Τον εικοστό αιώνα, οι τσάντες έγιναν τα νέα κοσμήματα. Αν ρίξει κάποιος μια ματιά σε δημοπρασίες μεγάλων οίκων παγκοσμίως, αναλογικά, οι τσάντες έγιναν ανταγωνιστικές και πιο ακριβές από τα κοσμήματα. Όλα αυτά δείχνουν το πάθος των γυναικών να κρατούν κάτι που συμβολίζει δύναμη και πολυτέλεια στην καθημερινότητά τους, κάτι που δε μπορούν να κάνουν με ένα κόσμημα, να έχουν κάποιο αντικείμενο που να αντέχει στο χρόνο και τις μόδες και σημαίνει πολύ περισσότερο από το να χωρά τα πράγματά τους. Η τσάντα και μέσα στην ιστορία ήταν μια δήλωση, ιστορική, πολιτική, ταξική του ανθρώπου που την έφερε. Στα τέλη του περασμένου αιώνα, έγινε συλλεκτικό πάθος. Και οι οίκοι μόδας, στο ύψος των περιστάσεων, δεν απογοήτευσαν καμία γυναίκα που ήθελε να κρατήσει ένα μοντέλο εκκεντρικό όσο και στιβαρό, για να περάσει το δικό της μήνυμα της εποχής, να υπονομεύει την τιμή του αξεσουάρ που κρατούσε, να παίζει με όρους της street art, τα φεμινιστικά μηνύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα.
Δε θα μπορούμε ένα μουσείο σαν το Victoria and Albert Museum στο Λονδίνο να μην αφιερώσει μια έκθεση στο απόλυτο φετίχ των γυναικών παρουσιάζοντας στην έκθεση «Bags: Inside Out» προκειμένου να διερευνήσει τη σχέση της τσάντας με τον συμβολισμό της ως έμβλημα εξουσίας και καμβά για πολιτικές δηλώσεις, ως προϊόν μια πολύπλοκης διαδικασίας σχεδιασμού και διακόσμησης που εξελίσσεται δραματικά μέσα στους αιώνες. Η αλήθεια είναι ότι η ωραία τσάντα τραβάει σαν μαγνήτης το βλέμμα. Οι γυναίκες το γνωρίζουν αυτό και οι άνθρωποι της μόδας δηλώνουν ότι είναι το είδος -ούτε τα παπούτσια που φθείρονται ούτε τα ρούχα που είναι πανί- για το οποίο μια γυναίκα αξίζει να κάνει αιματηρές οικονομίες. Οι συλλέκτριες τσαντών λένε ότι η αξία τους αυξάνεται με τα χρόνια, κάτι που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος όταν σε περίοδο κρίσης οι τσάντες πουλιούνται σε τιμές υψηλότερες και από αυτές που έχουν αγοραστεί αν είναι επώνυμες και άθικτες.
Τριακόσιες τσάντες παρελαύνουν στην έκθεση που ξεκινά από την ιστορία της όταν τον 16ο αιώνα που χρησιμοποιήθηκε για να μεταφέρει την ασημένια μήτρα της Μεγάλης Σφραγίδας της Αγγλίας μέχρι την περίφημη πρώτη τσάντα Hermès Birkin, που ανήκει στην Τζέιν Μπίρκιν και τη δάνεισε για την έκθεση, η μωβ τσάντα με παγιέτες, Fendi Baguette της Σάρα Τζέσικα Πάρκερ στο Sex and the City, η κόκκινη τσάντα που κρατούσε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ως υφυπουργός για τις αποστολές στις αποικίες, μια τσάντα για αντιασφυξιογόνο μάσκα που ανήκει στη Βασίλισσα Μαίρη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η βαλίτσα της Βίβιαν Λι, είναι μερικά από τα κορυφαία εκθέματα της έκθεσης που θα διαρκέσει έως τις 12 Σεπτεμβρίου 2021.
Η τσάντα και μέσα στην ιστορία ήταν μια δήλωση, ιστορική, πολιτική, ταξική του ανθρώπου που την έφερε. Στα τέλη του περασμένου αιώνα, έγινε συλλεκτικό πάθος. Και οι οίκοι μόδας, στο ύψος των περιστάσεων, δεν απογοήτευσαν καμία γυναίκα που ήθελε να κρατήσει ένα μοντέλο εκκεντρικό όσο και στιβαρό, για να περάσει το δικό της μήνυμα της εποχής
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της έκθεσης είναι το δεύτερο μέρος της, με τίτλο Status and Identity. Αυτό κυριολεκτικά ανοίγει μια χαραμάδα στις ντουλάπες των διασήμων γυναικών και στις αγαπημένες τους τσάντες και μπορεί να δει κάποιος την περίφημη Hermès “Kelly” που πήρε το όνομά της από την Γκρέις Κέλι, τη τσάντα της Μάργκαρετ Θάτσερ, τη “Lady Dior” που πήρε το όνομά της από την πριγκίπισσα Νταϊάνα, ακόμα και τις χρυσές Louis Vuitton “Monogram Miroir” του Marc Jacobs που έγιναν διάσημες όταν τις κράτησαν η Πάρις Χίλτον και η Κιμ Καρντάσιαν, αλλά και τις τσάντες Mulberry που κρατούσαν η Κέιτ Μος και η Αλέξα Τσανγκ.
