Η Νορβηγία σχεδιάζει να επεκτείνει την εξόρυξη πετρελαίου σε μέχρι πρότινος ανέγγιχτες περιοχές της Αρκτικής, μία κίνηση, που σύμφωνα όσους εναντιώνονται, θα απειλήσει το εύθραυστο οικοσύστημα ενώ θα μπορέσει να προκαλέσει ένταση με τη Ρωσία.
Η δημόσια διαβούλευση για το άνοιγμα εννέα νέων νορβηγικών πετρελαιοπηγών έκλεισε την Τετάρτη. Οι επίμαχες περιοχές βρίσκονται πολύ πιο βόρεια στην Αρκτική από εκείνες που παραχώρησε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ νωρίτερα αυτόν τον μήνα. Οι ειδικοί κρούουν των κώδωνα του κινδύνου τόσο για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις όσο και για την ενδεχόμενη κερδοφορία.
Παράλληλα επισημαίνουν ότι η απόφαση ανταγωνίζεται τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη του Σβάλμπαρντ η οποία ρυθμίζει τη δραστηριότητα στην εν λόγω περιοχή. Σύμφωνα με τη συνθήκη, το αρχιπέλαγος του Σβάλμπαρντ ανήκει και κυβερνάται από τη Νορβηγία, αλλά τα κράτη που έχουν υπογράψει επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τους φυσικούς του πόρους και να διεξάγουν έρευνες. Μόνο η Νορβηγία και η Ρωσία εκμεταλλεύονται οικονομικά το αρχιπέλαγος του Σβάλμπαρντ.
Ο Ilan Kelman, καθηγητής στο UCL και στο νορβηγικό πανεπιστήμιο του Agder στη Νορβηγία, αναφέρει πως οι εξορύξεις πετρελαίου στις αρκτικές περιοχές δεν είναι ασφαλείς. «Πέρα από την κλιματική αλλαγή, η Αρκτική είναι ένα πολύ σκληρό μέρος. Πολλά μπορούν να πάνε στραβά και όταν κάτι πάει στραβά μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Από την πλευρά του ο Helge Ryggvik, από το Πανεπιστήμιο του Όσλο, που ειδικεύεται στην ιστορία του πετρελαίου υποστηρίζει πως η κίνηση της Νορβηγίας αποτελεί προϊόν της πετρελαϊκής κρίσης η οποία επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
H Νορβηγία έθεσε το νότιο όριο των θαλάσσιων πάγων, νότια από το Σβάλμπαρντ τον Ιούνιο. Οι έρευνες για πετρέλαιο βορειότερα από το σημείο αυτό απαγορεύονται. Σύμφωνα με τον Ryggvik η Νορβηγία πλησιάζει το όριο όπου οι πετρελαϊκές έρευνες θα γίνουν αποδεκτές από τα άλλα κράτη.
Πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις, ανάμεσά τους το WWF και η Greenpeace, σε ανοιχτή επιστολή προς την κυβέρνηση της χώρας, επισημαίνουν ότι δίνονται άδειες σε περιοχές όπου απαγορεύεται τόσο από το υπουργείο Περιβάλλοντος όσο και από αλλά αρμόδια νορβηγικά ινστιτούτα. «Δεδομένου ότι δεν έχουμε ακόμη την τεχνολογία να καθαρίσουμε πετρελαιοκηλίδες στο Αρκτικό περιβάλλον, δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσουμε την υπεράκτια εξόρυξη», αναφέρει ο Kelman.
Από την πλευρά του ο Erlend Jordal, πολιτικός σύμβουλος στο νορβηγικό υπουργείο Πετρελαίου και Ενέργειας, αναφέρει ότι μία ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της Θάλασσας του Μπάρεντς στην εξόρυξη πετρελαίου πριν από 30 χρόνια. Σύμφωνα με τον ίδιο, η νοτιοανατολική Θάλασσα του Μπάρεντς, «άνοιξε» με ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση το 2013 και μετά από συμφωνία με τη Ρωσία. Ο Jordal κάνει λόγο για «μακρά εμπειρία» της Νορβηγίας στις εξορύξεις πετρελαίου εκεί και επισημαίνει μεταξύ άλλων πως η χώρα έχει «τους αυστηρότερους κανονισμούς υγείας και ασφάλειας στον κόσμο».
«Γνωρίζουμε πως τα ορυκτά καύσιμα είναι πεπερασμένα (...). Η Νορβηγία, και άλλες χώρες έχουν τώρα την ευκαιρία να μειώσουν τη χρήση και την εξόρυξη των ορυκτών καυσίμων. Κοιτάζοντας προς το μέλλον, η Νορβηγία θα μπορούσε να ασκήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα ώστε να κάνει κάτι καλύτερο για τον άνθρωπο», αναφέρει ο Kelman.
Σε κίνδυνο οι σχέσεις με τη Ρωσία
Η Νορβηγία ωστόσο θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις της με τη Ρωσία για την οποία η περιοχή έχει μεγάλη στρατηγική σημασία. Σύμφωνα με τον Ryggvik, τα τελευταία χρόνια η Ρωσία εκσυγχρονίζει τον στόλο των πυρηνικών υποβρυχίων που αναπτύσσεται στην περιοχή και επεκτείνει τη στρατιωτική της παρουσία στο κοντινό το αρχιπέλαγος «της γης του Φραγκίσκου Ιωσήφ».
«Επισήμως η Ρωσία υποστηρίζει τη συνθήκη, αλλά η δραστηριοποίηση της Νορβηγίας σε προηγουμένως ανέγγιχτη περιοχή θα μπορούσε να εκληφθεί ως επιθετική», επισημαίνει ο Ryggvik.
Η προθεσμία υποβολής αιτήσεων για παραχωρήσεις έχει οριστεί στις αρχές του 2021, με σκοπό αυτές να χορηγηθούν σύντομα.
Με πληροφορίες από Guardian
σχόλια