Ζημιές ύψους 28 τρισ. δολαρίων έχει προκαλέσει η δραστηριότητα των μεγαλύτερων επιχειρήσεων παγκοσμίως στο κλίμα, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του κορυφαίου πανεπιστημίου Dartmouth College, με έδρα τις ΗΠΑ.
Η έρευνα επιχειρεί να δημιουργήσει μια επιστημονικά τεκμηριωμένη βάση για την οικονομική λογοδοσία των εταιρειών που ρυπαίνουν περισσότερο, ανάλογη με αυτή που οδήγησε κάποτε τις καπνοβιομηχανίες σε αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, εστιάζει σε 111 εταιρείες, με το ήμισυ και πλέον των ζημιών να αποδίδεται σε δέκα γίγαντες των ορυκτών καυσίμων: Saudi Aramco, Gazprom, Chevron, ExxonMobil, BP, Shell, National Iranian Oil Co., Pemex, Coal India και British Coal Corporation.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της ζημίας, τα 28 τρισ. δολάρια είναι σχεδόν ισοδύναμα με το ΑΕΠ των ΗΠΑ για το 2023. Οι δύο πρώτες στη λίστα, Saudi Aramco και Gazprom, ευθύνονται η καθεμιά για πάνω από 2 τρισ. δολάρια σε ζημιές, μόνο από θερμικά φαινόμενα, δηλαδή χωρίς να υπολογίζονται επιπτώσεις από πλημμύρες, ξηρασίες ή τυφώνες.
Πώς υπολογίστηκαν οι ζημιές κάθε εταιρείας
Η μελέτη βασίζεται σε μοντέλα που χαρτογραφούν τις εκπομπές άνθρακα κάθε εταιρείας από το 1886 έως σήμερα και χρησιμοποιεί 1.000 προσομοιώσεις για να υπολογίσει πόσο αυτές οι εκπομπές έχουν επηρεάσει τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία. Οι ερευνητές στη συνέχεια συσχέτισαν τις θερμικές μεταβολές με οικονομικές απώλειες, υπολογίζοντας, για παράδειγμα, ότι η δραστηριότητα της Chevron αύξησε τη θερμοκρασία του πλανήτη κατά 0,025°C.

Παρότι καμία αγωγή για κλιματική ζημία δεν έχει καταλήξει ακόμα σε καταδικαστική απόφαση κατά μεγάλης εταιρείας, οι επιστήμονες πίσω από τη μελέτη πιστεύουν ότι τα στοιχεία αυτά ενισχύουν τη νομική βάση για αξιώσεις αποζημιώσεων. «Μέχρι πρότινος, υπήρχε το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιο μόριο CO₂ προκάλεσε τι», σημειώνει ο συγγραφέας της μελέτης Κρίστοφερ Κάλαχαν. «Τώρα ξέρουμε».
Επιστήμονες που δεν συμμετείχαν στη μελέτη χαρακτήρισαν τα ευρήματα αξιόπιστα και τη μεθοδολογία εύρωστη. Όπως υπογράμμισε η Φρίντρικε Ότο από το Imperial College του Λονδίνου, «αυτός ο τύπος έρευνας είναι το επόμενο βήμα μετά την αποτίμηση ακραίων καιρικών φαινομένων. Όσο περισσότερο αναπαράγεται, τόσο ισχυρότερη γίνεται η επιστημονική τεκμηρίωση».
Παρότι υποστήριξε ότι η μελέτη του Dartmouth είναι μία «καλή άσκηση», ο Μάικλ Μαν, κλιματολόγος του Πανεπιστημίου της Πενσιλβανία που δεν συμμετείχε στην έρευνα, ανέφερε ότι υπάρχουν τόσες πολλές άλλες κλιματικές μεταβολές. Έτσι, δήλωσε ότι οι συντελεστές της μελέτης ενδέχεται να υποεκτίμησαν το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσαν στο κλίμα οι εταιρικοί κολοσσοί.
Με πληροφορίες από Associated Press