Ήδη στο πέμπτο της μυθιστόρημα, η Ειρήνη Βαρδάκη αποτελεί μια νέα λογοτεχνική φωνή που ξέρει κάθε φορά να κερδίζει το κοινό της, καθώς σταθερά χαρακτηριστικά της γραφής της αποτελούν η καλοδουλεμένη πλοκή, ο ιδιάζων τρόπος αφήγησης και το κλιμακούμενο σασπένς.
Αυτά ακριβώς είναι και τα συστατικά του «Μέντορα», του νέου της βιβλίου, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 17 Μαΐου από τις εκδόσεις Μίνωας. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ, όπου το έγκλημα έρχεται σε ένα ιδιάζον γκρο-πλαν, ενώ το ψυχολογικό θρίλερ αποκαλύπτεται συνεχώς μέσα από τις διαφορετικές πτυχές του. Ένας μέντορας και η μαθητευόμενή του ζουν μια συγκλονιστική αγάπη, που όμως θα τους αφανίσει. Η εξαφάνισή τους γίνεται πρωτοσέλιδο και η κατανόηση της σχέσης τους απαραίτητη για την εξιχνίαση του εγκλήματος της λίμνης. Καριέρα και έρωτας ενώνονται σε ένα δυσεπίλυτο παζλ μυστηρίου, για την εξιχνίαση του οποίου το μόνο που χρειάζεται είναι ευφυΐα, μέχρι να διαπιστώσεις ότι ο μοναδικός σου αντίπαλος είναι η αλήθεια.
Η LiFO εξασφάλισε για τους αναγνώστες της την προδημοσίευση ορισμένων αποσπασμάτων του «Μέντορα»:
«Ο μέντοράς μου… Η τρικυμία στις σκέψεις. Νυχτερινές συναντήσεις. Κομμάτια από φως. Εκείνα που με δίδαξε. Κομμάτια δικά του. Εκείνα που μου έμαθε. Εκείνα που δεν κατάφερα να μάθω. Τα εύκολα κομμάτια, τα λάθος κομμάτια. Τα ασαφή και τα δυσνόητα. Κομμάτια του μέντορά μου. Κείμενα, γραφές, λέξεις. Ο εαυτός που μαθήτευσε πλάι του. Η εξίσωση της αγάπης μας. Χαμένα κρατούμενα, αλήθειες που πήγαν πίσω στα δεκαδικά. Αισθήματα που κρύφτηκαν πίσω από την υποδιαστολή. Ο μέντοράς μου. Τα κομμάτια μου.
Όταν όλα τελειώνουν… πάντα κάτι μένει. Αυτό δεν λένε όλοι;
Αν με ρωτούσες πριν από χρόνια, θα σου έλεγα πως το να σκοτώσω είναι το ίδιο πιθανό με το να ταξιδέψω στο Διάστημα. Τώρα… τώρα ξέρεις τι μου μένει; Μόνο το ταξίδι… το γαμημένο ταξίδι στο Διάστημα.
Αγαπημένε μου μέντορα… όλα, μα όλα όσα ακολουθούν είναι η ιστορία μας, και γράφτηκαν για σένα...
Αγαπημένο μου παιδί,
Τρύπησες τον φλοιό μου, έφτασες στον πυρήνα μου. Σ’ εκείνη την πορφύρα που αναβοσβήνει εντός μου, στους χρόνους και στις εποχές της ύπαρξης μου.
Σε αγάπησα με όλους τους χειμώνες και τα καλοκαίρια μου. Με τις ζεστές λιακάδες και τις παγωμένες μου νύχτες. Με τη φθινοπωρινή καρδιά μου, όταν της πέφτανε τα φύλλα και με τα βλεφαρίσματά της, όταν σκορπιόταν μανιασμένα στον αέρα. Τροπικοί πυρετοί και χιονισμένα σπίτια.
Βλέπεις, εγώ… αγαπημένο μου παιδί, σ’ τα χάρισα όλα. Όλους τους γαλήνιους και θυμωμένους εαυτούς μου. Τους χαρούμενους και τους προδομένους. Από το βρέφος που κάποτε υπήρξα μέχρι τα άσπρα μου μαλλιά. Τρύπησες τον χρόνο μου, έσπασες τα τσόφλια των γεγονότων που με καθόρισαν, έφτασες στην πεμπτουσία μου. Σε όλα όσα ήμουν και σε όλα εκείνα που μπορούσα να γίνω.
Βρήκες το μικρό παιδί εντός μου και το ξεγέλασες με καραμέλες. Του άλλαξες τον ρου της ιστορίας του. Το νανούρισες με αλλιώτικα παραμύθια, το θήλασες με γάλα και ζωή διαλεγμένα από σένα.
Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος.
Δεν είμαι εγώ.
Είμαι… είμαι όσα εσύ αποφάσισες για μένα.
Διακόσιες πενήντα τέσσερις μέρες από την εξαφάνιση
Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει όταν ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Αστυνομία, ανοίξτε! Γιατί με ξύπνησαν; Γιατί;
Αστυνομία! Ανοίξτε!
Μα τι κάνουν; Θα σπάσουν την πόρτα! Καταφέρνω να σηκωθώ. Με το ένα χέρι στηρίζομαι στη βιβλιοθήκη προκειμένου να φτάσω στην πόρτα. Με το άλλο χέρι κρατάω το κεφάλι μου. Η ζαλάδα με κάνει να παραπατώ. Τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται ολοένα και πιο δυνατά, βαράνε στον ρυθμό της ημικρανίας μου. Όταν ανοίγω, τους βλέπω μπροστά μου. Τρεις ένστολοι. Υπερβολικά πολλοί για ένα και μόνο μαντάτο. Δεν νομίζεις; Τώρα στηρίζομαι στην πόρτα και τους κοιτάζω. Κάτι με κάνει να θέλω να κλάψω, να πέσω στα γόνατα και να θρηνήσω. Αν ζούσες, θα σε είχαν μαζί τους… θα σε έβλεπα πλάι τους. Όμως… δεν ζεις. Έτσι δεν είναι;
«Τι συμβαίνει;» ακούω τη φωνή μου ξένη. Αυτήν τη φωνή δεν την αναγνωρίζω.
«Βρέθηκε».
«Ζει;»
«Λυπάμαι πολύ».
«Λυπάστε; Ναι. Λυπάστε».
«Πρέπει να μας ακολουθήσετε».
«Είναι απαραίτητο;»
«Είναι, ναι».
«Ωραία… τότε μάλλον πρέπει να ντυθώ».
«Ένα λεπτό, δεν θα ντυθείτε. Θέλω να πω, θα σας βοηθήσει συνάδελφος να…»
«Θα με βοηθήσει να ντυθώ;»
«Ναι».
«Με συλλαμβάνετε;»
«Όχι. Για την ώρα, όχι».
«Πού πάμε;»
«Στον τόπο που βρέθηκε. Νομίζω ότι ξέρετε τον τόπο».
«Ναι. Μπορεί. Να σας κάνω μια ερώτηση;»
«Πείτε μου».
«Έχει κρύο; Εκεί που βρέθηκε… έχει κρύο; Να πάρω κάτι ζεστό. Θα κρυώνει, νομίζω».
Ειρήνη Βαρδάκη
«Ο Μέντορας»
Εκδόσεις Μίνωας
Σελ.: 480