Η σχέση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (20 Μαρτίου 1931 – 11 Αυγούστου 2020) με τη μουσική, έτσι όπως αυτή αποκαλύπτεται, μέσα από τα κείμενα, τα ποιήματα και τις εκδόσεις του, δεν ήταν επιφανειακή. Μπορεί ο ίδιος ο ποιητής και εκδότης να είχε πει πως ήταν «αφιερωμένος στην ποίηση» (1994) και πως δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική, όμως στην πράξη η σχέση αυτή υπήρξε στενή για πάρα πολλά χρόνια. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στη ρεμπέτικη και λαϊκή μουσική, στα τραγούδια του Τσιτσάνη και των άλλων, τα οποία ο Χριστιανόπουλος υπεραγαπούσε (μπορείτε να δείτε κι εδώ), μα και σε άλλου είδους μουσικές, που έμοιαζαν ή και ήταν αποκομμένες από την καθημερινότητα.
Γενικά, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αγαπούσε και αναδείκνυε ό,τι ήταν εξορισμένο, ό,τι ήταν περιθωριοποιημένο στην καθημερινότητα (συγκεκριμένα πρόσωπα, εθνικές ή κοινωνικές ομάδες, καλλιτεχνικές όψεις και δημιουργήματα). Και μέσα σ' αυτό το σκηνικό έτρεφε καλή άποψη και για την τζαζ ή και για άλλες μουσικές, στις οποίες αναγνώριζε λαϊκές, αυθεντικές καταβολές και ταυτόχρονα ένα κυνήγι από τις πάσης φύσεως εξουσίες.
Η σχέση του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τη μουσική φαίνεται, αν θέλετε, και από δύο πολύ μικρά ποιήματά του, τα οποία είχαν δημοσιευθεί το 1966.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος φαίνεται πως υπεράσπισε την τζαζ πριν ακόμη και από το ρεμπέτικο τραγούδι, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '50.
Τα τζουκ-μποξ ή ηλεκτρόφωνα ή και τζιου-μποξ (κατά πώς προφέρονται στα εγγλέζικα) έχουν γεμίσει όχι μόνο τις λαϊκές ταβέρνες, μα και τα σφαιριστήρια, τα «ποδοσφαιράκια», τα στέκια τέλος πάντων της νεολαίας. Τα παιδιά στέκονται μπροστά από τα μηχανήματα, ρίχνουν το κέρμα στη σχισμή, «πατάνε» (επιλέγουν) τα τραγούδια και ακούνε ή κάνουν πως ακούνε. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος παρατηρεί...
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ
μπροστά στο ηλεκτρόφωνο
δυο λαϊκά παιδιά
ακούνε με κατάνυξη
ποιος ξέρει τι να γίνεται μέσα τους
το πέτσινο μοντγκόμερυ
τα κρύβει όλα
ΤΖΙΟΥ-ΜΠΟΞ
λογιώ λογιώ κουμάσια
γύρω απ' το τζιου-μποξ
άλλος μπανίζει άλλος διπλαρώνει
κανείς δε νοιάζεται για μουσική
Στο πρώτο ποίημα πρωταγωνιστούν δύο λαϊκά παιδιά, που στέκονται μπροστά από το τζουκ-μποξ, ακούνε με προσοχή, με κατάνυξη, ενώ φοράνε δερμάτινα μοντγκόμερι, που κρύβουν, κατά τον ποιητή, τον εσωτερικό τους κόσμο, τα συναισθήματά τους. Τι μουσική να ακούνε άραγε; Αν κρίνουμε από το ντύσιμό τους, πιθανώς «αμερικάνικα». Κάποιο ερωτικό τραγούδι της εποχής. Ή κάποια μπαλάντα, κάποιο μπλουζ. Η νεολαία του '66 τέτοια άκουγε κυρίως, «αμερικάνικα». Μπλουζ και σέικ.
