H Σοφία

H Σοφία Facebook Twitter
0



ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΕ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ της όλο το βράδυ. Αν και είχε μια κουραστική ημέρα στη δουλειά, ο ύπνος δεν της έκανε το χατίρι.


Ήταν ανήσυχη. Δεν είχε καλή διάθεση. Μια ματιά να της έριχνε κανείς θα το είχε σίγουρα καταλάβει.


Το πρόσωπό της, πάντα την πρόδιδε. Σαν ένας καμβάς με έντονα χρώματα, πολύ ξεκάθαρα. Παραπάνω από όσο θα ήθελε.

Σηκώθηκε και έκανε βόλτες μέσα στο σπίτι. Τίποτα, τζίφος. Κάτι την ενοχλούσε. Tι ήταν αυτό το κάτι; Μπορούσε με κάποιο τρόπο να το μάθει; Για να κοιμηθεί τέλος πάντων, όχι τίποτα άλλο. Αποφάσισε να βγει να καθίσει στο μπαλκόνι. Ο καθαρός αέρας πάντα την βοηθούσε να σκεφτεί πιο καθαρά.

Είχε μια πρωτόγνωρη ηρεμία, αν σκεφτείς πως βρισκόταν μέσα σε πόλη. «Τι ανακουφιστικό!», σκέφτηκε.


«Μπορώ και ακούω τις σκέψεις μου. Ίσως είναι μια καλή ώρα αυτή να τα πούμε λιγάκι εαυτέ μου, ε, τι λες;».


Το συνήθιζε αυτό. Όταν, πολλές φορές, ρητά δεν μπορούσε να βρει άκρη, έπιανε το μέσα της μπας και ξεδιαλύνει το γρίφο.

- Θέλεις να μου πεις τι συμβαίνει;

- Δεν ξέρω εαυτέ. Αν ήξερα, σίγουρα δεν θα κάναμε αυτή την κουβέντα τώρα. Μάλλον θα κοιμόμουν. 

- Ξεκίνα από το πώς νιώθεις. Και όλα θα βρουν το δρόμο τους.

Κοίταξε τον ουρανό, προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτή την απλή ερώτηση. Μα δεν στάθηκε καθόλου εύκολο. Ένιωθε βλέπεις τόσα,
που δεν ήξερε από που να αρχίσει.

Κουρασμένη ένιωθε. Κουρασμένη να προσπαθεί να αλλάξει καταστάσεις που προφανώς δεν θα άλλαζαν ποτέ.


Κουρασμένη να προσπαθεί και η προσπάθεια να καταλήγει στο κενό. Κουρασμένη να μην ξέρει σε τι να ελπίσει και αν αυτά στα
οποία ελπίζει αξίζουν το χρόνο και την ενέργειά της. Είχε βαρεθεί να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, μόνο και μόνο για να μαλακώσει την απογοήτευση που ένιωθε.

Τις προσδοκίες της έπρεπε να κατηγορεί και τα μυαλά της. Έκανε όνειρα βλέπεις. Ένιωθε πολύ. Επένδυε χρόνο.


Μα ποια ήταν η λύση; Να ονειρεύεται λιγότερο; Να μην ελπίζει; Να μην προσδοκάει; Θα ήταν άραγε τότε ελεύθερη όπως θα έλεγε
ο Καζαντζάκης;

Ήξερε πολύ καλά πως η οποιαδήποτε προσπάθεια να αλλάξει μυαλά ήταν δύσκολη. Όχι γιατί δεν μπορούσε. Μα να, κάθε φορά που σκόνταφτε και έπεφτε, πάντα υποσχόταν πως την επόμενη φορά τα μάτια της θα τα είχε στο δρόμο και όχι στον ουρανό. Τα μυαλά της όμως δεν μπορούσαν χωρίς όνειρα, χωρίς ουρανό. Το λαχταρούσε αυτό το ανάλαφρο που μόνο τα όνειρα μας φέρνουν.

Τελικά, μάλλον η λύση ήταν μία. Αλλά θα έκανε πολύ καιρό ακόμη για να την πιάσει στα χέρια της.


Άκουγε στο όνομα Σοφία. Η Σοφία ερχόταν με τον καιρό. Λένε πως δεν είναι πολύ όμορφη μα έρχεται με πολλές βαλίτσες.

Σε μαθαίνει, λένε, να διαλέγεις σωστά, να μαθαίνεις τι αξίζει και τι όχι. Να κρατάς τα καλά και τα κακά από το καθετί.


Να μην σκορπάς το χρόνο σου στον άνεμο. Να μην έχεις επιθυμία να σου αναγνωρίσει κανείς και τίποτα.

Θα περιμένει λοιπόν.


Τη Σοφία, για να μάθει να επιλέγει.


Το Χρόνο, που όλα τα απαλύνει.


Και την Ελπίδα, στα καλύτερα που θα ξημερώσουν.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