Έχω φτάσει στο σπίτι της Ξένιας Καλογεροπούλου, απέναντι από το δασάκι, στα Ιλίσια, ένα σπίτι φωτεινό, γεμάτο βιβλία. Mε υποδέχεται στην πόρτα ‒ μόλις έχει γυρίσει από το κολυμβητήριο, μια δραστηριότητα που τη βοηθά πολύ από τότε που έχασε την όρασή της.
Η Μαρούλα, μια γάτα φουντωτή και χαδιάρα, κάνει καμαρωτά και επιδεικτικά βόλτες γύρω της. Η τετράποδη συγκάτοικός της βάλθηκε να την κατακτήσει από την πρώτη κιόλας μέρα ‒ η Ξένια ήταν απαρηγόρητη εκείνη την εποχή, σε κατάθλιψη, δεν ήθελε καθόλου μια καινούργια γάτα που δεν θα μπορούσε να την κοιτάει στα μάτια. «Έχω καινούργια γάτα», μου είπε όταν συναντηθήκαμε στην «Πόρτα» την περασμένη εβδομάδα, «είναι η καλύτερη γάτα που είχα ποτέ, να έρθεις να τη δεις».
Από την απραξία μιας μακράς περιόδου το πρόγραμμά της γεμίζει ξανά, με μαθήματα κομπιούτερ για τυφλούς, πρόβες και καινούργια βιβλία που ετοιμάζει. Μια έφηβη ογδόντα πέντε ετών είναι η Ξένια, απίθανη παρέα, υπέροχη αφηγήτρια, αεικίνητη, ακούραστη και μεγάλη μαχήτρια, που παραμερίζει και το πιο μεγάλο πρόβλημα.
Παλιά είχα γλαύκωμα, το είχα εγχειρίσει και πήγε καλά. Αυτό που έπαθα τώρα συνέβη ξαφνικά. Πήγαινα με το ταξί στην πρόβα μου στη Στέγη για την «Εξημέρωση», που παίξαμε στις αρχές του 2020, και ξαφνικά έγινε νύχτα. Ήταν φοβερό. Βγήκα από το ταξί και είπα «τι είναι αυτό;». Ωχρά κηλίδα. Δεν διορθώνεται, κάνω ενέσεις για να μη χειροτερέψει, αλλά δεν βλέπω.
— Χάρηκες που άνοιξε ξανά η «Πόρτα» και θα αρχίσετε να μπαίνετε σε μια σειρά;
Ήταν πολύ στενόχωρο το κλειστό θέατρο για όλους μας, παρόλο που τώρα πια ανακατεύομαι λιγότερο, όλη την ευθύνη την έχει ο Θωμάς (σ.σ. Μοσχόπουλος). Όσοι έχουν δικό τους θέατρο ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να το κρατήσεις, αλλά εγώ θέλω, όσο ζω, να υπάρχει η «Πόρτα», δεν θα ήθελα να το νοικιάσω και να γίνει σούπερ-μάρκετ ή οτιδήποτε άλλο. Κι ας είναι λιγότερα τα λεφτά, κι ας ζοριζόμαστε.
— Πρόβες πότε θα αρχίσεις;
Την άλλη εβδομάδα. Θα κάνουμε πολύ καιρό πρόβες για τον «Θείο Βάνια». Θα τις κάνουμε σπαστά, ο Δημήτρης (σ.σ. Καραντζάς) το έχει οργανώσει έτσι. Παίζω τη μαμά του Βάνια, την αντιπαθητικιά, είναι μια στριμμένη που θεωρεί τον Βάνια του πεταματού και αγαπάει πολύ τον καθηγητή, τον γέρο. Είναι δυσάρεστη, αλλά η διανομή είναι πολύ σωστή, αυτήν έπρεπε να παίξω. Κάνω, λοιπόν, την απαίσια μαμά του Λούλη σε αυτόν τον ωραίο θίασο.
— Τηλεόραση βλέπεις;
Ακούω μόνο, δεν βλέπω την οθόνη, που σημαίνει ειδήσεις, συνεντεύξεις. Σειρές δεν μπορώ να δω.