Στο δεύτερο ποίημα, που είναι της ίδιας εποχής, τα λαϊκά παιδιά, έχουν δώσει τη θέση τους σε μια παρέα από... κουμάσια. Τεντυμπόυδες να τα πούμε, γιεγιέδες, «μπήτληδες»... τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Η μουσική που ακούνε –και πάλι μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή θα ήταν μοντέρνα– είναι απλώς το προκάλυμμα για να κάνουν διάφορα. Τους δίνει θάρρος, πατάνε πάνω σ' αυτήν, προκειμένου να δείξουν τις ατίθασες συμπεριφορές τους. Ο ποιητής ενοχλείται, ενώ εμφανίζεται σκεπτικός σε σχέση με τη μουσική, που παραμένει στο background και ακούγεται ερήμην τους.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος φαίνεται πως υπεράσπισε την τζαζ πριν ακόμη και από το ρεμπέτικο τραγούδι, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '50. Είναι γνωστή η διάλεξή του «Η μορφή της μάνας στα ρεμπέτικα τραγούδια» (13 Μαΐου 1954), η εισαγωγή της οποίας είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Ελληνικός Βορράς, την επόμενη μέρα (14 Μαΐου 1954). Από μιαν αφήγηση του ποιητή στο περιοδικό Θεσσαλονικέων Πόλις (#13/36, Ιούνιος 2011), αναφορικά με τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, διαβάζουμε τα εξής σε σχέση με την τζαζ:
«Από την άλλη μεριά, εμείς λίγο-πολύ είχαμε αυτό που θα λέγαμε εχέγγυα εθνικοφροσύνης. Δεν ήμασταν ύποπτοι για αριστερές αποκλίσεις. Άλλωστε, δεν είχε ξεφύγει πια ρουθούνι. Όσοι δεν είχαν σκοτωθεί στα βουνά είχαν πάει στις εξορίες. Εμείς πια ήμασταν τα αγγελούδια της αστικής κοινωνίας, καλά παιδιά από καλές οικογένειες, από καλά σωματεία, κατηχητικά και τέτοια. Δεν υπήρχε υποψία. Και όμως από αυτά τα καλά παιδιά άρχισε σιγά σιγά να ξεφυτρώνει το αίτημα ενός συνδικαλισμού. Ως τότε κάτι μικροκινήματα ήταν καπελωμένα, δεν μπορείτε να φανταστείτε από ποιόν: από την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών. Υπήρχε και αυτό το φρούτο. Μια Υπηρεσία εντεταλμένη να κάνει κάτι σποραδικές πνευματικές εκδηλώσεις· θυμούμαι, ας πούμε, ότι το 1953, στα εντευκτήρια αυτής της Υπηρεσίας εγώ έκανα μια διάλεξη, από τις πρώτες μου, με τίτλο 'Μια υπεράσπιση της τζαζ'. Για πρώτη φορά είχε γίνει κάτι τέτοιο πράγμα, να υπερασπιστώ την τζαζ, η οποία ήταν πανούκλα – το λιγότερο. Πανούκλα για τους πάντες».
Δεν έχουμε στοιχεία για το τι μπορεί να είπε, τότε, το 1953, για την τζαζ, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ενώ επίσης δεν γνωρίζουμε γιατί ακριβώς την αποκαλούσε «πανούκλα για τους πάντες». Ότι, δηλαδή, την απέφευγαν οι πάντες, σαν κάτι κολλητικό και επικίνδυνο.
Σίγουρα τζαζ μουσική ανιχνευόταν και με το παραπάνω στο μουσικό θέατρο (οπερέτα, επιθεώρηση), στο ελαφρό ελληνικό τραγούδι κ.λπ. ήδη από την δεκαετία του 1920, ενώ στην Θεσσαλονίκη, ακόμη και επί Κατοχής, υπήρχαν η Ορχήστρα Συμφωνικής Τζαζ του Γερμανικού Ραδιοφωνικού Σταθμού (1941-1944), η τζαζ ορχήστρα του Αλέκου Σπάθη, καθώς και άλλη δραστηριότητα.
Βεβαίως τα πράγματα άλλαζαν πολύ γρήγορα, γιατί άλλαζαν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Άλλο Μεσοπόλεμος, άλλο Κατοχή, άλλο τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, άλλο Εμφύλιος και άλλο μετεμφυλιακή εποχή.
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, ακόμη και στην Αθήνα η τζαζ μοιάζει να εγκαταλείπεται από τους φίλους της καθώς κλείνει η Ρυθμική Λέσχη, τον Ιούλιο του '51, οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις περιορίζονται, και γενικώς η τζαζ (ή τουλάχιστον ένα κομμάτι της) συνδέεται με τα καταγώγια, τα κακόφημα νυχτερινά κέντρα κ.λπ.
