Οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται ταχύτερα από τον πληθωρισμό και τα έσοδα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε δημοσίευμά του το Bloomberg, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται σε όλο τον κόσμο και η συγκυρία αυτή είναι κακή.
Στην Ινδονησία, το τόφου είναι κατά 30% ακριβότερο από ό, τι τον Δεκέμβριο. Στη Βραζιλία, η τιμή των εγχώριων φασολιών είναι πιο υψηλή κατά 54% σε σύγκριση με τον περασμένο Ιανουάριο. Στη Ρωσία, οι καταναλωτές πληρώνουν 61% πιο ακριβά τη ζάχαρη από ό, τι πριν από ένα χρόνο.
Το υψηλό κόστος των τροφίμων διεθνώς έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία το τελευταίο διάστημα, με ολοένα και περισσότερους καταναλωτές ανά τον κόσμο να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες στον ήδη πληττόμενο από την πανδημία οικογενειακό προϋπολογισμό.
Οι αναδυόμενες αγορές πλήττονται ήδη και από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών. Οι καταναλωτές στις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Ευρώπη βλέπουν και εκείνοι τις συνέπειες στο πορτοφόλι τους καθώς οι εταιρείες δεν έχουν τρόπους να «απορροφήσουν» το κύμα των αυξήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, το παγκόσμιο κόστος τροφίμων αυξήθηκε τον Μάρτιο για 10ο συνεχόμενο μήνα, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο υψηλότερο επίπεδο από το 2014.
Η νέα άνοδος μεταξύ άλλων οφείλεται στις τιμές των λαχανικών και του ελαιόλαδου, ως απόρροια της υψηλής ζήτησης, όπως εξήγησε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Οργανισμού Τροφίμων του ΟΗΕ.
Οι 10 ανοδικοί μήνες αποτελούν, ταυτόχρονα, το μακροβιότερο «ράλι» της τελευταίας 10ετίας, και αυτό με την σειρά του ασκεί αυξητικές πιέσεις στον πληθωρισμό, επηρεάζοντας αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Υπενθυμίζεται ότι η εκρηκτική άνοδος των τιμών ξεκίνησε τους προηγούμενους μήνες, όταν η Κίνα εισήγαγε μεγάλες ποσότητες τροφίμων για την εκτροφή χοίρων, σε μια προσπάθεια ανάκαμψης από την πανδημία του κορωνοϊού. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, οι ελπίδες για σταθεροποίηση των τιμών εναποτίθεται στις σοδειές σιτιρών των χωρών του βόρειου ημισφαιρίου.