— Αυτή η περιπέτεια με τα μάτια σου πότε ξεκίνησε;
Παλιά είχα γλαύκωμα, το είχα εγχειρίσει και πήγε καλά. Αυτό που έπαθα τώρα συνέβη ξαφνικά. Πήγαινα με το ταξί στην πρόβα μου στη Στέγη για την «Εξημέρωση», που παίξαμε στις αρχές του 2020, και ξαφνικά έγινε νύχτα. Ήταν φοβερό. Βγήκα από το ταξί και είπα «τι είναι αυτό;». Ωχρά κηλίδα. Δεν διορθώνεται, κάνω ενέσεις για να μη χειροτερέψει, αλλά δεν βλέπω. Βλέπω σιλουέτες, σχήματα, αλλά όταν δεν βλέπεις το πρόσωπο, το στόμα, δεν ακούς και καλά. Ασχολούμαι συνέχεια με τα ιατρικά και δεν μου αρέσει καθόλου.
Αυτά συνέβησαν λίγες ημέρες πριν από τον κορωνοϊό, συνέπεσαν και με τον θάνατο της Άλκης (σ.σ. Ζέη), που ήμασταν πολύ φίλες μια ζωή και είχαμε δεθεί πολύ, από τότε που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Ρωσία. Αλλά πέθανε όπως ήθελε, έγειρε και πέθανε ‒ γιατί η Άλκη δεν ήθελε να πεθάνει στον ύπνο της, το φοβόταν αυτό πολύ και το έλεγε. Πέθανε ωραία, ήσυχα.
Οπότε, όταν έγινε η καραντίνα, δεν μου έκανε και μεγάλη διαφορά, γιατί δεν ήθελα να κυκλοφορώ. Το περίεργο είναι ότι τον πρώτο καιρό που τυφλώθηκα κυκλοφορούσα πολύ πιο άνετα, δεν φοβόμουνα. Αλλά μετά αρρώστησα, έπαθα όπως μου είπε ο νευρολόγος, κλινολαγνεία.
— Είναι μια μορφή κατάθλιψης;
Ναι, έπαθα κατάθλιψη λόγω στραβομάρας, βαριόμουνα να μετακινηθώ, δεν μπορούσα να περπατήσω καλά, τρέκλιζα, ζαλιζόμουν, περπάταγα σαν πιγκουίνος. Μου είπε, λοιπόν, ότι πρέπει να κολυμπάω. Και είχε δίκιο, έκανα μεγάλες προσπάθειες το καλοκαίρι. Βέβαια, ήμουν πολύ ανάπηρη, έπρεπε να με βοηθάνε, να έχω μπαστούνι, ήταν ταλαιπωρία, αλλά μετά, όταν πήγα στις Μηλιές, στο σπίτι μου, ήμουν καλύτερα.
Αυτή η ιστορία ήταν ένα gap, ξέχασα πράγματα που σιγά σιγά θυμάμαι πάλι. Ήθελα να πεθάνω, δεν ήθελα να ζω, όλα ήταν δύσκολα, βουνό. Και τώρα είναι, αλλά το έχω πάρει απόφαση. Και ξέρεις τι έχω ανακαλύψει; Ξαφνικά, όταν έρχεται κάποιος και πέφτει το φως, σαν φλας, βλέπω για μια στιγμή και μετά σκοτάδι πάλι.
— Με το διάβασμα, που το λατρεύεις, τι έκανες;
Ακούω βιβλία, audio books. Ακούω και podcasts, αλλά είναι πολύ μικρά ‒ και τα δικά σας ακούω, της LiFO. Με τα βιβλία που διαρκούν πολλή ώρα χαλαρώνω πολύ, κάθε βράδυ βάζω και ακούω το βιβλιαράκι μου, στα αγγλικά ή τα γαλλικά. Έχω ακούσει από Τολστόι και Ντοστογιέφσκι μέχρι μοντέρνους συγγραφείς.
Τώρα τελειώνω το «Go Between» του Χάρτλεϊ, είναι το βιβλίο που ενέπνευσε τον Ίαν ΜακΓιούαν να γράψει την «Εξιλέωση». Μου αρέσει πολύ και το διαβάζει η Τζούλιετ Στίβενσον, που είναι φοβερή ηθοποιός ‒ ό,τι έχει ηχογραφήσει το έχω ακούσει. Είχα φέρει εδώ τη Σταυρούλα Παπασπύρου και με βοήθησε πολύ, επειδή μιλάει για τα βιβλία πολύ ωραία. Ήρθε και μου έκανε μια λίστα και παρήγγειλα πολλά από αυτά.