Πιθανώς αυτό να εννοούσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, όταν έγραφε για «πανούκλα». Πως για την «καλή κοινωνία» η τζαζ, στα πρώτα χρόνια του '50, ήταν συνυφασμένη με την «αμαρτία», και πως άξιζε, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, να βγει και να την υπερασπίσει. Το ίδιο θα έπραττε εξάλλου για το κυνηγημένο ρεμπέτικο, τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τους παραγνωρισμένους και περιθωριοποιημένους ποιητές, λογοτέχνες, εικαστικούς κ.λπ.
Η πρώτη φάση της Διαγωνίου (1958-1962)
Στις αρχές του 1958 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος οργανώνει και κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος, με την καλλιτεχνική επιμέλεια του Καρόλου Τσίζεκ. Έχει αξία να μεταφέρουμε ένα μικρό σημείωμά του από εκείνο το πρώτο τεύχος.
«Η μικρή αυτή έκδοση βγαίνει σα μια διαμαρτυρία ενός νέου (σ.σ. ο Χριστιανόπουλος ήταν τότε 27 ετών), που, επιμένοντας στην πνευματική του ακεραιότητα, κινδυνεύει να μείνει στο περιθώριο. Είναι λυπηρό και αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς ως πιο σημείο φτάνει η συναλλαγή ανάμεσα στους "πνευματικούς" ανθρώπους. Εκδότες, διευθυντές περιοδικών, καθιερωμένοι λογοτέχνες, ακόμα και δημοσιογράφοι, γυρεύουν και απαιτούν ανταλλάγματα. Κάθε δημοσίευση σε περιοδικό προϋποθέτει πολλές κολακείες, πολλές υποχωρήσεις σε πρόσωπα και ιδεολογίες. Και μέσα σ' αυτή την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, όσοι αρνούνται κάθε συμβιβασμό, παραμερίζονται από τους φαύλους με τις ελαστικές συνειδήσεις. Βέβαια, εκείνο που τελικά δικαιώνει το έργο μας, είναι μονάχα η ποιότητά του – αλλά πώς να βρει απήχηση η δουλιά μας, αν μένει διαρκώς στο συρτάρι; Γι' αυτό αποφασίστηκε η έκδοση της Διαγωνίου, με την ελπίδα πως η ατομική αυτή προσπάθεια γρήγορα θα βρει ανταπόκριση, ώστε σιγά-σιγά να αποτελέσει τον πυρήνα ενός περιοδικού νέων».
Φαίνεται λοιπόν πως ο Ν. Χριστιανόπουλος δημιουργεί ένα περιοδικό, μέσω του οποίου θέλει να πάει κόντρα σε ποικίλα κατεστημένα (ένα ήταν, οπωσδήποτε, το αθηναϊκό εκδοτικό κατεστημένο, ένα άλλο το τοπικό κοινωνικό κ.ο.κ). Επιλέγει λοιπόν τη θεματολογία και τους συνεργάτες του μ' ένα τέτοιο σκεπτικό. Βρέθηκε, σίγουρα, πολύ κοντά, με ανθρώπους που θα μπορούσε να στηρίξουν απόψεις σαν και τις δικές του, αλλά χωρίς την ειδικότερη δική του διάθεση, για μικρές ή μεγαλύτερες ανατροπές, τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβεί.
Η Διαγώνιος τον δικαίωσε. Το περιοδικό ήταν στις επάλξεις, με κάποια κενά, από το 1958 έως το 1983, για ένα διάστημα 25 χρόνων δηλαδή (δεν το λες λίγο), με τις Εκδόσεις Διαγωνίου (ξεκίνησαν το 1962) να βρίσκονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων πολύ περισσότερα χρόνια.
Το 1960, στο πρώτο τεύχος εκείνης της χρονιάς, ένα νέο παιδί, ένας νέος άνθρωπος, ο 20χρονος τότε Σάκης Παπαδημητρίου, δίνει το πρώτο κείμενό του για την τζαζ στο περιοδικό. Είχε τίτλο «Μικρή Εισαγωγή στην Τζαζ» και στην αρχή του διαβάζουμε:
«Η τζαζ πρωτοεμφανίστηκε στο Στόρυβιλλ της Νέας Ορλεάνης. Δημιουργήθηκε ύστερα από βαθμιαία ανάμειξη διαφόρων μορφών μουσικής, με κύριο συντελεστή τα τραγούδια των νέγρων και την επίδραση πολλών προσωπικοτήτων. Είναι γνωστό ότι οι νέγροι έφεραν στην Αμερική την πρωτόγονη αφρικανική μουσική τους. Στη Νέα Ορλεάνη όμως, όπου γίνονταν το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο, οι επιδράσεις ήταν πολλές και ποικίλες. Χρονολογικά προηγούνται οι προτεσταντικοί ύμνοι των άγγλων και σκώτων αποίκων του 17ου και 18ου αιώνα. Κατά το 19ο αιώνα αποίκησαν οι Ιρλανδοί και οι Γερμανοί και έφεραν τη δική τους λαϊκή μουσική και τους δικούς τους λαϊκούς χορούς. Οι νέγροι δούλοι έφεραν το ρυθμό τού ταμ-ταμ και τον αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό, οι πουριτανοί τις μεταφράσεις θρησκευτικών ποιημάτων και οι Ισπανοί τους ιδιότυπους λαϊκούς χορούς τους.(...)».
