Το σπίτι της Χριστίνας Μαυρίδη έχει επιρροές από το Παρίσι, τη Σενεγάλη και την Ελλάδα – διαφορετικοί κόσμοι που συνδυάζονται αρμονικά με το δικό της, ιδιαίτερο στυλ.
Η Χριστίνα μεγάλωσε και έζησε στο Παρίσι. Είναι Ελληνογαλλίδα, αλλά το σπίτι της έχει έντονα στοιχεία από την Αφρική και κομμάτια από ένα μπαρ που είχε ανοίξει η ίδια στο Κουκάκι. «Όταν έκλεισε το μπαρ, έφερα πολλά αντικείμενα στο σπίτι. Για παράδειγμα αυτόν τον πάγκο, στον οποίο τρώω και μου θυμίζει τη μπάρα του μαγαζιού», λέει με σπιρτάδα.
Άφησε πριν από εννέα χρόνια το Παρίσι και πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκατασταθεί στην Αθήνα, και δη στο Παγκράτι. «Η καθημερινότητα στην Αθήνα είναι πιο ανθρώπινη, οι ρυθμοί διαφορετικοί και το κλίμα θεσπέσιο. Ένιωσα ότι ήθελα να μεγαλώσει η κόρη μου σε ένα μέρος με ήλιο και θάλασσα».
Το Παγκράτι δεν το ήξερε ως περιοχή, αλλά αμέσως ένιωσε οικειότητα· ένιωσε την πλατεία Βαρνάβα ως μια αφετηρία από την οποία μπορούσε να πηγαίνει παντού με τα πόδια.
«Τις φωτογραφίες τις έχω σε όλα μου τα σπίτια, από το πρώτο σπίτι στο οποίο μετακόμισα στα δεκαοκτώ μου. Μου αρέσουν στον τοίχο, δίνουν ζωντάνια. Είναι σαν ζωντανό Ίνσταγκραμ. Είναι όλοι τους εκεί, φίλοι, οικογένεια, τους βλέπω καθημερινά και θυμάμαι τις χαρούμενες στιγμές».
Το Παγκράτι το αισθάνεται πλέον ως το δικό της «χωριό», που όμως είναι στην καρδιά της Αθήνας. «Με τον καιρό γνωρίζεις τους πάντες και αποκτάς μια σχέση πιο προσωπική μαζί τους. Στο Παρίσι, ενώ υπάρχουν γειτονιές, δεν είναι τόσο έντονη η ανθρώπινη επαφή». Άλλο ένα θετικό είναι ότι τα ενοίκια στην Αθήνα, παρόλο που έχουν ανέβει, ακόμα δεν συγκρίνονται με αυτά στο Παρίσι.
Της αρέσει, ωστόσο, η παριζιάνικη φινέτσα και η μίνιμαλ αισθητική. «Δεν μου αρέσουν τα πολλά έπιπλα, με πνίγουν». Λέει επίσης ότι αγαπά να διακοσμεί σπίτια. «Έχω μετακομίσει δώδεκα φορές».
«Τι έχεις μάθει απ’ όλες αυτές τις μετακομίσεις;» «Η μετακόμιση θέλει οργάνωση, και να μάθεις να πετάς τα περιττά. Για την ακρίβεια, να τα πετάς προτού μπεις στο νέο σπίτι. Μου πήρε χρόνια να μάθω να ξεφορτώνομαι τα άχρηστα. Πλέον πετάω υπερβολικά πολλά πράγματα. Ό,τι βλέπεις εδώ είναι μόνο όσα χρειάζομαι πραγματικά. Κρατάω λίγα αντικείμενα ή κάποια ρούχα με συναισθηματική αξία, τα βάζω σε μια κούτα και τα αποσύρω στο πατάρι. Δεν είμαι προσκολλημένη στο παρελθόν. Το ίδιο κάνω και με τα ρούχα. Αν κάτι δεν το έχω φορέσει για δύο χρόνια, είναι σημάδι ότι πρέπει να το δώσω. Μου αρέσουν πια οι ντουλάπες που αναπνέουν. Μόνο έτσι αντιλαμβάνεσαι και τα ρούχα που έχεις. Παλιά ήταν όλα στριμωγμένα και στο τέλος δεν ήξερα τι είχα».
