AΠΟ ΤΟ Αχ, και να 'μουν άντρας, ταινία του 1966 με τη Μάρω Κοντού, στην οποία η ηρωίδα μεταμφιέζεται σε άντρα προκειμένου να μην τις ρίχνονται τα αφεντικά της, μέχρι το Bombshell του 2019, που αφηγήθηκε τη φάμπρικα παρενόχλησης που είχε στήσει στο τηλεοπτικό δίκτυο FOX ο Ρότζερ Έιλς, επί χρόνια δεξί χέρι του Ρούπερτ Μέρντοχ, η απεικόνιση του άντρα-αρπακτικού στον εργασιακό χώρο επιχειρούνταν με δύο τρόπους.
Το male predator στη δουλειά σκιαγραφείται είτε ως ο «άκακος κορτάκιας», ένα είδος ζωηρού αρσενικού, μονίμως έτοιμου για λίγο –επιθετικό‒ φλερτ (πόσο λανθασμένη και αθωωτική των πράξεών του αυτή η σκιαγράφηση!), είτε ως ένα θηρίο σε θέση εξουσίας που μπορεί να κατακτά στόχους και ανθρώπους με την ίδια ευκολία. Ειδικά σε αυτή την περίπτωση, η αποφασιστικότητα, κάποτε και η βία στην κατάκτηση της όποιας επαγγελματικής πρωτιάς και της λήψης αποφάσεων, για χρόνια αθώωνε ή έστω κρυφοδικαιολογούσε την παραβατική συμπεριφορά εναντίον γυναικών, καθώς «πιστωνόταν» ως ίδιον δυναμικού χαρακτήρα.
Φυσικά, υπάρχει και η λογοτεχνία με τα αμβλυντικά εργαλεία της και την εξιδανίκευση του αγνού κακού, με κορυφαίο παράδειγμα τη Λολίτα του Ναμπόκοφ, εκεί όπου ένας ορκισμένος παιδόφιλος περιγράφεται ως μελαγχολικός daydreamer, ο οποίος αναζητά την πρώτη αδικοχαμένη αγάπη του στο πρόσωπο μιας ανήλικης. Με λίγα λόγια, για χρόνια η απόπειρα να προσεγγιστούν οι ανάρμοστες συμπεριφορές στον εργασιακό χώρο έφταναν μέχρι το σήμερα και αφομοιώνονταν από γενιές και γενιές γυναικών ως μέρος του δικαιωματισμού του αντρόκοσμου. Ως ένα παιχνίδι που παίζεται από άντρες, και τι να γίνει; Ο κόσμος είναι φτιαγμένος έτσι.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο για δεκαετίες αποτελούσε, αν όχι κανονικότητα, τουλάχιστον «αναγκαίο κακό» που αντιμετωπιζόταν με στωϊκότητα, ανοχή ή και συμβιβασμό.
Ωστόσο, όσο και να στρογγυλέψει κανείς τις γωνίες, όσο και να αναζητήσει αιτιολογίες γι' αυτές τις βαθιά κακοποιητικές συμπεριφορές, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Μέχρι σήμερα, ο εργοδότης, ο προϊστάμενος, ο επικεφαλής όποιας εργασιακής ομάδας, απ' όποιο επάγγελμα –από το εργοστάσιο μέχρι το γραφείο και από το χωράφι μέχρι τα επιστημονικά εργαστήρια‒, που κάνει κατάχρηση εξουσίας και θέσης έναντι των γυναικών του επαγγελματικού του περιβάλλοντος, είναι ένα βαθύ απόστημα το οποίο, αντί να σπάσει, ευλογείται με σιωπή, ντροπή και τρόμο. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο για δεκαετίες αποτελούσε, αν όχι κανονικότητα, τουλάχιστον «αναγκαίο κακό» που αντιμετωπιζόταν με στωϊκότητα, ανοχή ή και συμβιβασμό.