Αυτά και άλλα πολλά γράφει ο Σάκης Παπαδημητρίου, ενώ στη συνέχεια εξετάζει «Τα μπλουζ» και την σημασία τους στην διαμόρφωση της τζαζ.
Ένα παιδί 20 ετών να γράφει για την τζαζ, το 1960, δεν ήταν κάτι σύνηθες. Ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ακόμη και σήμερα, εξάλλου, δεν είναι αυτονόητο κάτι τέτοιο (για τους τωρινούς 20χρονους), παρά το γεγονός πως η πληροφορία είναι απείρως πιο εύκολο να εντοπιστεί.
Ο Παπαδημητρίου γνωρίζοντας ξένες γλώσσες και έχοντας τον τρόπο να βρίσκει κάποια βασικά βιβλία από το εξωτερικό, ακούγοντας συγχρόνως δίσκους (που ούτε αυτοί ήταν εύκολο να εντοπιστούν) και σκεπτόμενος πάνω σ' αυτά που διάβαζε και άκουγε, μπορούσε να συντάξει ορισμένα κείμενα για την τζαζ, που σε γενικές γραμμές έχουν νόημα να διαβαστούν, από κάποιον, ακόμη και σήμερα, μετά από 60 χρόνια!
Όπως είχε γράψει και ο ίδιος σ' ένα αυτοβιογραφικό άρθρο του, που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Jazz & Τζαζ (#86, Μάιος 2000):
«Το πρώτον της ζωής μου ταξίδιον εις το εξωτερικόν επραγματοποιήθη το καλοκαίρι του 1959 στην Βιέννη. Λόγος ταξιδίου: εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας. Έξι εβδομάδες σε τμήμα εντατικής εκπαίδευσης με ωράριο πλήρους απασχολήσεως.(...) Στην τάξη σπουδαστές από διάφορες χώρες και ένας Αμερικανός με τον οποίο έκανα παρέα, στην αρχή κυρίως γιατί μπορούσα να συνεννοηθώ αγγλικά. Αμέσως βρίσκουμε το κοινό μας ενδιαφέρον για την τζαζ και τα βράδια επισκεπτόμασταν τα τζαζ κλαμπ της Βιέννης. Τότε πρωτάκουσα το Moanin' του Bobby Timmons και το μουρμούριζα στις βραδινές βόλτες. Όταν φτιάξαμε με φίλους ένα ερασιτεχνικό συγκρότημα το Moanin' έγινε το σήμα μας. Στην Βιέννη αγόρασα ορισμένες γερμανικές εκδόσεις, όπως το Knaurs Jazz Lexikon και το βιβλίο Jazz του Sidney Finkelstein. Προσπαθώντας να τα διαβάσω έμαθα τσατ-πατ γερμανικά. Το κίνητρο ήταν απείρως ισχυρότερο από το πρόγραμμα της σχολής».
Εκτός από το Knaurs Jazz Lexikon [München, 1957] και το Jazz [Stuttgart, 1951] του Sidney Finkelstein, μερικά ακόμη βιβλία, που είχαν βοηθήσει τον Σ. Παπαδημητρίου εκεί στο ξεκίνημά του ήταν τα: Barry Ulanov, A History of Jazz in America [New York, 1957], Rex Harris, Jazz [Penguin Books, 1957] και Keepnews-Grauer, A Pictorial History of Jazz [New York, 1955].
Ο Sidney Finkelstein ήταν ο μόνος που ήταν γνωστός τότε στην Ελλάδα, καθώς το βιβλίο του Εισαγωγή στο Νόημα της Μουσικής κυκλοφορούσε στη χώρα (εκδόσεις Άτλας) από τον Δεκέμβριο του 1956. Σ' αυτό το πολύ καλό βιβλίο υπήρχαν και κάποια στοιχεία για την μαύρη μουσική (ή μουσική των νέγρων, όπως την έλεγαν τότε), αλλά το ειδικό βιβλίο του Finkelstein για την τζαζ, που είχε πρωτοβγεί στην Αμερική το 1948 (Jazz, a People's Music) δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα.