Σε μια επόμενη ενότητα ακολουθεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της μόδας και της συνάντησής της με την τέχνη. Ας μη ξεχνάμε ότι οι ιδιοκτήτες των πολυεθνικών που έχουν όλα τα πολυτελή brands είναι και μεγάλοι συλλέκτες. Έτσι, ο Τακάσι Μουρακάμι σχεδίασε για τον οίκο Louis Vuitton, η Τρέισι Έμιν για τον οίκο Longchamp, η Μισέλ Πρεντ δημιούργησε την τσάντα «My Body My Business» και ο μεγάλος προβοκάτορας Καρλ Λάγκερφελντ σχεδίασε για τον οίκο Σανέλ μια βραδινή τσάντα που ήταν ένα κουτί από γάλα δείχνοντας ότι η ευρηματικότητα δεν έχει όρια και ότι η μόδα, ακόμα και η απρόσιτη ή πολύ ακριβή μπορεί να παίζει με τους όρους που έπαιξε και κέρδισε η ποπ αρτ, με τα καταναλωτικά προϊόντα.
Η ιστορία της τσάντας ξεκινάει από μια …τσέπη. Οι πρώτες τσάντες ήταν οι εσωτερικές τσέπες στα μεσοφόρια των γυναικών τον Μεσαίωνα. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν από το σπίτι αλλά πάντα ήθελαν μια θήκη για να έχουν κάποια προσωπικά τους αντικείμενα, από ραβασάκια εραστών μέχρι αθώα μαντηλάκια και επικίνδυνα δηλητήρια. Οι θήκες αυτές ήταν από λινό ή βαμβάκι κρυμμένες κάτω από πολλές στρώσεις ρούχων, καθόλου βολικές. Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη τσαντών απαντώνται στους Αιγύπτιους που έδεναν ένα πουγκί γύρω από τη μέση τους περίτεχνο, όσο πιο περίτεχνο ήταν το πουγκί, τόσο πιο πολύτιμο ήταν και το περιεχόμενό του. Οι ταξιδιώτες του 16ου αιώνα άρχισαν να κρατούν δερμάτινες σκληρές και ανθεκτικές τσάντες σαν ταχυδρομικούς σάκους προκειμένου να μεταφέρουν τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Οι γυναίκες και οι άντρες τον 17ο αιώνα αρχίζουν να κρατούν τσάντες σε μικρότερο μέγεθος σε υλικό και σχήμα που αρχίζει να ποικίλει, είναι ίσως η πρώτη φορά που δημιουργείται μια τάση, που τον 18ο αιώνα τελειοποιείται με τσάντες που δεν ακουμπούν τα ευαίσθητα και περίπλοκα ρούχα της εποχής. Οι γυναίκες κρατούν τα reticules που θυμίζουν διχτάκια, ένα τύπο βραδινής τσάντας που δεν ακουμπά το ρούχο αλλά κρέμεται από τον καρπό και έγινε μια πρόσκαιρη μόδα χρησιμοποιήθηκε περίπου από το 1795 έως το 1820. Συνήθως ήταν ασορτί με το ρούχο και ραβόταν από το ίδιο ύφασμα, ή ταίριαζε με το φόρεμα. Από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα, η τσάντα γίνεται απαραίτητη όσο περισσότερο βγαίνουν οι γυναίκες από το σπίτι τους. Κρατούν τσάντες που ταιριάζουν πάντα με τα ρούχα αλλά σε πολλά διαφορετικά στιλ και μεγέθη.
Αυτό αλλάζει περίπου τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, όταν η τσάντα δεν συνδυάζεται υποχρεωτικά με τα ρούχα, αλλά μπορεί να αποτελεί ένα αντικείμενο «ανεξάρτητο». Η «επανάσταση της τσάντας» έχει ξεκινήσει και ολοκληρώνεται μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όταν οι γυναίκες αρχίζουν να αναζητούν νέα αξεσουάρ, τσάντες από μέταλλα, διάφορα δέρματα, καθρέφτες ενώ στην ιστορία της τσάντας μπαίνει και το φερμουάρ που αλλάζει τα πάντα, σχεδιαστικά και λειτουργικά. Η Κοκό Σανέλ μεγαλουργεί και καινοτομεί δημιουργώντας μια καπιτονέ τσάντα, με αλυσίδα για να κρεμιέται από τον ώμο, φτιάχνοντας την πιο διαχρονική και διαχρονικά ακριβή, την τσάντα που έχει αντιγραφεί όσο καμία άλλη στην ιστορία της μόδας.
Εξαιτίας της Σανέλ αρχίζουν να εμφανίζονται και οι πρώτες απομιμήσεις των σχεδίων μεγάλων σχεδιαστών. Οι τάσεις από τότε αλλάζουν διαρκώς, οι τσάντες μεγαλώνουν και μικραίνουν, οι γυναίκες θέλουν πρακτικές μεγάλες τσάντες για να πηγαίνουν στη δουλειά και μικρές για το βράδυ. Επίσης πρέπει να έχουν πολλές τσάντες, η εποχή της μιας τσάντας έχει πεθάνει. Οι οίκοι μόδας συναγωνίζονται σε φαντασία και ευρηματικότητα, όλη η καινοτομία μεταφέρεται στα υλικά, το σχήμα, το λογότυπο. Οι σταρς αναλαμβάνουν να γίνουν brand ambassadors των μεγάλων οίκων, μια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της δε μπορεί να κυκλοφορεί με μια φθηνή τσάντα, αυτό είναι το μήνυμα.
Η τσάντα είναι το βασικότερο αξεσουάρ της γυναίκας, αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα που δεν πρόκειται να αποτραπεί και γιατί άλλωστε; Υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την στιγμή που αποκτάς την πρώτη «καλή σου» και ακριβή τσάντα;