Τη ρωτάω αν διατηρεί ακόμα τη συλλογή με τα 150 ζευγάρια ψηλοτάκουνα. Γελάει: «Αυτή είναι συλλογή», λέει, «τις συλλογές τις κρατάμε και τις ενισχύουμε».
Η Χριστίνα έχει σπουδάσει σχέδιο μόδας στο Παρίσι και ασχολείται χρόνια με διοργανώσεις και επιδείξεις μόδας, οπότε μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Παρισιού και Αθήνας, αφού διατηρεί και το διαμέρισμά της εκεί.
Τη ρωτάω αν αλλάζει με τα χρόνια το στυλ. «Φυσικά αλλάζει. Το ίδιο ισχύει και για τη διακόσμηση. Άλλες ανάγκες έχει στα είκοσι, άλλες στα σαράντα. Το κριτήριό μου σε όλα τα σπίτια που είχα στην Αθήνα ήταν το φως, γι’ αυτό διαλέγω πάντα τα ρετιρέ. Βέβαια, τα ρετιρέ το καλοκαίρι με τη ζέστη είναι πρόβλημα. Στο Παρίσι είναι δύσκολο να πετύχεις φωτεινό σπίτι με μπαλκόνι. Ζεις σε κάτι ποντικότρυπες και δίνεις 2.500 χιλιάδες ευρώ για λίγα τετραγωνικά».
«Άσε που τα σπίτια στο Παρίσι έχουν και ποντίκια», της λέω με φανερή αηδία, για να μου απαντήσει ότι στο Παρίσι έχεις ποντίκια, αλλά στην Ελλάδα έχεις κατσαρίδες. «Όποτε, τη φρίκη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν τη γλιτώνεις».
Απ’ το παράθυρό της «μπαίνει» το αστικό τοπίο. Τη ρωτάω αν την ενοχλεί η μπουγάδα του γείτονα.
«Αν θες το πιστεύεις, αλλά μου αρέσει που βλέπω τις κιλότες. Η μπουγάδα είναι μέρος της καθημερινότητας, σαν μια χορογραφία της ζωής. Κάποιος την απλώνει, μετά τη μαζεύει, υπάρχει κίνηση. Απ’ την άλλη πλευρά του σπιτιού βλέπω Λυκαβηττό και Ακρόπολη, όποτε μια χαρά, δεν κουράζεται το μάτι, υπάρχουν εναλλαγές».
Ο τοίχος της είναι γεμάτος φωτογραφίες από διάφορες φάσεις της ζωής της. Τη ρωτάω αν της αρέσει να βλέπει όλες αυτές τις αναμνήσεις κάθε μέρα.
«Ναι, τις φωτογραφίες τις έχω σε όλα μου τα σπίτια, από το πρώτο σπίτι στο οποίο μετακόμισα στα δεκαοκτώ μου. Μου αρέσουν στον τοίχο, δίνουν ζωντάνια. Είναι σαν ζωντανό Ίνσταγκραμ. Είναι όλοι τους εκεί, φίλοι, οικογένεια, τους βλέπω καθημερινά και θυμάμαι τις χαρούμενες στιγμές».
Μου εξηγεί το σκεπτικό της για τη διακόσμηση. «Το σπίτι το έχω μοιράσει σε χώρους. Εδώ είναι το καθιστικό με τις φωτογραφίες. Εδώ είναι η ζωή μου σε όλες της τις φάσεις. Εκεί είναι η δουλειά μου, ό,τι έχω κάνει στη μόδα. Και σε αυτόν τον τοίχο η ιστορία της οικογένειάς μου με την Αφρική. Ο παππούς είχε έναν δίδυμο αδερφό που έζησε στην Αφρική και ήταν καλλιτέχνης».