Ειδικά στην Ελλάδα, οι πρώτες καταγραφές σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία προέρχονται από τον χώρο της οικιακής υπηρεσίας, κάτι που έχει καταγραφεί μέσα από τη σπουδαία έρευνας της Ποθητής Χαντζαρούλα στο Σμιλεύοντας την υποταγή. Κάπου εδώ ας σημειωθεί για την ιστορία ότι η πρώτη απόπειρα καταγραφής της παρενόχλησης στην εργασία ως σοβαρού φαινόμενου και επικίνδυνα αντικοινωνικής συμπεριφοράς πραγματοποιείται μόλις το 1975 στις ΗΠΑ και στις αρχές του 1980 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε ελληνικό έδαφος, αναζητώντας κανείς τους λόγους ανάπτυξης του φαινομένου στο εργασιακό πεδίο, θα βρεθεί μοιραία αντιμέτωπος με τις έμφυλες διαστάσεις των εργαζομένων και τις σχέσεις που αναπτύσσουν με τα υποκείμενα στην ιεραρχική δομή και από κει θα πάρει μια πρώτη γεύση για τα χαρακτηριστικά του θύτη. Βάσει έρευνας του ΚΕΘΙ (2004), αυτός είναι σχεδόν πάντα σε θέση ευθύνης-εξουσίας (εργοδότης - ανώτερος υπάλληλος - προϊστάμενος), συνήθως έγγαμος και μεγαλύτερος σε ηλικία από το θύμα, όχι πάντα ίδιας εθνικότητας, αλλά χωρίς αυτό να παίζει ρόλο, και με την ικανότητα να διακρίνει στην ομάδα ευθύνης του τα πιο παθητικά μέλη, τα ασθενέστερα οικονομικά, τα λιγότερο επίφοβα να καταγγείλουν το γεγονός ή έστω να παραπονεθούν εντός του συναδελφικού κύκλου.
Στα παραπάνω, ας προστεθούν και τα ευρήματα ερευνών όλων των προηγούμενων χρόνων που δικαιώνουν τη φεμινιστική θεώρηση και ερμηνεία της σεξουαλικής παρενόχλησης σε ό,τι αφορά το προφίλ του θύτη: τις περισσότερες φορές οι πιθανοί δράστες έχουν ακραία συντηρητικές απόψεις αναφορικά με το κοινωνικό στερεότυπο που ορίζει τον ρόλο του άνδρα και του ανδρισμού που πρέπει να συνοδεύεται από την υπεροχή, την επιβολή δύναμης και την κυριαρχία (και τη σεξουαλική) των ανδρών στο περιβάλλον δραστηριοποίησής ή ελέγχου τους.
(Βέβαια και ειδικά σε ό,τι αφορά τον εργασιακό χώρο, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι το σχήμα που οφείλουν οι αρμόδιοι φορείς να εξετάζουν σε κάθε καταγγελλόμενο περιστατικό εκτείνεται πέρα από το δίπολο «άντρας - γυναίκα» και αγγίζει το σχήμα «εξουσιαστή - εξουσιαζόμενου». Η επισήμανση γίνεται κυρίως για τις καπιταλιστικές κοινωνίες στις οποίες εργαζόμαστε, οπότε, πέρα από το προφίλ θύτη - θύματος, οφείλουμε να εξετάζουμε το πλαίσιο του οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο δραστηριοποιούμαστε. Είτε συμφωνούμε είτε όχι, αυτό είναι το καπιταλιστικό, το οποίο στηρίζεται εν πολλοίς στις έννοιες της εκμετάλλευσης, κάποτε και της παρενόχλησης εκείνου που δεν έχει άμεση πρόσβαση στη λήψη αποφάσεων...).
Επειδή, όμως, μιλάμε για αρχέτυπα και ειδικώς εκείνο του άντρα-αρπακτικού, αξίζει να σταθούμε σε ακόμη δύο σημεία. Το ένα αφορά την κατασκευή του αρχέτυπου και το άλλο απαντά στη χυδαίας καταβολής ερώτηση-επιχείρημα «γιατί τώρα;».