Η «Μικρή Εισαγωγή στην Τζαζ» όμως, του Σάκη Παπαδημητρίου, είχε και συνέχεια.
Στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Διαγώνιος εκείνης της χρονιάς (Καλοκαίρι 1960) θα ακολουθήσουν τα κεφάλαια «Ρεγκτάιμ (Ragtime)», «Ντίξιλαντ (Dixieland)», «Νέα Ορλεάνη – Εξάπλωση», «Μπίμποπ (Βebop)» και «Προοδευτική τζαζ (Progressive jazz)». Γι' αυτό το τελευταίο διαβάζουμε:
«Χαρακτηριστικό στο στυλ αυτό είναι ότι προστέθηκαν όργανα κλασικής ορχήστρας –φλάουτο, όμποε, μέλοφον, φρεντς-χορν κ.ά.–, με σκοπό να δημιουργηθεί ένας πρωτότυπος και εντελώς καινούριος ήχος και να διερευνηθούν οι δυνατότητες των οργάνων αυτών που δεν χρησιμοποιούνταν έως τότε στην τζαζ».
H «μικρή εισαγωγή στην τζαζ» θα ολοκληρωθεί στο πρώτο τεύχος της Διαγωνίου της επόμενης χρονιάς (Πρωτοχρονιά 1961) με τα κεφάλαια «"Ψυχρή" τζαζ (Cool jazz)», «Σύγχρονη τζαζ», «Πορεία της τζαζ». Διαβάζουμε:
«Το μέλλον της σύγχρονης μουσικής σ' όλο τον κόσμο ανήκει σ' ένα μεγάλο βαθμό στην τζαζ. Η τζαζ, πάλι, προχωρεί όλο και περισσότερο σε συνθετώτερες μορφές μουσικής και η πορεία ενός μέρους αυτής ενδέχεται να οδηγήσει σε μια συγχώνευσή της με τις νέες μορφές της κλασικής μουσικής. Ένα μεγάλο μέρος όμως θα μείνει κολλημένο στα διαμορφωμένα καλούπια, με τα οποία και επικοινωνεί πια ένα ευρύ κοινό, ενώ οι πρωτοπόροι μουσικοί, προσπαθώντας να πρωτοτυπήσουν, θα φτάνουν πάντα στις ακρότητες και θα επικοινωνούν όλο και περισσότερο με πιο λίγους ανθρώπους».
Με απλές, αλλά ουσιαστικές σκέψεις και παρατηρήσεις ο 20χρονος Παπαδημητρίου δίνει μια σειρά γόνιμων προβληματισμών σε σχέση με την πορεία της τζαζ, που ήδη (στις αρχές του '60) έχει διαγράψει ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της, για να επανέλθει (ο συγγραφέας) με νέα κείμενα στα επόμενα τεύχη της Διαγωνίου.
Στο 9ον κατά σειρά τεύχος του περιοδικού, που κυκλοφορεί πάντα στην Θεσσαλονίκη, την Πρωτοχρονιά του 1962, ο Σάκης Παπαδημητρίου γράφει για τα «Βασικά Κριτήρια για την Αξιολόγηση της Τζαζ» (κατά τον Barry Ulanov είναι η πρωτοτυπία, το βάθος και η δεξιοτεχνία), για να παρατηρήσει στην πορεία ο αρθρογράφος:
«Αυτό που πρέπει να ειπωθεί τελικά είναι ότι τα κριτήρια αυτά δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά αλληλένδετα. Δίχως την ανάλογη δεξιοτεχνία ο μουσικός δε μπορεί να εκφραστεί στην εντέλεια, επομένως δε μπορεί και να πρωτοτυπήσει ή να εμβαθύνει σε μια σύνθεση. Δίχως πρωτοτυπία πάλι η δεξιοτεχνία καταντά επίδειξη που δεν προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια και δεν έχει ουσιαστικά να πει τίποτα. Δίχως βάθος η δημιουργία δεν μπορεί να πλησιάσει την τελειότητα και να ολοκληρωθεί, ενώ ο καλλιτέχνης κατατρίβεται σε δεξιοτεχνικές υπεκφυγές και πρωτοτυπεί επιφανειακά».
