Ο βασιλιάς Πέδρο ο Α’ της Καστίλλης επισκέπτεται τη Σεβίλλη. Λίγο έξω από την πόλη, ένα παραλίγο μοιραίο ατύχημα θα κάνει τον διάδοχο και αδερφό του Ενρίκε να ξανασυναντηθεί με έναν έρωτά του που νόμιζε χαμένο, τη Δόνια Μενθία. Εκείνη, όμως, είναι πλέον παντρεμένη με τον επιφανή Σεβιλλιάνο Γκουτιέρε Αλφόνσο ντε Σολίς. Σύντομα το ερωτικό τρίγωνο θα εμπλακεί σε ριψοκίνδυνες απόπειρες ελέγχου μιας έκρυθμης κατάστασης. Η έκταση των επιπλοκών θα πάρει απρόσμενες διαστάσεις, πλήττοντας κάθε βεβαιότητα που αφορά στους ήρωες του έργου.
Αυτά συμβαίνουν στο έργο του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα «Ο Γιατρός της Τιμής του», ένα «από τα πιο ανησυχητικά έργα του παγκόσμιου δραματολογίου […], ένα σκοτεινό αριστούργημα», όπως το έχει χαρακτηρίσει ο Βρετανός συγγραφέας και τεχνοκριτικός Μάικλ Μπίλιγκτον.
Το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί έργο του Καλντερόν μετά το «Η ζωή είναι όνειρο», μια σπουδή ανάμεσα στο πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση, το όνειρο και στην πραγματικότητα, που ανέβηκε στο Αμόρε το 2003 και στο θέατρο Πόρτα το 2004.
Αριστούργημα του σπουδαίου Ισπανού δραματουργού, «Ο Γιατρός της Τιμής του» (1635) είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά αλλά και αμφιλεγόμενα έργα της ισπανικής Χρυσής Εποχής (17ος αιώνας). Διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέδρο της Καστίλλης (1350-1369) και ανήκει στην κατηγορία των θεαματικών «δραμάτων τιμής», στα οποία οι κύριοι χαρακτήρες καλούνται να αντιμετωπίσουν επιτακτικές αλλά και αντικρουόμενες επιταγές.
Ο Γιατρός της Τιμής του είναι ένα έργο ποιητικό και ταυτόχρονα βαθιά σκοτεινό, που περιγράφει έναν κόσμο ηθικού και πνευματικού τέλματος. Για περισσότερα από 350 χρόνια το έργο και ο συγγραφέας τυγχάνουν ακραίων αντιδράσεων από τους αναγνώστες και τους θεατές, από σκληρές ύβρεις έως άκρατο ενθουσιασμό.
«Είναι ένα έργο που μου άρεσε εδώ και πάρα πολύ καιρό. Δεν έχω μπει ποτέ στην ανάλυση να δω γιατί τα πράγματα που μου αρέσουν, μου αρέσουν. Μαθαίνω μόνο όταν τα επεξεργαστώ και δουλέψω γι’ αυτά, και πάρω απόσταση χρονική για να μπορέσω να δω πού βρισκόμουν εγώ και τι αντανακλούσαν από την πραγματικότητά μου εκείνη τη στιγμή. Είμαι σε απόλυτη σύνδεση με το έργο και δεν μπορώ να κρίνω γιατί το διάλεξα, εκτός από το πολύ απλό: γιατί μου άρεσε. Μου άρεσε και πριν από 20 χρόνια που το πρωτοδιάβασα, μου άρεσε και όταν το ξαναδιάβασα.
Το ξεδίπλωμα της πλοκής γίνεται με οικονομία, ρυθμό και δραματική δομή αλάνθαστης δύναμης. Ως προς την ατμόσφαιρα «Ο Γιατρός της Τιμής του» έχει κάτι από γκόθικ ιστορία τρόμου. Δίνεται εύκολα η εντύπωση, ότι πρόκειται για ένα υλικό άξιο ενός Έντγκαρ Άλαν Πόε ή ενός Χίτσκοκ στα καλύτερά τους.