Εμένα δεν μου πήγαινε που ήμουν θιασάρχισσα, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πολύ συχνά το έργο δεν πήγαινε καλά, δεν ήξερα πώς να φτιάξω μια δουλειά, ήμασταν άλλης εποχής. Ήμουν μονίμως χρεωμένη, αλλά το βασικό ήταν ότι δεν διάλεγα σωστά, δεν είχα έναν άνθρωπο να συνεννοηθώ, να ψάχνω τα πράγματα αλλιώς.
— Με τα γραψίματά σου πώς πας; Ασχολείσαι;
Λοιπόν, πριν τυφλωθώ είχα αρχίσει να γράφω ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μοναχική συνέντευξη». Έλεγα διάφορα πράγματα που δεν είχα πει, αλλά δεν μου άρεσε. Μετά άρχισα ένα άλλο, πάλι με ωραίο τίτλο ‒οι τίτλοι μου ήταν ωραίοι‒, αλλά δεν μου άρεσε ούτε αυτό. Δεν ήταν ανάλογα του βιβλίου μου για τον Κωστή (σ.σ. Σκαλιόρα), τα «Γράμματα στον Κωστή», που μου βγήκε έτσι, σαν ανάσα. Αλλά σε αυτό το διάστημα τελείωσα τον «Μίλτο», που έχει ήρωα έναν σκύλο, και τώρα ασχολούμαι με ένα παραμύθι που είχα γράψει παλιά και δεν με είχε ενθουσιάσει, αλλά το έβαλα στο κομπιούτερ για τυφλούς, το άκουσα και μου άρεσε τελικά. Είχα ξεχάσει ότι το είχα ξαναδουλέψει, έτσι θα το βγάλουμε.
Κάνω μαθήματα για το κομπιούτερ με μια γυναίκα που είναι τυφλή εκ γενετής και έχω μάθει κάποια πράγματα, αλλά όχι όσα πρέπει. Ας πούμε, το πληκτρολόγιο το ξέρω καλά. Δηλαδή βλέπω τα πλήκτρα, αλλά όχι τι γράφουν επάνω. Η διόρθωση είναι το δύσκολο, γιατί κάνω πολλά λάθη, δεν μπορώ να δω την οθόνη, ούτε τον κέρσορα, υπάρχει ένα σύστημα, αλλά δυσκολεύομαι. Το παλεύω όμως, γιατί θέλω να γράφω.
— Απ’ όλα τα παραμύθια που έχεις γράψει, ποιο σου αρέσει πιο πολύ;
Η «Αγγελίνα», που είναι εντελώς δικό μου. Εμένα μου αρέσουν οι ιστορίες που είναι λίγο παράξενες και λίγο φοβιστικές. Και τα παιδιά τρελαίνονται με αυτές, είναι πολύ αγαπημένες τους ιστορίες. Και από τα θεατρικά πιο πολύ απ’ όλα αγάπησα το «Σκλαβί» ‒ και τον «Οδυσσεβάχ» και την «Ελίζα» και τον «Νώε». Συνδέθηκαν πολλοί άνθρωποι με αυτές τις ιστορίες και μου το υπενθυμίζουν συχνά, κι αυτό μου αρέσει. Αυτά τα κάνω πιο σωστά, βγαίνουν πιο ωραία από άλλα που γράφω.
— Ξένια, είχες τα γενέθλιά σου. Πόσα έκλεισες;
Έκλεισα πριν από λίγες μέρες τα ογδόντα πέντε. Ήμουν λίγο στενοχωρημένη, όχι γιατί είμαι ογδόντα πέντε, την ηλικία δεν τη σκέφτομαι, όμως είχα μεγάλη μοναξιά, όχι μόνο λόγω του κορωνοϊού αλλά γιατί οι άνθρωποι που κάνω κέφι να τους δω δεν έρχονται.
— Μα δεν παίρνεις κι ένα τηλέφωνο, όλοι σου το λένε.
