανάγκες αυτού του άρθρου ξυπνήσαμε πολύ νωρίς την προηγούμενη Κυριακή. Δεν επιχειρήσαμε να ακολουθήσουμε τον κανόνα τού να μείνουμε ξάγρυπνοι όλο το Σάββατο, κάνοντας bar hopping μέχρι να καταλήξουμε στα συγκεκριμένα μαγαζιά – ομολογούμε ότι θα μας δυσκόλευε αρκετά. Ήδη από τις 6 τα ξημερώματα το Casa Bostani είχε αρχίσει να μαζεύει κόσμο. Οι περισσότεροι θαμώνες του six d.o.g.s που νωρίτερα χόρευαν στους ρυθμούς του Andrew Weatherall είχαν μεταφερθεί στην Αλεξάνδρας για να συνεχίσουν το βράδυ τους. Πολλοί ήταν όμως κι εκείνοι που ξύπνησαν χαράματα κι επέλεξαν έναν διαφορετικό τρόπο για να ξεκινήσουν την Κυριακή τους. Αυτοί, μάλιστα, φαινόταν να έχουν ακόμη περισσότερη ενέργεια και κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ. Από τις 8:30 μέχρι τις 10 ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Στα decks ο Mr. Roussos και ο Mackenzie προθέρμαναν το κοινό με ηλεκτρονικούς ήχους, ενώ ακολούθησε ένα δυνατό set με techno και house επιλογές από τον δημοφιλή Σουηδό καλλιτέχνη Martinez. Ο χώρος ήταν λιγότερο σκοτεινός απ' όσο συνηθίζεται σε τέτοια πάρτι και αυτό έδινε μια νέα διάσταση στο event. Η ποιότητα του ήχου ήταν πολύ καλή, ο κόσμος γελούσε, έπινε και χόρευε γεμάτος ενέργεια. Ένιωθες ότι το βράδυ ξεκινούσε εκείνη την ώρα, από εκείνο το σημείο, ξεπερνώντας τα όρια της νύχτας. Το Casa Bostani άδειασε γύρω στις 11:30 το πρωί, όταν ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να βάζει γυαλιά και να αποχωρεί. Παρ' όλα αυτά, το πρώτο πάρτι της ομάδας Revolt! ήταν μια κίνηση που στέφθηκε με επιτυχία. Θα καθιερωθεί μια φορά τον μήνα στον ίδιο χώρο, φιλοξενώντας σημαντικούς καλλιτέχνες και guest DJs από το εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ, εμείς ήδη είχαμε προλάβει να κάνουμε ένα πέρασμα από το Skullbar παραδίπλα, ένα μαγαζί που έχει καθιερωθεί πλέον στη συνείδηση του κοινού ως after-άδικο. O ιδιοκτήτης του, Άκης Πότσιος, μας κάνει έναν μη αναμενόμενο διαχωρισμό των πελατών του μαγαζιού, εξηγώντας ότι οι ξενύχτηδες αποτελούν τη μειονότητα και ότι θα τους συναντήσεις κυρίως ξημερώματα Σαββάτου. Ένα μεγαλύτερο ποσοστό των θαμώνων του Skull είναι άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα και όταν σχολάνε ξεδίνουν από την πίεση της βάρδιάς τους εκεί, ενώ οι περισσότεροι πελάτες του μαγαζιού που συνηθίζουν να το επισκέπτονται Κυριακή πρωί είναι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί κανονικά και ξυπνούν για να πάνε για χορό. «Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις αγουροξυπνημένο κόσμο, που δεν δουλεύει την Κυριακή, να έχει μόλις πιει καφέ και να έρχεται σ' εμάς. Δεν είχε εξαρχής τον χαρακτήρα που έχει λάβει πλέον το Skull. Πάντα ήταν underground και πάντα φιλοξενούσε όλες τις ομάδες κόσμου και πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Έχουμε περάσει από μέταλ, ροκ, πανκ φάσεις – το οδηγεί ο κόσμος ανάλογα με το τι ζητά. Κάνουμε live και θεματικά πάρτι, αλλά η σταθερά μας τα τελευταία χρόνια είναι η techno που παίζει Σάββατο πρωί και η house που παίζει Κυριακή πρωί και τραβάει ως το μεσημέρι».