Για την περίπτωση του αρχέτυπου του άντρα-αρπακτικού στο ελληνικό πεδίο, δυστυχώς θα πρέπει να ανατρέξουμε στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική οικογένεια μεγαλώνει, ανατρέφει και οριοθετεί τα αγόρια της τα τελευταία 150 χρόνια. Ουσιαστικά, δηλαδή, μέχρι σήμερα, με ελάχιστες αποκλίσεις, συναλλασσόμαστε με το πρότυπο που θέλει τον άντρα δυνατό, ακλόνητο, αιωνίως αρχηγό, μια εξ ορισμού προβληματική σύνθεση αξιών, από τη στιγμή που απευθύνεται αποκλειστικώς στα αρσενικά μέλη και αγνοεί τις ιδιαιτερότητες και την ιδιοσυγκρασία κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.
Εντοπίζοντας μια τέτοια φύση στο εργασιακό περιβάλλον –αν υπήρχε η υπομονή και η απάλειψη της οργής που προκαλεί η συμπεριφορά του υποκειμένου και απέμενε μόνο η παρατήρηση‒, θα εντόπιζε κανείς ότι ο τρόπος με τον οποίο κάνει ό,τι κάνει ουσιαστικά δεν είναι παρά ο τρόπος που διδάχθηκε να καταργεί τα εμπόδια, να κάμπτει αντιστάσεις και εν τέλει να παρανομεί.
Πρακτικά, λοιπόν, τη στιγμή της παραβατικότητας –απογυμνωμένη από κάθε συναισθηματισμό και δίκαιη οργή‒ δεν συναλλασσόμαστε με έναν άνθρωπο αλλά με ολόκληρο το οικογενειακό πλέγμα που τον κατέβασε ως το σήμερα. Άρα, η αντιμετώπιση του φαινόμενου στο μέλλον οφείλει να είναι λίγο πιο βαθιά και σαφώς πιο προληπτική, για να φτάσουμε κάποτε στην εξάλειψή του.
Όσο για το ντροπιαστικό ερώτημα «γιατί τώρα;», το οποίο απολύτως πληγωτικά πολύ συχνά επαναλαμβάνεται και από γυναίκες ως καθαρή, γάργαρη εκδήλωση του πιο επιθετικού εσωτερικευμένου μισογυνισμού, ένα κομμάτι εξήγησης παρέχεται από τον ίδιο φαύλο πατριαρχικό κύκλο μέσα στον οποίο, εκτός από άντρες-αρπακτικά, έχουν ανατραφεί και γυναίκες-θύματα για τους άλλους, θύτες για όσες έσπασαν το φράγμα σιωπής ακόμη και μεταχρονολογημένα.
Και για να τελειώσουμε όπως αρχίσαμε, η καθυστέρηση στην καταγγελία περιστατικών σεξουαλικής βίας ειδικά στον εργασιακό χώρο οφείλεται, σε έναν βαθμό, και στην απεικόνιση και πρόσληψή τους μέσα από τις τέχνες, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τα media. Με εξαίρεση τον ρεαλισμό των τελευταίων ετών, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ο σεξουαλικός παραβάτης στον εργασιακό χώρο πάντα παρουσιαζόταν με κάποιο φίλτρο, πάντα στο παρασκήνιο και άρρητα «έτρεχε» κάποιας μορφής αιτιολόγηση ή διακωμώδηση των πράξεών του, πάντα υπήρχε κάποιο άλλοθι και ένα συγχωροχάρτι για τη συμπεριφορά του.
Επίσης, γινόταν σκανδαλωδώς σαφές το ποια θα ήταν η τύχη της καταγγελίας και της καταγγέλλουσας. Με δεδομένο ότι η διαφάνεια των εποχών (ευτυχώς!) δεν αφήνει πια σε κανέναν το προνόμιο του «υπεράνω υποψίας», κάπως διαφαίνεται μια αισιοδοξία ότι η απεικόνιση ενός βιαστή ως καρικατούρας ή ως γοητευτικού εγκληματία θα μείνει στο παρελθόν και ότι και αυτό θα λειτουργήσει ευεργετικά στη διάλυση του κύκλου σιωπής και συγκάλυψης που μετρά θύματα σε όλους τους εργασιακούς χώρους, ακόμη και τους πιο ευγενείς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια