Στο 10% θα διαμορφωθεί η ύφεση φέτος, προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, στο βασικό σενάριο.
Σήμερα, Δευτέρα, η ΤτΕ υπέβαλε στον πρόεδρο της Βουλής και το υπουργικό συμβούλιο την ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική. Σε αυτή επισημαίνεται ότι οι συνθήκες της πανδημίας προκαλούν μεγάλη αβεβαιότητα για τις μακροοικονομικές προβλέψεις. Για αυτό στην έκθεση εξετάζονται τρία σενάρια: ένα βασικό και δύο εναλλακτικά, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές, βάσει διαφορετικών υποθέσεων για την εξέλιξη της πανδημίας και τη συνολική διάρκεια των μέτρων για τον περιορισμό της.
Στο βασικό σενάριο η ΤτΕ εκτιμά ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ φέτος θα διαμορφωθεί στο -10%. Για το 2021 και το 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντίστοιχα, καθώς εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση.
Το ήπιο σενάριο υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη. Σε αυτή τη βάση, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022.
Στο δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2020, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι της πρόβλεψης του Ιουνίου και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα της τάξεως του 7,3% του ΑΕΠ, εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπλέον δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Η ΤτΕ σημειώνει ότι παρά την αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη το 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, «λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 80% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους».
Έτσι, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.