Δεν παίρνω γιατί είναι όλοι πολύ απασχολημένοι, ντρεπόμουνα, αλλά μου φωνάζετε όλοι και θα το κάνω. Κάθε άνθρωπος έχει τη δουλειά του, εγώ το ανέβαλλα, περνάει ο καιρός και ήμουν πάρα πολύ μόνη. Στα γενέθλιά μου με είχε πιάσει ένα παράπονο ότι κανένας δεν με θυμάται και είναι πολύ λογικό. Είχα αυτή την παράλογη απαίτηση να με θυμηθούν κάποιοι άνθρωποι, αν και ούτε εγώ θυμάμαι τα δικά τους γενέθλια. Αλλά χτύπησε το κουδούνι και ήρθαν όλοι, όλη η οικογένειά μου και ο Θωμάς ‒ πολύ μου άρεσε.
Έτσι είναι τα πράγματα και στο χωριό μου, στις Μηλιές, δεν βλέπω πολλούς, έχουν άλλα ωράρια, ξυπνάνε μεσημέρι και μένουν μέχρι αργά. Εγώ πήγα φέτος ένα βράδυ στην πλατεία, που μου είναι τόσο οικεία και μου αρέσει, αλλά δεν έβλεπα τίποτα, υπέφερα, με έπιασαν τα κλάματα. Έχω άλλο ωράριο, ξυπνάω νωρίς και πηγαίνω για κολύμπι. Δεν παραπονιέμαι, έχω ανθρώπους που με αγαπάνε. Αγαπώ τις Μηλιές, το σπιτάκι μου, το καλντερίμι όμως είναι ένα μαρτύριο, αλλά επιμένω.
Τώρα μπήκα σε άλλη φάση, ευτυχώς, έχω περισσότερη δραστηριότητα. Κάνω και δίαιτα γιατί από τότε που πέθανε ο Κωστής δεν σκεφτόμουν την εμφάνισή μου. Από το καλοκαίρι, που είχαμε την επιτροπή για την επιλογή του νέου διευθυντή του Εθνικού, ζωντάνεψα, με κινητοποίησε αυτό.
— Πώς σου φάνηκε η διαδικασία;
Τα πήγαμε πολύ καλά μεταξύ μας, στην επιτροπή. Ήρθε ο Αλιβιζάτος και μου έφερε είκοσι τρεις αιτήσεις, μια βαλίτσα χαρτιά. Εγώ ήθελα τους τρεις, αλλά δεν γινόταν, λόγω νόμου. Όχι ότι η επιλογή του Μόσχου δεν είναι καλή, είναι η καλύτερη που θα μπορούσαμε να κάνουμε, αλλά εγώ θέλω να αλλάξει ο νόμος, να μπορέσουμε να πάμε ένα βήμα πιο κάτω, να γίνει κάτι για τους επόμενους.
Θα σου πω κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ο Γιάννης Καλατζόπουλος, που ήταν υποψήφιος, όταν ήρθε, μας είπε «εγώ θέλω απλώς να πω κάποια πράγματα, γι’ αυτό ήρθα», δηλαδή ότι πρέπει να σταματήσουμε να έχουμε έναν διευθυντή-πατέρα και η θητεία του να μην είναι τρία χρόνια ‒που ο πρώτος χρόνος είναι χαμένος, με το πρόγραμμα του προηγούμενου‒, αλλά τέσσερα. Ήταν πολύ ωραίο που το είπε αυτό, γιατί ουσιαστικά κι εμείς αυτά σκεφτόμασταν, τον εκσυγχρονισμό μιας διαδικασίας που έχει ζητήματα εδώ και χρόνια.
Νομίζω ότι πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το ζήτημα προσεκτικά, είναι μια κουλτούρα που δεν έχουμε, αλλά θα μας είναι χρήσιμη στο μέλλον. Οφείλουμε να την υπερασπιστούμε και να γίνουν όλες αυτές οι αναθεωρήσεις, πράγματα που θα μείνουν.
