ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΦΕΤΟΣ μία από τις παραδοσιακές ατραξιόν του ελληνικού παραθερισμού, τουλάχιστον μέχρι τέλη Ιουλίου. Μετά βλέπουμε (τοίχο-τοίχο κι όπως κάτσει το πάμε έτσι κι αλλιώς το ζήτημα με την πανδημία). Αν τα μαντάτα μέχρι τότε δεν είναι (ακόμα) πιο ανησυχητικά, μπορεί και να επιτραπούν στο αυγουστιάτικο χάος, παρότι μια τέτοια απόφαση δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Τα πανηγύρια είναι ο ορισμός του συνωστισμού και της κατάργησης κάθε κοινωνικής απόστασης, ειδικά στα νησιά, όπου γίνονται ένα κουβάρι ντόπιοι, απόδημοι, Αθηναίοι, ξένοι, αγκαλιασμένοι σε κατάσταση διονυσιακής μέθεξης μέχρι το πρωί.
Αν ισχύσει η απαγόρευση και τον Αύγουστο, κάποια ίσως διεξαχθούν στη ζούλα, ως κάποιου είδους πράξη «αντίστασης». Η αλήθεια είναι ότι για πολύ κόσμο τα πανηγύρια είναι σημαντικά και συνδέονται άρρηκτα τόσο με την κορύφωση των διακοπών όσο και με μια ιδέα – ή ένα ιδεολόγημα – περί παράδοσης, ασχέτως του αν τα τραγούδια που ακούγονται στα περισσότερα πανηγύρια ανήκουν πλέον σε ένα σύγχρονο, μετα-παραδοσιακό μόρφωμα που συχνά πνίγεται με τη σειρά του στην κακοφωνία της μικροφωνικής εγκατάστασης και ενός ακατάστατου και αυτοαναφορικού ποτ-πουρί επιτυχιών του είδους.
Δεν έχει και τόση σημασία όμως – τα περισσότερα πανηγύρια δεν απευθύνονται στους θηρευτές του «αυθεντικά» παραδοσιακού. Σημασία έχει η συνεύρεση με τον υπόλοιπο πληθυσμό του νησιού σε συνθήκες δημοκρατικής «έκστασης».
Στην Κρήτη, πάλι, όπου μας πήγαινε καμιά φορά ο πατέρας μου, η αντίστοιχη εμπειρία ήταν απλώς εξαντλητική – τα πανηγύρια ήταν επικά (σαν την «Ιλιάδα» μάλλον, παρά σαν τον «Ερωτόκριτο») και έμοιαζαν να διαρκούν πολλά μερόνυχτα.
Ακόμα και όσοι από εμάς απλώς τα ανεχόμαστε ως αναπόσπαστο κομμάτι του σκηνικού των διακοπών, πηγαίνουμε στο πανηγύρι του νησιού, συμμετέχουμε έστω και διακριτικά στην ντίρλα, «ψυχεδελιαζόμαστε» από την ατμόσφαιρα και ενδεχομένως ρίχνουμε κουτσά-στραβά και καμιά γύρα στην πίστα.
Με εξαίρεση κάποιες εικόνες από συνοικιακές ή ηπειρωτικές γιορτές πολιούχων αγίων που εμπίπτουν περισσότερο στην κατηγορία της vintage εμποροπανήγυρης (με πάγκους μικροπωλητών αλλά και μαλλί της γριάς, ενώ το ημερολόγιο γράφει 2020 – μόνο ο «γύρος του θανάτου» λείπει), δεν νομίζω να έχω βρεθεί ποτέ σε αυτό που λένε αυθεντικό παραδοσιακό πανηγύρι, εκτός από μία φορά ίσως, και μάλιστα στη Μύκονο, όπου κάποιοι πολύ ψαγμένοι μάς είχαν πάει στο πανηγύρι μιας εκκλησίας ενός χωριού που δεν θυμάμαι το όνομά του.
Δεν ήταν άσχημα, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιο διασκεδαστικό το μπάχαλο και πιο ενδιαφέρων ο πολύβουος και πολυποίκιλος θίασος που συνωστίζεται στα μαζικά πανηγύρια.
Οι πρώτες μου εμπειρίες –και τα πρώτα μεθύσια– από τέτοια πανηγύρια ήταν τα καλοκαίρια στην Κεφαλονιά, με τραγουδιστή τοπικό σταρ και ηλεκτρική μπάντα που «κένταγε» στα πλήκτρα και έπαιζε ένα ευρύτατο φάσμα τραγουδιών για χορό – από μπάλους και χασοποσέρβικα μέχρι συρτάκια και slow. Στην Κρήτη, πάλι, όπου μας πήγαινε καμιά φορά ο πατέρας μου, η αντίστοιχη εμπειρία ήταν απλώς εξαντλητική – τα πανηγύρια ήταν επικά (σαν την Ιλιάδα μάλλον, παρά σαν τον Ερωτόκριτο) και έμοιαζαν να διαρκούν πολλά μερόνυχτα.
Ως μεγάλος, η μόνη μου σταθερή εμπειρία πανηγυριού είναι το πανηγύρι στην Ανάφη, γύρω στα τέλη Αυγούστου, το οποίο, παρότι μικρής σχετικά κλίμακας, συμπεριλαμβάνει όλα αυτά τα στοιχεία προσωρινής κοινωνικής συνοχής (παρότι έχω πετύχει και επεισόδια μετά ξύλου μια-δυο φορές, ανάμεσα σε φράξιες ντόπιων και ελεύθερων κατασκηνωτών κυρίως) και συλλογικής μέθεξης που κάνουν τον συγκεκριμένο θεσμό τόσο υπερβατικό και υπεράνω κριτικής. Ή τα αγαπάς τα πανηγύρια ή αγαπάς να τα μισείς (πηγαίνεις όμως).
Δεν έχω ιδέα αν θα γίνουν φέτος. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Εδώ δεν έχουμε ιδέα αν θα καταφέρουμε να πάμε αυγουστιάτικες διακοπές – και λόγω της πανδημίας αλλά και λόγω του προϋπολογισμού που αυτή πετσόκοψε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια