Από τις 15 Φεβρουαρίου έως την 1η Σεπτεμβρίου 2024 η Tate Modern παρουσιάζει την έκθεση «Music of the Mind», και ζητά από το κοινό να εμβαθύνει στο δυνατό, συμμετοχικό έργο της καλλιτέχνιδας και ακτιβίστριας Γιόκο Όνο. Αν και ο κόσμος της τέχνης έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπό της μια ηγετική φυσιογνωμία στην εννοιολογική τέχνη και στην performance art, στον πειραματικό κινηματογράφο και στη μουσική, μέσω της πρακτικής που έχει αναπτύξει στην Αμερική, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο και ιδεών που έχουν εκφραστεί με ποιητικούς, χιουμοριστικούς και ριζοσπαστικούς τρόπους, το μίσος που τροφοδοτεί και μόνο το άκουσμα του ονόματός της είναι άσβεστο εδώ και μισό αιώνα.
Καμία άλλη καλλιτέχνιδα δεν έχει μισηθεί και διαπομπευθεί όσο η Γιόκο Όνο. Μπορεί να έγινε γνωστή ως σύζυγος του Τζον Λένον, όμως αυτήν τη διασημότητα την πλήρωσε πολύ ακριβά. Είναι η αιτία που έκανε τον κόσμο να τη θεωρεί «μάγισσα», τη γυναίκα που «παρέσυρε» τον Τζον Λένον και διέλυσε τους Μπιτλς, αυτή που δεν έχει κερδίσει τίποτα με την αξία της, αυτή που αποξένωσε τον Λένον από τον πρωτότοκο γιο του, στερώντας του και την περιουσία του, μια «χίπισσα» που στο όνομά της αντιδρούσαν ρατσιστικά οι συντηρητικοί, μια καθόλου δημοφιλής, σατανική «Γιαπωνέζα», αυτή που μισούσαν όλα τα κορίτσια που αγαπούσαν τους Μπιτλς.
Η Όνο δεν πιστεύει στην πολιτική αλλά στους ανθρώπους. «Οι άνθρωποι αλλάζουν τα πράγματα» λέει. «Και είμαι κατά της αρνητικότητας σε όλες τις μορφές της. Νομίζω ότι πρέπει να ανακαλύπτουμε και να επινοούμε πράγματα που βοηθούν την ανθρώπινη φυλή, όχι που βλάπτουν τον πλανήτη».
Το κοινό χρειαζόταν να κατηγορήσει ένα πρόσωπο για τη διάλυσή τους και πέρασαν πολλές δεκαετίες μέχρι να μάθουμε ότι η πραγματικότητα ήταν πιο περίπλοκη από την εύκολη αυτή ερμηνεία. Την έχουν αποκαλέσει εγωμανή και δεν της έχουν συγχωρέσει ποτέ ότι στην ουσία επιβίωσε βγαίνοντας κάθε μέρα από το ιστορικό κτίριο Ντακότα στη Νέα Υόρκη όπου κατοικεί μέχρι σήμερα, τον τόπο στον οποίο δολοφονήθηκε ο Λένον, ακούγοντας από φανατικούς θαυμαστές του φωνές, βρισιές και γιουχαΐσματα.
Αποτελούν όλα αυτά παρελθόν; Μάλλον όχι. Όποιος μπει σε fora θαυμαστών των Μπιτλς θα δει το όνομά της να φιγουράρει πρώτο-πρώτο. Δεν θα σταματήσουν ποτέ να τη μισούν και να τη βρίζουν. Το όνομά της πυροδοτεί πόλεμο, πολύ ειρωνικό για μια γυναίκα που δίνει μάχες υπέρ της ειρήνης.
Ωστόσο σήμερα καταλαμβάνει μια πιο περίπλοκη ιστορική θέση στο πάνθεον των διασημοτήτων. Έχει χαράξει τη δική της πρωτοποριακή πορεία ως καλλιτέχνιδα πολυμέσων, τραγουδίστρια και τραγουδοποιός – και παραμένει σε εξέχουσα θέση ως ακτιβίστρια υπέρ της ειρήνης. Πολλοί πιστεύουν, και μπορούν να το αρθρώσουν ψύχραιμα πια, ότι δεν της έχουν δοθεί αρκετά εύσημα. Η Γιόκο Όνο έγινε 90 χρονών την περασμένη χρονιά. Η έκθεση στην Tate εκτείνεται σε περισσότερες από επτά δεκαετίες της δημιουργικής της πορείας και εστιάζει σε βασικές στιγμές της καριέρας της, συμπεριλαμβανομένων των ετών στο Λονδίνο από το 1966 έως το 1971, οπότε γνώρισε τον Τζον Λένον. Περιλαμβάνει μερικά από τα πιο πολυσυζητημένα έργα τέχνης και παραστάσεις της, όπως το «Cut Piece» (1964), όπου το κοινό κλήθηκε να της κόψει τα ρούχα, και την απαγορευμένη ταινία της «Νο. 4 (Bottoms)» (1966-67) που δημιούργησε ως «αίτημα για ειρήνη». Και φυσικά θα περιλαμβάνει και συλλογικά έργα όπως το «PEACE is POWER» και το «Wish Tree», όπου οι επισκέπτες μπορούν να συνεισφέρουν προσωπικές ευχές για ειρήνη.