— Είδες παραστάσεις;
Δεν είδα, άκουσα. Δεν μου αρέσει μόνο να πηγαίνω στο θέατρο αλλά και να συζητάμε για τις παραστάσεις. Πήγα στου Θωμά το έργο, το «Πόσο κοστίζει να ζεις;» και πολύ μου άρεσαν αυτά τα παιδιά που έπαιζαν. Θα δω τώρα τη «Φαίδρα» του Καραντζά, τον Καραθάνο στον «Προμηθέα» και την Μπέτυ Αρβανίτη. Το καλοκαίρι πήγα στην επιθεώρηση του Φοίβου (Δεληβοριά) και του Δημήτρη (Καραντζά) και στο Ηρώδειο, στους «Ιχνευτές» του Μαρμαρινού, που ήταν έξοχη δουλειά, το καταλάβαινα χωρίς να το βλέπω.
Θέατρο θα πάω όσο περισσότερο μπορώ, αυτό που μου λείπει όμως είναι οι βόλτες, να βγω και να χαζέψω τις βιτρίνες.
— Ξένια, εσύ στο θέατρο έχεις κάνει μια πολύ μεγάλη δεύτερη καριέρα, πολύ διαφορετική από την προηγούμενη.
Κοίταξε, εμένα δεν μου πήγαινε που ήμουν θιασάρχισσα, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γιατί ήμουν θιασάρχισσα με τον παλιό τρόπο, είχα το θέατρό μου, διάλεγα ένα έργο που να μπορεί να ανέβει, να αρέσει, να είναι ποιοτικό και να έχει και έναν ωραίο ρόλο για μένα. Πολύ συχνά το έργο δεν πήγαινε καλά, δεν ήξερα πώς να φτιάξω μια δουλειά, ήμασταν άλλης εποχής. Ήμουν μονίμως χρεωμένη, αλλά το βασικό ήταν ότι δεν διάλεγα σωστά, δεν είχα έναν άνθρωπο να συνεννοηθώ, να ψάχνω τα πράγματα αλλιώς.
Ένα διάστημα δουλέψαμε με τον Σταμάτη Φασουλή, αλλά, αν και αγαπιόμαστε, είμαστε πολύ διαφορετικοί. Η πρώτη φορά που έπαιξα εκτός του θεάτρου Πόρτα ήταν στο Αμόρε. Λοιπόν, εκείνη την ίδια μέρα είχα ραντεβού με τον Λιβαθινό, για να παίξω στα «Παντρολογήματα», και μια ώρα μετά με τον Χουβαρδά. Με τον Γιάννη κολλήσαμε. Και διάλεξα να παίξω στο έργο του Φόσε, το «Τόσο όμορφα», το 2004. Είχα να παίξω τέσσερα χρόνια τότε.
— Και μετά σε πήρε ο Βογιατζής.
Λοιπόν, τότε έγιναν ως εξής τα πράγματα. Με πήρε ο Διαλεγμένος και μου ζήτησε το τηλέφωνο της Βούλας Ζουμπουλάκη για να παίξει στη «Μπέλα Βενέτσια». Η Βούλα απάντησε «όχι» και όταν μου το είπε ο Διαλεγμένος, είπα «τι κρίμα, εγώ θα ερχόμουν τρέχοντας». Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, θυμήθηκαν ότι είχα παίξει τη γιαγιά στο έργο του Φόσε, με πήραν και πήγα. Μετά είχα τη μεγάλη ευτυχία να είμαι στις «Μεταμορφώσεις» του Θωμά και στη συνέχεια ήρθαν κι άλλα πράγματα, και μέχρι σήμερα.
Πολλά τα έχω αγαπήσει και έχω περάσει πολύ καλά. Εκεί βρήκα τον εαυτό μου. Γιατί όταν πας να παίξεις έναν ρόλο σκέφτεσαι τη δουλειά σου στην ουσία, όχι πόσους θεατές θα έχουμε, τι χρωστάμε και γιατί δεν πήραμε αυτό τον ηθοποιό αντί για έναν άλλο. Δεν μου πήγαινε τελικά να είμαι θιασάρχισσα, δεν ήμουν ευτυχής.