Η αλήθεια είναι πως η αθηναϊκή νύχτα ποτέ δεν έπαιρνε μπρος νωρίς, ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Όταν στις μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου, όπως το Λονδίνο, το Παρίσι και η Νέα Υόρκη, ο κόσμος συνηθίζει να πηγαίνει για early drinks μετά τη δουλειά, δηλαδή στις 5 και στις 6 το απόγευμα, στις 10 βρίσκεται σπίτι του τις καθημερινές και επικρατεί νέκρα στους δρόμους. Τα Παρασκευοσάββατα η φάση παρατείνεται κάπως, αλλά και πάλι, πολλά μαγαζιά –μιλάμε για κλαμπ και όχι για απλά μπαρ ή παμπ– κλείνουν στις 3 το πρωί και οι περισσότεροι έχουν ήδη μεθύσει ως τα μεσάνυχτα, εκτός αν μιλάμε για μεγάλα φεστιβάλ μουσικής, που μπορεί να διαρκέσουν συνεχόμενα εικοσιτετράωρα. Η Αθήνα πάντα ήταν αλλιώς. Ο Αθηναίος έχει την πολυτέλεια να γυρίσει σπίτι του τις καθημερινές, να φρεσκαριστεί και να βγει στη συνέχεα. Ελάχιστα events θα ξεκινήσουν πριν από τις 10 το βράδυ, τα μπαρ σπάνια κλείνουν πριν από τις 2-3 τα ξημερώματα και τα Σαββατοκύριακα το φως του ήλιου μας βρίσκει συχνά για comfort food μετά το πιώμα. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που συνεχίζουν... Όσοι πρόλαβαν τις εποχές Παπαθεμελή, του οποίου ο νόμος για την τήρηση αυστηρού ωραρίου στα νυχτερινά μαγαζιά είχε προκαλέσει πρωτοφανείς αντιδράσεις στα '90s, θυμούνται με νοσταλγία τις συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος, που μετατρεπόταν κάθε βράδυ σε open air after-άδικο, καθώς και τα ευφάνταστα κόλπα που σκαρφιζόταν ο εκάστοτε ιδιοκτήτης για να παρατείνει όσο μπορούσε το ωράριο του μαγαζιού του, περνώντας απαρατήρητος από τους ελέγχους.
Επιστρέφοντας στο υπόγειο του Skullbar, ο Romylos βρίσκεται για τρίτη σεζόν στα decks. Μαζί με τον Mikele διατηρούν το κυριακάτικο residency του μαγαζιού και είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι, όπως μας λέει γελώντας, που επιτέλους βρήκαν πρωινή δουλειά. Ο ίδιος πάντα ανέβαινε σχετικά αργά στα decks, προτιμώντας συνήθως τα κλεισίματα των πάρτι με afterhour sets, αλλά είναι η πρώτη σεζόν που το κάνει συστηματικά. «Τα Σάββατά μου είναι κάπως μοιρασμένα» εξηγεί. «Κάποιες φορές ξεκουράζομαι και ξυπνώ γύρω στις 4, για να ανέβω στα decks στις 5. Άλλα σαββατόβραδα βγαίνω γιατί πρέπει να επισκέπτομαι κι άλλα μαγαζιά, στα οποία παίζουν συνάδελφοι. Καλώς ή κακώς, τα πιο σημαντικά πάρτι γίνονται Σάββατο». Τον ρωτάμε πότε το διαλύουν συνήθως και διστάζει. «Μπορεί όντως να ακούγεται κάπως προκλητικό για τους ανθρώπους που δουλεύουν, αλλά σπάνια θα φύγουμε πριν από τις 2 το μεσημέρι». Επιβεβαιώνει και ο ίδιος ότι, ειδικά φέτος, πολύς κόσμος αποφεύγει τη βαβούρα του σαββατιάτικου clubbing και επιλέγει να ξυπνήσει νωρίς την Κυριακή για να διασκεδάσει. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι τα πάρτι που στήνουν κάθε εβδομάδα τα παιδιά αποτελούν κομμάτι ποιοτικού κι εντελώς κονσεπτικού clubbing και όχι απλώς ένα μέρος για να ξημερωθούν όσοι έχουν γίνει λιώμα, πριν μαζευτούν στο σπίτι τους. Ο ίδιος πιστεύει ότι η τάση επανέρχεται σιγά-σιγά και το after θα αποτελέσει το επόμενο next best thing στην αθηναϊκή νύχτα/μέρα: «Το after είναι κουλτούρα. Είχε σταματήσει για πολλά χρόνια –συντέλεσε και η κρίση σε αυτό– και επανέρχεται σιγά-σιγά. Μακάρι κι άλλα μαγαζιά να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Skull και να έχει ο κόσμος λεφτά να διασκεδάζει και με αυτό τον τρόπο. Η αθηναϊκή νύχτα δεν έχει να ζηλέψει πολλά από το Βερολίνο. Απλώς, αυτούς που έχουν για residents εκεί, εμείς εδώ τους καλούμε ως guests».