Μια πρωτοπόρος της εννοιολογικής τέχνης
Γεννημένη σε μια πλούσια αριστοκρατική οικογένεια στο Τόκιο το 1933, φοίτησε σε ιδιωτικό σχολείο, έγραφε ποίηση και έλαβε κλασική εκπαίδευση στο πιάνο. Τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τον πόλεμο. «Πεινούσαμε, ο αδερφός μου υπέφερε κι εγώ του είπα: "Λοιπόν, εντάξει, ας φτιάξουμε ένα μενού μαζί. Τι είδους δείπνο θα ήθελες;" Είπε "Παγωτό". Έτσι κι εγώ είπα "Καλά, ας φανταστούμε το δείπνο μας με το παγωτό". Και το κάναμε και άρχισε να δείχνει χαρούμενος. Έτσι συνειδητοποίησα ότι μόνο μέσω της φαντασίας μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι. Φάγαμε λοιπόν το εννοιολογικό δείπνο μας και αυτό είναι ίσως το πρώτο μου έργο τέχνης», λέει σε μια συνέντευξή της. Η Όνο ζούσε στο Τόκιο που βομβαρδίστηκε τον Μάρτιο του 1945 – σκοτώνοντας περισσότερους από 100.000 ανθρώπους, στην πιο θανατηφόρα αεροπορική επιδρομή ολόκληρου του πολέμου. Ακολούθησαν δύσκολες στιγμές – οι γονείς της αναγκάστηκαν να ανταλλάξουν κάποια από τα υπάρχοντά τους για φαγητό και, για λίγο, να ζήσουν νομαδικά στην ύπαιθρο.
Μερικά χρόνια αργότερα, το στοχαστικό, ονειροπόλο παιδί έγινε η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στο πρόγραμμα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Gakushūin του Τόκιο, αλλά έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη και σπούδασε γραφή και μουσική στο Sarah Lawrence College. Έκανε τον πρώτο της γάμο το 1956 με έναν Ιάπωνα συμφοιτητή της, ενώ άρχισε να συνδέεται με τον πρωτοποριακό κόσμο της τέχνης της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ‘60. Η σοφίτα της στο Μανχάταν έγινε ο τόπος μιας σημαντικής σειράς παραστάσεων, τις οποίες διοργάνωσε με τον συνθέτη πειραματικής μουσικής La Monte Young, αντλώντας έμπνευση από τον Τζον Κέιτζ και τον ντανταϊστή Μαρσέλ Ντισάν.
Ανήκε σε μια πρωτοποριακή ομάδα καλλιτεχνών που εργάζονταν σε πρώην εργοστάσια και αποθήκες στο Κάτω Μανχάταν και παρουσίαζε εννοιολογικά έργα τέχνης που ενθάρρυναν τη φαντασία και συχνά απαιτούσαν συμμετοχή από το κοινό. Πίστευε στην ενσωμάτωση της τέχνης στην καθημερινή ζωή, συνδέθηκε με την κολεκτίβα Fluxus και το 1961 ο ιδρυτής του γκρουπ, George Maciunas, της έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση σε γκαλερί. Χώρισε με τον πρώτο της σύζυγο και παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Anthony Cox.
Το 1964 παρουσίασε την περφόρμανς «Cut Piece», στην οποία καθόταν παθητικά ενώ το κοινό, μετά από πρόσκλησή της, χρησιμοποιούσε ένα ψαλίδι για να κόψει κομμάτια από το φόρεμα που φορούσε, σχολιάζοντας με αυτό τον τρόπο τη σεξουαλική βία. Το έργο αυτό αναγνωρίστηκε αργότερα ως ορόσημο της φεμινιστικής τέχνης. Ήταν ένα τολμηρό έργο συμμετοχικής τέχνης που βρήκε αργότερα απήχηση στο έργο της εννοιολογικής καλλιτέχνιδας Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
Με τον Cox μετακόμισαν στο Λονδίνο και άρχισε να γυρίζει ταινίες όπως το τολμηρό «Bottoms». Με τον Λένον γνωρίστηκαν σε μια έκθεση της δουλειάς της σε μια γκαλερί του Λονδίνου το 1966. Το 1968 οι δυο τους άρχισαν να συνεργάζονται σε πειραματικές ταινίες και ηχογραφήσεις και παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά.