— Η πιο καλή σας παράσταση ποια ήταν στην παλιά Πόρτα;
Το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» του Φεντό, σε σκηνοθεσία Βολανάκη. Έλεγε η Βουγιουκλάκη, «ζαριά έριξε η Ξένια». Αλλά δεν είχα ανθρώπους να πάρω μια συμβουλή, ο δε Κωστής ήταν καταστροφή όταν έδινε συμβουλές για το θέατρο. Βασικά, το Πόρτα είναι για τα παιδικά μου, εκεί κάναμε τις μεγαλύτερες επιτυχίες, και συνδέθηκε με γενιές παιδιών.
— Ξένια, γιατί δεν πήγες σε ελληνική δραματική σχολή;
Λοιπόν, είχα δει τον «Θείο Βάνια» στο Εθνικό, μου άρεσε πολύ εκείνη η παράσταση. Την είχε σκηνοθετήσει ο Κουν, που δεν τον ήξερα, μετά έμαθα ποιος ήταν. Ήμουν ακόμα μαθήτρια όταν πήγα να δω τον Κουν ως μέλλουσα ηθοποιός. Μου είπε «θα σε πάρω στη σχολή, αλλά θα τελειώσεις και το σχολείο σου» ‒ με ρώτησε μάλιστα αν ήμουν καλή μαθήτρια.
Εγώ είχα την υποτιθέμενη καλή ‒τελικά κακή‒ τύχη να είμαι συγγενής με τον Γιώργο Παππά. Ο Παππάς τότε γύριζε το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», όπου έπαιζε και η Τασσώ Καββαδία. Εκείνη του είπε ότι ο Κουν είναι το άντρο της ακολασίας και ο πατέρας μου, φυσικά, δεν ήθελε να πάει το παιδί του εκεί. Της μάνας μου, πάλι, της άρεσε η ιδέα να πάμε στην Αγγλία, έτσι πήγαμε και μπήκα στη RADA.
Λοιπόν η σχολή ήταν πολύ κακή και δεν έμαθα τίποτα, αλλά με πήραν σε έναν γαλλικό θίασο που έκανε περιοδεία σε όλη την Αγγλία. Ήμουν και πολύ υπερήφανη γιατί καμία συμμαθήτριά μου δεν είχε βρει δουλειά κι εγώ είχα πιστέψει ότι ήμουν πρωταγωνίστρια, έπαιζα πρώτους ρόλους. Δεν ήμουν καλή, αλλά κανένας δεν μου το έλεγε. Όταν γύρισα εδώ, κάθισα έναν χρόνο και μετά με πήραν στον Μίμη Φωτόπουλο. Ό,τι χειρότερο, όλοι βαριόντουσαν κι έπαιζαν χαρτιά.
Η αλήθεια είναι ότι άργησα πολύ να καταλάβω τι είναι να παίζεις στο θέατρο. Όταν λέω «άργησα», εννοώ ότι μου πήρε χρόνια να μην κάνω τη χαριτωμένη. Ακόμα κι αν άρεσε αυτό, δεν πέρναγε από μέσα μου αυτό που έκανα. Από την άλλη, μου άρεσε το σινεμά, αλλά γυρίζονταν πολύ πρόχειρα οι ταινίες. Όταν έπαιξα στο «Πριν από τα μεσάνυχτα» με τον Ίθαν Χοκ κατάλαβα πώς γίνεται η δουλειά, ήταν μια ευλογία. Χαίρομαι που το έζησα.
Το καλό με τη δουλειά μας είναι ότι, αν δεν θέλεις, δεν βγαίνεις ποτέ στη σύνταξη. Ζούσα καιρό με την προσμονή να αρχίσουμε πρόβες, τώρα έχει πάει η καρδιά μου στη θέση της, λέω μια χαρά τα καταφέρνεις για τα ογδόντα πέντε σου και που δεν βλέπεις.
Η Ξένια Καλογεροπούλου θα παίξει στον «Θείο Βάνια» του Αντόν Τσέχοφ, που θα ανεβάσει ο Δημήτρης Καραντζάς σε μια εκδοχή δωματίου, τον Ιανουάριο του 2022 στο Θέατρο Προσκήνιο.
Μαζί της θα βρεθούν επί σκηνής οι Αντώνης Αντωνόπουλος, Χρήστος Λούλης, Ηρώ Μπέζου, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Θεοδώρα Τζήμου, Νίκος Χατζόπουλος, Μαρία Φιλίνη.