Αυτό ήταν και το τελευταίο κείμενο του Σάκη Παπαδημητρίου για την τζαζ (το περιοδικό φιλοξενούσε και διηγήματά του, αλλά αυτό είναι μια άλλη άξια λόγου ιστορία) στην πρώτη φάση της Διαγωνίου (1958-1962), η οποία θα ολοκληρωθεί με τον καλύτερο τρόπο.
Με το πρώτο βιβλίο για την τζαζ που θα τυπωθεί ποτέ στη χώρα μας από Έλληνα συγγραφέα ή και γενικότερα. Λέμε για το Εισαγωγή στην Τζαζ [Εκδόσεις Διαγωνίου, 1963], ένα βιβλίο (το έκτο στη σειρά για την μικρή εταιρεία του Ντίνου Χριστιανόπουλου), για το οποίον ο ίδιος ο Σάκης Παπαδημητρίου είχε γράψει, χρόνια αργότερα:
«Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο για την τζαζ γραμμένο από έλληνα συγγραφέα και μάλιστα σε μια εποχή που ακόμα και η διεθνής βιβλιογραφία της τζαζ δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Αναλύονται τα στυλ της εξέλιξης της τζαζ από τη γέννησή της μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, η διάδοσή της, οι επαφές της με άλλα είδη μουσικής, καθώς και τα κυριότερα όργανα. Το βιβλίο συμπληρώνεται με ευρετήριο μουσικών όρων και εκφράσεων».
(από το booklet Τριήμερο Σύγχρονης Τζαζ, Δήμος Πατρέων / Πέμπτο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, 1990)
Ας προσθέσουμε εδώ πως το επόμενο αμιγώς τζαζ βιβλίο, που θα τυπωνόταν στη χώρα μας, θα ερχόταν μετά από δέκα χρόνια. Λέμε για το ΤΖΑΖ / το φαινόμενο του 20ου αιώνος / Η τζαζ και η μαγική δύναμή της του Ιταλού Arrigo Polillo, που θα κυκλοφορούσε τον Ιούνιο του 1973, από τις εκδόσεις του Άρη Γκρίτζαλη.
Η δεύτερη φάση της Διαγωνίου (1965-1969)
Η δεύτερη φάση της Διαγωνίου (1965-1969), από το πρώτο κιόλας τεύχος της (Ιανουάριος-Μάρτιος 1965), δίνει την ευκαιρία στον Σάκη Παπαδημητρίου να συνεχίσει την τζαζ-αρθρογραφία του μ' ένα μεταφρασμένο κείμενο αυτή τη φορά του σπουδαίου Λέοναρντ Μπερνστάιν (1918-1990), υπό τον τίτλο «Ο μέσος όρος».
Ο Μπερνστάιν γράφει και για την τζαζ, επιχειρώντας να βρει τρόπους διδακτικής παρουσίασής της προς τον «μέσο» άνθρωπο, μέσα από τα μίντια της εποχής. Επιχειρούσε, δηλαδή, να μιλήσει για τη μουσική μέσα από την τηλεόραση, τους δίσκους, αλλά και τις δημόσιες διαλέξεις του, εφευρίσκοντας απλούς τρόπους, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη και το ενδιαφέρον του κόσμου. Λέει κάπου:
«Εξηγώντας την τζαζ π.χ., απέφυγα τις συνηθισμένες ψευτοϊστορικές ερμηνείες και συγκεντρώθηκα σε κείνα τα στοιχεία της μελωδίας, της αρμονίας, του ρυθμού κ.λπ. που κάνουν την τζαζ διαφορετική από όλη την άλλη μουσική».
Σ' ένα επόμενο τεύχος, το τρίτο εκείνης της χρονιάς (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1965), ο Παπαδημητρίου επανέρχεται με το άρθρο «Ο Λέοναρντ Μπερνστάιν ως συνθέτης», εξετάζοντας, φυσικά, και τα έργα του Μπερνστάιν με τις προφανείς τζαζ αναφορές, όπως τα Seven Anniversaries (1942-43), Fancy Free (1944), On the Town (1944), Trouble in Tahiti (1952) και West Side Story (1957).