Όταν η Όνο συνόδευσε τον Λένον στο στούντιο που ηχογραφούσαν οι Μπιτλς το «White Album», παραβιάστηκε η συμφωνία μεταξύ των μελών του γκρουπ να μη φέρνουν μαζί τις συντρόφους τους στο στούντιο. Λέγεται ότι η Όνο παρενέβη στη διαδικασία ηχογράφησης. Όταν το 1970 ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τους Μπιτλς, είπε ότι η σχέση του Λένον με την Όνο έπαιξε ρόλο στην απόφασή του. Δεκαετίες αργότερα, σε μια τηλεοπτική συνέντευξη με τον David Frost, ο ΜακΚάρτνεϊ παραδέχτηκε ότι η παρουσία της Όνο στις ηχογραφήσεις στο στούντιο δεν ήταν ο λόγος για τη διάλυσή τους. Και δεν αρνήθηκε εκ των υστέρων ότι αυτός και οι άλλοι δύο Μπιτλς έβλεπαν την Όνο με καχυποψία.
Η Γιόκο Όνο έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της αποξενωμένη από την κόρη της Kyoko Chan Cox, την οποία εγκατέλειψε όταν γνώρισε τον Λένον και με την οποία επανασυνδέθηκε στη δεκαετία του ’90. Με τον Λένον έκαναν έναν γιο το 1975, τον Sean Lennon.
Όταν με τον Τζον Λένον άνοιξαν το υπνοδωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο έμεναν στο Άμστερνταμ και το Μόντρεαλ το 1969 στον Τύπο, σε μια προσπάθεια να προωθήσουν την παγκόσμια ειρήνη, η Όνο βρήκε μια άνευ προηγουμένου πλατφόρμα έκφρασης. Όμως οι απόπειρές της στην πειραματική μουσική με τη Yoko Ono/Plastic Ono Band (1970), με συλλογές αυτοσχεδιαστικών ροκ τραγουδιών που είχαν φωνητικά επηρεασμένα από το Kabuki και τις όπερες του Αυστριακού συνθέτη Alban Berg, εξόργισαν το κοινό και χτυπήθηκαν άγρια από την κριτική. Το 1980 συνεργάστηκε με τον Λένον στο «Double Fantasy» το οποίο κέρδισε το βραβείο Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς. Λίγο καιρό αργότερα ο Λένον έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες ενός εμμονικού θαυμαστή του. Έναν χρόνο αργότερα, η Όνο τοποθέτησε μια φωτογραφία με τα αιματοβαμμένα γυαλιά του Λένον στο εξώφυλλο του σόλο άλμπουμ της «Season of Glass». Τη δεκαετία του ’90 ορισμένα από τα τραγούδια της ακούστηκαν σε remix από νεότερους μουσικούς, οι οποίοι αναγνώρισαν ότι η συγχώνευση της ποπ και των avant-garde ιδιωμάτων της ήταν επιδραστική. Έγραψε επίσης ένα μιούζικαλ, το «New York Rock», το οποίο ανέβηκε Off-Broadway το 1994.
Το 1989 το Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney στη Νέα Υόρκη παρουσίασε μια αναδρομική έκθεση του έργου της στην οποία σχολίαζε την εμπορευματοποίηση της τέχνης στη δεκαετία του 1980. Το 2009 έλαβε τον Χρυσό Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας για το συνολικό έργο της, ενώ το 2015 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αφιέρωσε μια αναδρομική έκθεση στο πρώιμο έργο της.
Η Γιόκο Όνο δεν είναι μόνο καλλιτέχνιδα, είναι σοβαρή ακτιβίστρια
Όταν έγινε 80 ετών η Όνο παραχώρησε μια συνέντευξη στην «Guardian». Είχε ξεκινήσει τότε μια εκστρατεία κατά της εξόρυξης φυσικού αερίου.
«Λοιπόν, πρέπει να μιλήσω γι' αυτό» λέει. «Αυτές οι μεγάλες εταιρείες φυσικού αερίου έχουν τόσο πολλά χρήματα και πιστεύουν ότι αυτό τους δίνει τη δύναμη να κάνουν ό,τι θέλουν. Στην Πενσιλβάνια ήδη κάποιοι νοσούν από καρκίνο και οι εταιρείες λένε "Ω, δεν υπάρχει καμία απόδειξη", ως συνήθως. Και οι άνθρωποι που δεν είναι πλούσιοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν καθαρό νερό κάθε μέρα. Οι περισσότεροι δεν μιλάνε επειδή είναι φοβισμένοι. Το καλύτερο είναι να μη φοβάσαι. Δεν μπορούμε να μείνουμε σιωπηλοί».