Η Βασιλική A. είναι φανατική clubber και επισκέπτεται συχνά τα after-άδικα. Σε ένα διάλειμμα από τον ξέφρενο πρωινό χορό, μας εξηγεί ότι για να αποκτήσει ένα μαγαζί τη φήμη του after-άδικου, πρέπει να γίνει γνωστό στην πιάτσα ότι ανοίγει σταθερά αργά. «Με αυτήν τη λογική, το Casa Bostani δεν μπορεί να χαρακτηριστεί after-άδικο, ή το Πλυντήριο, επειδή κρατάνε ως αργά. Το Mo Better, ας πούμε, ήταν ένα πολύ αγαπημένο εξαρχειώτικο after-άδικο, πριν κλείσει». Σύμφωνα με τη Βασιλική A., συνήθως ο κόσμος που πηγαίνει σε after-άδικα είναι αυτός που του αρέσει να παρτάρει με τη γενική «rave on» έννοια. Η προσέλευση σε αυτά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο τι παίζει στα υπόλοιπα μαγαζιά εκείνο το βράδυ. Αν παίζουν δυνατά πάρτι που θα μαζέψουν κόσμο, πολλοί από αυτούς θα θέλουν να συνεχίσουν τη βραδιά τους κάπου αλλού.
«Μα, πώς αντέχετε τόσες ώρες;» είναι η επόμενη, κάπως μαμαδίστικη ερώτηση που δεν μπορούμε να μην κάνουμε, συμπληρώνοντας: «Τι φάση παίζει με τα drugs; Είναι high οι περισσότεροι εδώ;». «Κοίτα, δεν θα σου πω ψέματα ότι δεν παίζουν τα πάντα. Τα drugs είναι ένα στοιχείο που γενικά χαρακτηρίζει τη σκηνή και, ναι, σε κάποιο βαθμό ενδεχομένως θα πρέπει να κάνεις και "κάτι" για ν' αντέξεις». Στο μυαλό των υπόλοιπων clubbers αλλά και του μη εξειδικευμένου κοινού, ωστόσο, εξακολουθεί να φαίνεται κάπως weird το να βγαίνεις συστηματικά από ένα μαγαζί και όχι απλώς να έχει ξημερώσει αλλά η μέρα να έχει προχωρήσει αρκετά. Ρωτάμε τη Βασιλική A. αν νιώθει ότι «κάηκε» η μέρα της. «Για μένα, το χειρότερο είναι το καλοκαίρι που έχει ζέστη και σε βαράει ο ήλιος στο κεφάλι με το που βγεις έξω. Τον χειμώνα είναι εντελώς διαφορετικά, ειδικά όταν έχει συννεφιά. Είναι κάπως σαν να βγαίνεις πάλι στην πραγματικότητα από έναν κόσμο μουσικής, χαμόγελων, αγκαλιών και γέλιων και να πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου για να οδηγήσεις μέχρι το σπίτι. Φυσικά και είναι "καμένη" η μέρα σου όταν γυρίζεις σπίτι στη 1 και στις 2 το μεσημέρι. Απλώς ξέρεις ότι θα αφήσεις την επόμενη μέρα για recover».
Skullbar
Ιπποκράτους & Λ. Κατσώνη 11, Νεάπολη Εξαρχείων
Casa Bostani
Λεωφ. Αλεξάνδρας 34, Πεδίον του Άρεως
Μπάτμαν
Βρεσθένης 40, Νέος Κόσμος
σχόλια