Το 1956 είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική το άλμπουμ τού Leonard Bernstein "What is Jazz" [Columbia], στο οποίο ο διάσημος συνθέτης, πιανίστας, συγγραφέας κ.λπ. εξηγούσε με απλά λόγια «τι είναι η τζαζ». Αυτό το LP τυπώθηκε και στην Ελλάδα πολλά χρόνια αργότερα, το 1977, από την CBS (σε παραγωγή του Στέλιου Ελληνιάδη και με εξώφυλλο του Μίλτου Καρατζά). O Σάκης Παπαδημητρίου προσαρμόζει το κείμενο του Μπερνστάιν στα ελληνικά και με τα σχετικά μουσικά παραδείγματα, που επεξηγούνται με spoken word, δημιουργεί το άλμπουμ «Τι Είναι η Τζαζ».
Περαιτέρω, το 1994 θα τυπωθεί και το βιβλίο του (βιβλίο τού Σ. Παπαδημητρίου) Leonard Bernstein / τζαζ και κλασική "δυτικές συνοικίες" παραπομπές και συνειρμοί [University Studio Press], ολοκληρώνοντας ο συγγραφέας με αυτό τη «γνωριμία» του με τον Αμερικανό δημιουργό, η οποία ξεκινούσε από 'κείνα τα τεύχη της Διαγωνίου, του '65.
Η τζαζ ή και περί την τζαζ αρθρογραφία του Σάκη Παπαδημητρίου στην Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου θα συνεχιστεί με τα κείμενα:
1. «Σκέψεις για τη σύγχρονη μουσική» (Το πείραμα, Το πράγμα, Οι μηχανές, Η εκτέλεση, Ο ήχος), στο οποίο υπάρχουν κάποιες αναφορές σε μουσικούς της τζαζ, όπως στον πιανίστα Bill Evans (τεύχος 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1965)
2. «Το "Τρίτο Ρεύμα" της Σύγχρονης Αμερικάνικης Μουσικής», που δεν είναι άλλο από το Third Stream του συνθέτη Gunther Schuller, μια επικοινωνία, για να το πούμε έτσι, ανάμεσα στην τζαζ και τη λεγόμενη «σοβαρή μουσική» (Τόμος 2, τεύχος 8, Οκτώβριος Δεκέμβριος 1966)
3. «Παρατηρήσεις», γενικότερο κείμενο με κάποιες αναφορές σε τζαζ μουσικούς (Τόμος 5, τεύχος 20, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1969)
Τούτη η περίοδος ουσιαστικά ολοκληρώνεται με το επόμενο μουσικό βιβλίο του Σάκη Παπαδημητρίου, το Σκέψεις για τη Σύγχρονη Μουσική [Εκδόσεις Διαγωνίου, 1968], που ουσιαστικά αποτελεί την συγκέντρωση των κειμένων του αυτής της εποχής.
Η τρίτη φάση της Διαγωνίου (1972-1976)
Η νέα περίοδος της Διαγωνίου, η τρίτη στη σειρά, θα ξεκινήσει το 1972 και θα διαρκέσει έως και το 1976. Σ' αυτή τη φάση ο Ντίνος Χριστιανόπουλος θα κατορθώσει να τυπώσει 15 ακόμη τεύχη (φθάνοντας συνολικά τα 45, από το ξεκίνημα τού 1958).
Και σ' αυτή τη φάση ο Σάκης Παπαδημητρίου, μόνιμος και σταθερός συνεργάτης του περιοδικού, θα συνεχίσει με νέα πιο ενδιαφέροντα τζαζ άρθρα. Ας τα δούμε:
1. «Ονομασίες του ροκ. Παλιό και νέο ροκ». Εδώ κατά βάση μας ενδιαφέρει το τζαζ-ροκ, η επικοινωνία δηλαδή της τζαζ με το ροκ, που αρχίζει να αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον στα τέλη του '60. Ο συγγραφέας αναφέρεται στα συγκροτήματα Blood Sweat and Tears, Chicago, Ten Wheel Drive, Dreams, Chase, Cold Blood, Rock Workshop και If, που αντιπροσωπεύουν επάξια αυτό το στυλ. (τεύχος 1, Ιανουάριος – Απρίλιος 1972)
2. «Θέματα και Πρόσωπα της Σύγχρονης Τζαζ (1950-1970). Τα κεφάλαια: Εισαγωγικά, Ο Μάιλς Ντέιβις και η Κουλ Τζαζ, Επιστροφή στις Ρίζες: Hard Bop, Funky, Soul, Τσάρλι Μίγκους, "Κουαρτέτο Μοντέρνας Τζαζ", Η Δεκαετία 1960-1970: Απολογισμός, Κοντσέρτα με Τζαζ και Ποίηση, Ινδο-Τζαζ, Ο Μάιλς Ντέιβις το 1969-70 (τεύχος 3, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1972)