Έχοντας αστείρευτη ενέργεια, πιστεύει ότι αυτή είναι η πηγή ενός καθαρού και άμεσου είδους ελευθερίας. «Λοιπόν, καθώς μεγαλώνεις, συνειδητοποιείς ότι μπορείς να κάνεις μια παράσταση στη σκηνή μόνο μέσω της ενέργειας που υπάρχει μέσα σου. Μεταμορφώνεσαι. Το βρίσκω τόσο ενδιαφέρον. Νομίζω ότι υπάρχει ένα είδος πνευματικής δύναμης που μεταφράζεται στο σώμα μας καθώς παίζουμε» είπε.
Η Γιόκο Όνο είναι ένθερμη υποστηρίκτρια των Pussy Riot αλλά και του ψηφιακού μας μέλλοντος. Κρίνει την εποχή μας ως εποχή μεγάλων αλλαγών, λέγοντας ότι «η δεκαετία του '60 ήταν πολύ γλυκιά κατά κάποιον τρόπο, αλλά τα πράγματα είναι πιο επείγοντα τώρα γιατί ο χρόνος τελειώνει για τον πλανήτη. Η μόνη επιλογή είναι να κάνεις κάτι ή να μην κάνεις τίποτα».
Η Όνο δεν πιστεύει στην πολιτική αλλά στους ανθρώπους. «Οι άνθρωποι αλλάζουν τα πράγματα» λέει. «Και είμαι κατά της αρνητικότητας σε όλες τις μορφές της. Νομίζω ότι πρέπει να ανακαλύπτουμε και να επινοούμε πράγματα που βοηθούν την ανθρώπινη φυλή, όχι που βλάπτουν τον πλανήτη. Μέχρι τώρα, θα έπρεπε να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον είναι τώρα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε για το μέλλον».
Με μια συναυλία της Plastic Ono Band στο Volksbühne του Βερολίνου πριν από δέκα χρόνια έδωσε μια καθυστερημένη απάντηση σε αυτούς που την κατηγόρησαν για τη διάλυση των Μπιτλς. Το κοινό των ηλικιωμένων χίπις και των νεότερων χίπστερ του κόσμου της τέχνης ενθουσιάστηκε με τη χορωδία που τραγουδούσε το «Give Peace A Chance» χωρίς το παραμικρό ίχνος ειρωνείας ή κυνισμού. «Έπρεπε να καταπολεμήσω την αρνητικότητα που ερχόταν προς το μέρος μου. Ένιωσα ότι ο κόσμος προσπαθούσε να με σκοτώσει πνευματικά για 40 χρόνια, οπότε μια μέρα είπα απλώς, "εντάξει, είμαι μάγισσα". Το λες εσύ, το ίδιο κι εγώ. Μην με αγγίζεις ποτέ όταν κάνω αυτό που θέλω να κάνω. Σίγουρα αυτό με έκανε να νιώσω ότι μπορούσα να συνεχίσω».
Ο Τζον Λένον μιλούσε συχνά και με πάθος για αυτό που πήρε από τη Γιόκο Όνο. Εκείνη απαντά χωρίς δισταγμό ότι πρόκειται για μια ενέργεια που έλεγε: «Είναι εντάξει να είσαι ο εαυτός σου». «Και αυτό του έδωσα» λέει. «Δεν τον άλλαξα, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά είχε μια πλευρά που δεν μπορούσε να την εκφράσει, λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο βρισκόταν, των ανθρώπων γύρω του, της ανατροφής του. Νομίζω ότι σκέφτηκε, "Ναι, μπορώ να κάνω αυτό που θέλω"».
Λέει ότι δεν σκέφτεται τόσο πολύ το παρελθόν. «Το παρελθόν είναι τόσο βαρύ. Ένα μέρος μου, φυσικά, εξακολουθεί να το κουβαλάει, αλλά ένα άλλο μέρος μου είναι ελεύθερο από αυτό». Υποστηρίζει ότι «όλοι μας αποφασίζουμε κάποια στιγμή πώς θα ήταν ή πώς θα έπρεπε να είναι η μοίρα μας», όπως και ότι το πνεύμα του Λένον την έχει καθοδηγήσει. «Ο Τζον έλεγε», λέει, «πως αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό είναι να πούμε "μπορώ να το κάνω!". Πολλά όμορφα πράγματα συμβαίνουν, ειδικά στο μυαλό μας, και αυτό που θέλω να πω στους ανθρώπους πάνω από όλα είναι ότι αν δεν προσπαθήσεις να κάνεις κάτι, δεν θα το κάνεις ποτέ. Και δεν συνειδητοποιείς ότι μπορείς να κάνεις κάτι, μέχρι να το καταφέρεις».
An Introduction to Performance Art | TateShots