Μου δείχνει έναν πολύ ωραίο πίνακα που έχει ζωγραφίσει. Στη Σενεγάλη γνώρισε τη νονά της Χριστίνας, που ζούσε κι εκείνη εκεί, και μετά από χρόνια τής άφησε όλα της τα αντικείμενα από τη χώρα, τα οποία έχει βάλει επίσης με πολύ εμπνευσμένο τρόπο στον τοίχο.
Στο διαμέρισμά της έχει και πολλά αντικείμενα από το μπαράκι της στο Κουκάκι. «Έφερα το ιγκουάνα, τον κροκόδειλο, τα σκαμπό και άλλα μικροπράγματα». Ήταν μια εποχή ανεμελιάς το μπαρ, που θέλει να τη θυμάται.
Τη ρωτάω για τις ωραίες καρέκλες της τραπεζαρίας της. Είναι μιας ελληνικής εταιρείας που λέγεται Pardalis και εμπνέεται απ’ την αρχαιότητα. Μια άλλη ωραία πολυθρόνα είναι της επίσης ελληνικής εταιρείας Almeco. «Tους έψαξα τους Έλληνες σχεδιαστές και τους προτίμησα γιατί ήθελα να έχω και Ελλάδα στο σπίτι, μου αρέσει πολύ η λιτή αισθητική τους». Μου εξηγεί όμως ότι το σπίτι έχει και πολύ ΙΚΕΑ. «Στα πρακτικά το ΙΚΕΑ είναι top. Αν έχει μάτι, πάντα κάτι ωραίο βρίσκεις».
Της αρέσει να ψωνίζει και από παλαιοπωλεία, γιατί αγαπά το πάντρεμα του παλιού με το καινούργιο. Στο καθιστικό της έχει μια ταμειακή μηχανή της δεκαετίας του ’60 που δουλεύει κανονικά και ένα σταντ με ρούχα, αλλά και το ποδήλατό της.
«Γιατί τα ρούχα να είναι μόνο στο υπνοδωμάτιο; Τα βάζω όπου θέλω, είναι το δικό μου μανιφέστο. Να, σε αυτό το σταντ βάζω τα ρούχα που θα φορέσω μέσα στην εβδομάδα. Μου είναι βολικό και πρακτικό».
Τη ρωτάω τι είναι για εκείνη το σπίτι. «Το σπίτι είναι έμπνευση», μου λέει. Της αρέσει να δουλεύει από το σπίτι. «Πάντα δούλευα και στο σπίτι. Μου δίνει μια άλλη ποιότητα συγκέντρωσης, γι’ αυτό το χωρίζω. Έχω μια γωνιά εργασίας που σχεδόν την έχω κρύψει ώστε να μην τη βλέπω όταν τελειώνω τη δουλειά».
Η Χριστίνα αγαπά πολύ και τα φυτά μέσα στον χώρο της.
«Νιώθω τη φρεσκάδα τους. Είναι σαν να είμαι σε επαφή με τη φύση». Δεν αγαπά, όμως, τη φροντίδα τους. «Έρχεται ένας φίλος μία στο τόσο και με βοηθά, να ’ναι καλά», λέει με χαμόγελο. Οι δύο μαύρες γάτες της κουρνιάζουν στον χώρο.
«Επίτηδες τις διάλεξες μαύρες;» τη ρωτάω. «Ναι, για να σπάσω την προκατάληψη. Είναι υπέροχες».
Τη ρωτάω πού αράζει περισσότερο. «Κάθομαι αρκετά στα σκαμπό του μπαρ. Εδώ τρώω και πίνω το κρασί μου και καθόμαστε όταν έρχονται φίλοι. Είναι σαν μπαράκι στο σπίτι». «Μουσική ακούς στο σπίτι;» «Ναι, γαλλικά τραγούδια», απαντά. «Όταν ήμουν στην Γαλλία άκουγα σταθερά ελληνική μουσική, απ’ όταν ήρθα Ελλάδα ακούω μόνο γαλλικά. C’est fou», λέει.
Της ζητάω να μου βάλει το αγαπημένο της τραγούδι αυτή την εποχή και μου μαθαίνει την Clara Luciani και το «Le reste», που γίνεται και δικό μου κόλλημα – το ακούω την τελευταία εβδομάδα στη διαπασών.