3. «Θέματα και πρόσωπα της σύγχρονης τζαζ (1950-1970) Β» (Τζων Κολτρέιν, Μπιλ Έβανς, Ηλεκτρονική και Τζαζ, Soft Machine) (Τόμος 2, τεύχος 6, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1973)
4. «Αυτοσχεδιασμός: σκέψεις και βιώματα» (Τόμος 3, τεύχος 9, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1974, τεύχος 9)
Και αυτή η φάση θα συνοψιστεί σ' ένα ακόμη μουσικό βιβλίο του Σάκη Παπαδημητρίου, στο τρίτο και σημαντικότερο όλων, που είχε τίτλο Θέματα και Πρόσωπα της Σύγχρονης Τζαζ (1950-1970) [Εκδόσεις Διαγωνίου, 1974]. Περιλάμβανε φυσικά τα κείμενα που ήδη είχαν δημοσιευθεί στην Διαγώνιο, στα σχετικά άρθρα, όπως και άλλα (για τον Herbie Hancock), ή πιο αναπτυγμένα (π.χ. για την indo-jazz του σαξοφωνίστα Joe Harriott κ.λπ.). Το βιβλίο θα κάνει και μια δεύτερη έκδοση, το 1979, παραμένοντας, ακόμη και σήμερα, το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ για την τζαζ στην Ελλάδα, από Έλληνα συγγραφέα.
Η τέταρτη φάση της Διαγωνίου (1979-1983)
Στην τέταρτη και τελευταία περίοδο της Διαγωνίου (1979-1983), στην οποίαν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος θα τυπώσει ακόμη 15 τεύχη (60 συνολικά από το ξεκίνημα), ο Σάκης Παπαδημητρίου θα είναι πάντα μεταξύ των συνεργατών, θα γράψει κάποια μουσικά κείμενα (βασικά μερικές βιβλιοκριτικές), αλλά όχι κάτι που να έχει άμεσο και στενό τζαζ ενδιαφέρον.
Δεν είχε όμως σημασία. Ο σπόρος είχε ήδη φυτευτεί, είχε βλαστήσει, και από 'κει και πέρα ήταν στην ευχέρεια και στη διάθεση του καθενός να εντοπίσει το χωράφι και να αρχίσει να θερίζει.
Επίλογος
Η Διαγώνιος υπήρξε ένα «σχολείο». Το έχουν πει ή υπονοήσει πολλοί αυτό. Πολλοί από τους κατά καιρούς συνεργάτες της. Η προσωπικότητα του Ντίνου Χριστιανόπουλου ήταν καθοριστική όχι μόνο για τον τύπο και την ύλη του περιοδικού, αλλά και για το ύφος του – που είχε τη σφραγίδα τού εκδότη του.
Κάθε κείμενο περνούσε από πάνω του. Και αν στα ποιήματα που φιλοξενούσε δεν μπορούσε να παρέμβει άμεσα στην προσωδία τους, στον τρόπο που κυλούσαν (σίγουρα όμως οι απόψεις του επηρέαζαν και τους ποιητές, στις μελλοντικές συνεργασίες τους), στα κείμενα, στα άρθρα, έβαζε πάντοτε το χέρι του ως άξιος και επαγγελματίας επιμελητής.
Διαμόρφωσε, σε κάθε περίπτωση, μια γλώσσα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο γραφής, επιστημονικό θα τον λέγαμε, καθώς τα κύρια γνωρίσματά του ήταν η λιτότητα, η σαφήνεια, η πειθαρχία, η κυριολεξία, η ακρίβεια, η καθαρή ροή και εν τέλει το κύρος και το πάθος. Εξάλλου και ο ίδιος έκανε επιστημονική δουλειά ως ερευνητής αρχείων, καταγραφέας πηγών κ.λπ., έχοντας μεγάλη προσωπική εμπειρία στο πώς ένα επιστημονικό, ένα «βαρύ» κείμενο θα μπορούσε να εκλαϊκευτεί, ώστε να γίνει προσιτό στους πάντες.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος επηρέασε με τις απόψεις του κάθε «πένα» που φιλοξένησε στην Διαγώνιο και στις Εκδόσεις Διαγωνίου, και φυσικά και τον Σάκη Παπαδημητρίου.
Ο γραπτός λόγος για την τζαζ στην Ελλάδα τού χρωστάει πολλά.
σχόλια