Αν μπορώ να βρω κάποιες συνδέσεις, βρέθηκε η χρονική στιγμή που έχει να κάνει με την καταγραφή μιας εποχής που είναι το ίδιο το μπαρόκ και που το αντανακλά πολύ καλά η γραφή του Καλντερόν, μια εποχή μεγάλης αστάθειας, μεγάλης αβεβαιότητας, ισχυρών συγκρούσεων, εντυπωσιασμού, στροφής σε μια συντήρηση που φέρνει η Αντιμεταρρύθιση ως απάντηση στον σκεπτικισμό της Αναγέννησης.
Είναι μια εποχή φανατισμού, έντονης εξωστρέφειας και φόβου, πολύ φόβου, και οι αναγωγές με την εποχή μας είναι μάλλον είναι προφανείς. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό με οδήγησε να το επιλέξω, αλλά αν πρέπει να ψάξω κάτι σαν τη σχέση με το τώρα, υπάρχουν πολλές συνδέσεις για να είναι μια καθαρά συμπτωματική επιλογή.
Από κει και πέρα, πιστεύω ότι είναι ένα είδος με έντονη θεατρικότητα, που αξίζει κανείς να σταθεί σε αυτό, αντί να ανεβάσει για 15η φορά έναν Σαίξπηρ ή ένα από τα γνωστά έργα που συνήθως ανακυκλώνονται στο αθηναϊκό ρεπερτόριο. Με ενδιαφέρει δηλαδή το ότι είναι ένα άγνωστο αριστούργημα που θα παρουσιάσω στο κοινό και που ερχόμενο δεν θα ξέρει καν τι γίνεται στο έργο, οπότε θα το παρακολουθήσει και με την περιέργεια για ένα άγνωστο υλικό.
Έχει να κάνει, όμως, και με μια αίσθηση ότι αυτή η ντεκαντάνς, αυτή η παρακμή που περιγράφει ο Καλντερόν, αυτή η αντίθεση, η αμφιθυμία, το χάσιμο του μέτρου, με ενδιαφέρουν και σε θεατρικό επίπεδο και ως απάντηση στο ρεπερτόριο που στήθηκε στο Πόρτα τη φετινή χρονιά. Που το ένα του μέρος συγκροτήθηκε προς μια λιτότητα και μια αμεσότητα και το άλλο ήθελα να έχει το αντιστάθμισμα ενός πιο εκρηκτικού θεατρικού παραδείγματος.
Με κάποιον τρόπο έρχομαι κι εγώ σε μια αίσθηση εναλλακτικής καλλιέργειας, να μην είμαι συνέχεια στραμμένος στα ίδια. Δεν είναι τωρινή απόφαση να ασχοληθώ με το έργο, πολλά χρόνια τώρα κλωθογυρίζει στο μυαλό μου. Επίσης, το γεγονός ότι είναι ένα έργο με στοιχεία έντονης ποίησης, θεατρικότητας, σασπένς και ταυτόχρονα με πολλή γοητεία για αυτόν τον παρηκμασμένο κόσμο του πλούτου και του εκχυδαϊσμού που περιγράφει, με έκανε να το βρίσκω πολύ ελκυστικό.
Νιώθω πολύ τυχερός που δουλεύω με μια ομάδα νέων ανθρώπων, πολύ ταγμένων, με πολλή διάθεση, και αποδεδειγμένα πια, τουλάχιστον για ένα μέρος από αυτούς, συντονισμένους απόλυτα μεταξύ τους αλλά και με τον τρόπο που προτείνω να δουλέψουμε. Είναι ακάματοι και πολύ ορεξάτοι, κουβαλούν έμπρακτα την αγάπη τους γι’ αυτό που κάνουν και με κάποιον τρόπο βρίσκουμε και μιαν απάντηση στο πώς αντιμετωπίζει κανείς την κατήφεια και τη μιζέρια των καιρών.
Στραφήκαμε και στη δουλειά με μεγάλη αφοσίωση και τρυφερότητα και στο μεταξύ μας, χωρίς αυτό ποτέ να καθορίζεται από συναισθηματικούς λόγους αλλά από καθαρά πρακτικούς, που είχαν να κάνουν με το πόσο δουλέψαμε γι’ αυτό. Κι αν αγαπηθήκαμε, αγαπηθήκαμε μέσα από τη δουλειά.
Σκεφτόμουν ότι ανανεώνει πάρα πολύ μετά από μια εποχή που σίγουρα χρειαζόμασταν μια τονωτική ένεση, να ξαναπιάσουμε δουλειά από την αρχή. Το γεγονός ότι δούλεψα μαζί τους καθ’όλη τη διάρκεια της καραντίνας για να ετοιμάσουμε την άλλη μας παράσταση, το Πόσο κοστίζει να ζεις;, επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν μια φυγή από την πραγματικότητα αλλά μια ανάγκη να συνδεθούμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε, και το γεγονός ότι έφερε τα πράγματα σε ένα αποτέλεσμα με κάνει να αισιοδοξώ ότι και το επόμενο, πιο δύσκολο εγχείρημα αυτή τη φορά, Ο Γιατρός της Τιμής του, αν μη τι άλλο, θα έχει συνέχεια» λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Θωμάς Μοσχόπουλος.
«Ο Γιατρός της Τιμής του» είναι αυτό που ονομάζεται απλά «δράμα της τιμής». Το 1609 ο συγγραφέας Λόπε ντε Βέγκα, που κατά τη διάρκεια της καριέρας του συνέθεσε πλήθος τέτοιων δραμάτων, έδωσε μία εξήγηση για την απήχησή τους: «Τα θέματα στα οποία η τιμή πρωταγωνιστεί ρίχνουν πολύ νερό στον μύλο του θεατρικού συγγραφέα, αφού τους αφορούν όλους».
Το ξεδίπλωμα της πλοκής γίνεται με οικονομία, ρυθμό και δραματική δομή αλάνθαστης δύναμης. Ως προς την ατμόσφαιρα «Ο Γιατρός της Τιμής του» έχει κάτι από γκόθικ ιστορία τρόμου. Δίνεται εύκολα η εντύπωση ότι πρόκειται για ένα υλικό άξιο ενός Έντγκαρ Άλαν Πόε ή ενός Χίτσκοκ στα καλύτερά τους.
Ο κόσμος της τιμής είναι ένας κόσμος αυξανόμενου σκότους και εγκλωβισμού, φυσικού και πνευματικού, με όρια ακόμη πιο ασφυκτικά. Το θέαμα της ανθρώπινης αδυναμίας που μένει αβοήθητη στο τέλος του έργου, εγείρει τα ερωτήματα που εγείρει πάντα η τραγωδία: «Γιατί αυτό να πρέπει να γίνει έτσι; Γιατί ο κόσμος να είναι έτσι;». Και είναι αυτά τα ερωτήματα που μας ξυπνούν το έλεος και τον φόβο.
Με τους ηθοποιούς να φορούν μαύρα ρούχα και η σκηνή να ζωγραφίζεται με τους τόνους του μαύρου πάνω στο μαύρο, ο εικαστικός και σκηνογράφος Βασίλης Παπατσαρούχας λέει για τα «σκληρά» κοστούμια της παράστασης. «Μια είναι η λέξη κλειδί για μένα. Το “παιχνίδι”. Μόνο έτσι λειτουργούν τα πράγματα. Είναι φοβερά σημαντικό να μπορείς να διατηρήσεις τη διάθεσή σου για αυτό. Είναι όμως ταυτόχρονα και εξαιρετικά δύσκολο, μέσα στο πλαίσιο της ζωής μας, όπως έχει διαμορφωθεί.
Παιχνίδι δεν σημαίνει κάτι που έχει μια ευκολία μέσα του. Είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία. Είναι σοβαρή υπόθεση και συνάμα ανάλαφρη. Ευτυχώς συμβαίνει με αυτούς τους όρους. Είναι μικρές ενέσεις αισιοδοξίας και εύρεσης στόχου.
Μέσα από αυτό το πλαίσιο δούλευα και εξακολουθώ να δουλεύω, αλλά και γενικά να περνώ όσο μπορώ τον χρόνο μου. Το κάνω πάντα; Όχι. Το κάνω εμφανώς; Σίγουρα όχι πολλές φορές, ειδικά για όσους με πρωτογνωρίζουν.
Έτσι αντιμετώπισα τα σκηνικά και τα ρούχα για το έργο που πρωτοανεβάζει ο Θωμάς ως μια φρέσκια και παρθένα πρόταση στο ελληνικό θεατρικό κοινό. Έχω μια τάση να δρω και λίγο πραξικοπηματικά μέσα από το κείμενο. Στα όρια του προβοκατόρικου, θα έλεγα. Το κάνω γενικά κατά καιρούς μέσα από τις δουλειές μου. Εκεί όπου υπάρχει χώρος και ουσία για να συμβεί κάτι τέτοιο. Εκεί όπου υπάρχουν οι κατάλληλοι σύντροφοι στο παιχνίδι. Και στη συγκεκριμένη συνεργασία υπάρχουν.
Από την πρώτη ανάγνωση, χωρίς να πολυστέκομαι σε λεπτομέρειες, αισθάνθηκα ότι είναι ένα σύμπαν σε αργή κίνηση. Με ελάχιστα χρώματα. Σαν σκιές χωρίς σώματα. Τα λόγια αρθρώνονται με ψιθύρους. Τρυφερά και συνάμα απόκοσμα. Αυτά τα δυο είναι πολύ κοντά. Ιδανικά με πάτημα τόσο ελαφρύ, σχεδόν ανύπαρκτο. Ξεκίνησα να δουλεύω ζωγραφικές μακέτες χωρίς να εστιάζω σε ρόλους. Δεν με ενδιέφερε η περιγραφή, με ενδιέφερε το από κάτω, αυτό που πρέπει λίγο –ή και πολύ– να σκάψουμε για να βγει στην επιφάνεια. Ξέρεις, αυτό που πρέπει να λερώσουμε τα χέρια μας. Το ξεκαθάρισμα των ρόλων έγινε μετά. Το καθετί πήρε τη θέση του αλλά ο κόσμος είχε βρεθεί από πριν. Βρέθηκε μέσα από το παιχνίδι και ευτυχώς που στις περισσότερες περιπτώσεις για να παίξεις θέλεις και άλλους. Και μέσα από το κάλεσμα αυτό θέλεις οι συμπαίκτες σου να είναι άνετα, να το κάνουν και δικό τους παιχνίδι. Μόνον έτσι».
Όταν πέθανε το 1681, στα 81 του χρόνια, σε ηλικία μεγαλύτερη από όλους τους άλλους διάσημους δραματουργούς της εποχής του, ο γεννημένος στη Μαδρίτη Δον Πέντρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα είχε δει έναν αιώνα να περνά μπροστά από τα μάτια του και ο ίδιος είχε διανύσει μια ζωή με πολλές δυσκολίες αλλά και τιμές.
Παιδί ενός αυταρχικού πατέρα, και μιας μητέρας που σκοπό είχε να τον κάνει ιερέα, παρέλαβε οδηγίες για την καριέρα του και απειλήθηκε από αποκλήρωση στη διαθήκη του πατέρα του αν συνέχιζε να φλερτάρει μία συγκεκριμένη γυναίκα. Αυτό το μικρό παράδειγμα του αυταρχικού χαρακτήρα του πατέρα του ίσως εξηγεί εν μέρει τους σκληρούς και τυραννικούς πατέρες που τόσο συχνά εμφανίζονται στα έργα της ωριμότητάς του.
Η φύση του ήταν βίαιη και σε νεαρή ηλικία όχι μόνο εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο, στο παγκοσμίου φήμης Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, αλλά οδηγήθηκε και στη φυλακή, ενώ όταν επέστρεψε στη Μαδρίτη αυτός και τα αδέλφια του αναμίχθηκαν σε φόνο.
Στα 20 έκανε τις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες και επαινέθηκε από τον Λόπε ντε Βέγκα, τον πιο φημισμένο θεατρικό συγγραφέα της εποχής, ως «ο Δον Πέντρο Καλντερόν, που σε τόσο νεαρή ηλικία αξίζει δάφνες που ο χρόνος συνήθως χαρίζει μόνο σε όσους έχουν γκρίζα μαλλιά».
Θα περνούσαν δεκαπέντε χρόνια για να δημιουργήσει τα μεγάλα του έργα στη χρυσή εποχή του ισπανικού θεάτρου, όταν ο Λόπε ντε Βέγκα και ο Τίρσο ντε Μολίνα ήταν στο αποκορύφωμα της δόξας τους και η ανάγκη για νέα έργα ήταν ακόρεστη.
Ο Καλντερόν έγραφε έργα για ηθοποιούς-θιασάρχες που παρουσιάζονταν στα corrales, στα δημόσια θέατρα, και από την άλλη για το Παλάτι, όπου οι δυνατότητες για πλούσιο θέαμα ήταν πολύ μεγαλύτερες, και τέλος για τους εορτασμούς του Corpus Christi, όπου θρησκευτικά έργα παρουσιάζονταν σε υπαίθριο χώρο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το έργο «Ο Γιατρός της Τιμής του» (1635).
Χρίστηκε ιππότης του μεγάλου στρατιωτικού Τάγματος του Σαντιάγο το 1636 για την συνεισφορά του στη θεατρική ζωή της Μαδρίτης, αλλά μια δεκαετία αργότερα, με τραγωδίες στην προσωπική του ζωή, τον θάνατο του αδερφού του και της γυναίκας του στη γέννα ή λίγο αργότερα, η εθνική παρακμή και η τελμάτωση της θεατρικής δραστηριότητας τον οδήγησαν να ασπαστεί το χρίσμα το 1651.
Δεν ξαναέγραψε για τα δημόσια θέατρα, αλλά συνέχισε να παράγει δύο θρησκευτικά έργα τον χρόνο για τις γιορτές του Corpus Christi, καθώς και περίτεχνα κομμάτια για το Παλάτι, για άλλα 30 χρόνια. Το 1653 έγινε ιερέας στο διάσημο παρεκκλήσι του Reyes Nuevos στον μεγάλο Καθεδρικό στο Τολέδο.
Ο Καλντερόν διορίστηκε επίτιμος ιερέας του Φίλιππου Δ' το 1663 και συνέχισε ως ιερέας του διαδόχου του. Στα ογδόντα ένα του χρόνια, λίγο πριν από τον θάνατό του, έγραψε το τελευταίο του κοσμικό έργο, Hado y Divisa de Leonido y Marfisa, μια κωμωδία προς τιμήν του γάμου του Καρόλου Β' με τη Μαρία Λουίζα της Ορλεάνης.
Ο Γιατρός της Τιμής του
Συγγραφέας: Πέδρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Βασίλης Παπατσαρούχας
Σχεδιασμός Φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Αυγουστίνος Κούμουλος
Ερμηνεύουν: Γιώργος Παπαπαύλου, Αμαλία Καβάλη, Μελαχρινός Βελέντζας, Στέργιος Ιωάννου, Φώτης Στρατηγός, Ελένη Δαφνή, Αυγουστίνος Κούμουλος, Παύλος Παυλίδης
Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη της φίλης και συνεργάτιδας Έλλης Παπαγεωργακοπούλου.
Θέατρο Πόρτα
Λεωφ. Μεσογείων 59, 21 0771 1333
Από 21/11
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή & Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 19.00
* Σημείωση: Η παράσταση Πόσο κοστίζει να ζεις; της Μαρτίνα Μάγιοκ, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, από τις 22 Νοεμβρίου θα παρουσιάζεται στο θέατρο Πόρτα κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21.00.