Αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την Άννα Γουίντουρ, την πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο της μόδας, είναι τα μαλλιά της, αυτό το κοντό φουσκωτό καρέ με αφέλειες που δεν έχει καμία σημασία αν είναι στη μόδα, φτάνει που εκείνη το υποστηρίζει για δεκαετίες.
Όλες οι γυναίκες γνωρίζουν ότι θέλει τρομερή πίστη αυτοπεποίθηση και μεγάλη αντίσταση και επιμονή στα κελεύσματα της μόδας για να μην αλλάξεις ποτέ χρώμα και κούρεμα στα μαλλιά σου. Και όπως φαίνεται η Άννα Γουίντουρ διαθέτει αυτά τα χαρίσματα πλουσιοπάροχα, από θέση, φύση, καταγωγή και χαρακτήρα.
Για την Άννα Γουίντουρ έχουν χυθεί τόνοι μελάνης και δηλητηρίου. Μικροί και μεγάλοι της μόδας τη λατρεύουν ή λατρεύουν να τη μισούν, μια ταινία που αποκάλυπτε στοιχεία της προσωπικής της ζωής, με αναφορές στις συνήθειές της, την έκανε πιο διάσημη από όσο η ίδια χρειαζόταν, η αποκρυπτογράφηση του κάθε νεύματός της όταν κάθεται στην πρώτη σειρά των επιδείξεων μόδας και αυτή η άκαμπτη στάση σώματος και το ανεξιχνίαστο πίσω από τα μεγάλα γυαλιά της βλέμμα είναι το αγαπημένο σπορ των συντακτών μόδας και ολόκληρης της σκληρής αυτής βιομηχανίας, της οποίας είναι η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα που δεν έχει κινδυνεύσει αληθινά ποτέ από καμία άλλη στον χώρο των εκδόσεων.
Για το εμβληματικό της χτένισμα, ο ταλαντούχος κομμωτής της λέει: «Δεν θα ήθελα να το αλλάξω. Είναι σαν να ξεφορτώνεται ο Καρλ Λάγκερφελντ την αλογοουρά του. Ή η Μέριλιν Μονρόε τα ξανθά της μαλλιά για να γίνει καστανή».
Η σιδηρά κυρία στο τιμόνι της αμερικανικής Vogue από το 1988 αντιμετωπίζει όλα τα σχόλια με το φλέγμα που διαθέτει ως καθαρόαιμη Βρετανίδα Dame και με σκληρή δουλειά και «μάτι» που συχνά συναγωνίζεται τη δόξα και την ευφυΐα της πιο διάσημης προκατόχου της σε αυτή τη θέση, της Νταϊάνα Βρίλαντ.
Μια τέτοιας εμβέλειας προσωπικότητα έχει φίλους και συνεργάτες που ορκίζονται στο όνομά της και κάποιες στιγμές αποκαλύπτουν –πιθανώς με την έγκρισή της– «μυστικά» που αφορούν τον χαρακτήρα και τις συνήθειές της, όπως το διάσημο bob κούρεμά της.
Ένας από αυτούς είναι ο Ανδρέας Αναστάσης, ο κυπριακής καταγωγής κομμωτής της, γεννημένος στην πόλη Beckenham του Κεντ. Μιλάει στον Nick Haramis και στους Νew York Times για τον ίδιο, τη ζωή του και φυσικά δεν παραλείπει να δείξει την ενόχλησή του όταν την αποκαλούν αδίστακτη εκδότρια, λέγοντας ότι δέχεται τόσο σκληρή κριτική επειδή είναι γυναίκα.
Ο ίδιος τη θεωρεί φίλη του και λέει ότι ακόμα και αν αποσυρθεί από την κομμωτική δεν θα «αποσυρθεί» από την Άννα και όσο εκείνη συνεχίζει, θα συνεχίζει και αυτός. Όσο για το εμβληματικό της χτένισμα, ο ταλαντούχος κομμωτής της λέει: «Δεν θα ήθελα να το αλλάξω. Είναι σαν να ξεφορτώνεται ο Καρλ Λάγκερφελντ την αλογοουρά του. Ή η Μέριλιν Μονρόε τα ξανθά της μαλλιά για να γίνει καστανή».
Ο πατέρας του Ανδρέα Αναστάση ήταν υποδηματοποιός και έφτιαχνε δείγματα παπουτσιών για τον Jimmy Choo. Η μητέρα του είχε το κομμωτήριο Fiji Unisex Hair Salon, όπου πήγαιναν οι ηλικιωμένες γυναίκες της γειτονιάς.
Ο ίδιος από νεαρή ηλικία αγαπούσε τα μαλλιά: Το βράδυ, όταν όλοι είχαν πάει για ύπνο, έβγαζε τις κούκλες Barbie που είχε κρύψει από τις δύο μεγαλύτερες αδελφές του και τους έκανε πλεξούδες. Έτσι, ήταν έκπληξη όταν γράφτηκε στο πρόγραμμα τεχνολογίας σχεδιασμού μόδας του London College of Fashion. Πήγε σε ένα τμήμα μόδας επειδή ο μπαμπάς του έλεγε ότι μόνο οι γκέι κάνουν μαλλιά για να προσθέσει γελώντας ότι αυτό μάλλον δεν λειτούργησε στον ίδιο.
Τα τελευταία έξι χρόνια, στις 8 π.μ. ακριβώς, περπατάει μέχρι το σπίτι της Άννα Γουίντουρ στο Greenwich Village, όπου για περίπου 20 λεπτά κάνει την καθημερινή τελετουργία στα μαλλιά της, χρώμα, κούρεμα ή styling.
Τις πρώτες ημέρες της πανδημίας, όταν κανείς δεν έφτιαχνε τα μαλλιά του –ή τουλάχιστον δεν το παραδεχόταν– ο κ. Αναστάσης συνέχισε να εμφανίζεται στο σπίτι της Άννα Γουίντουρ όπως έκανε πάντα, μόνο που φορούσε τη λευκή στολή που φορούσαν και οι υγειονομικοί.
Η ίδια μετά από κάθε δημόσια εμφάνισή της, ξεφυλλίζει το Getty Images για να σιγουρευτεί ότι τα μαλλιά της ήταν σωστά χτενισμένα. Όταν ταξιδεύει στην Ευρώπη για επιδείξεις μόδας, ο κομμωτής της στέλνει βαφές μαζί με λεπτομερείς οδηγίες για να διασφαλίσει ότι οι διεθνείς στυλίστες που προσλαμβάνει η ομάδα της διατηρούν τη συγκεκριμένη απόχρωση του καραμελόξανθου.
Φυσικά όταν ο δημοσιογράφος των Times τον ρωτά αν τη συναντά λουσμένη ή τη λούζει εκείνος, αν μιλάνε ή κουτσομπολεύουν ή γελάνε, αν φοράει τα γυαλιά ηλίου και στο σπίτι της, αν φορά ρόμπες, παντόφλες ή πιτζάμα, τα πράγματα σοβαρεύουν και ο κομμωτής της απαντά: «Αυτό είναι κάτι που αφορά εκείνη και εμένα».
Όσοι βρίσκονται κοντά στην Άννα Γουίντουρ κατανοούν τη σημασία της διακριτικότητας. Με τη σειρά της, αυτή η διακριτικότητα τούς κρατά κοντά της.
Όταν οι ΝΥΤ έστειλαν ένα μέιλ στην Άννα Γουίντουρ ρωτώντας για τον κομμωτή της, τους έγραψε: «Το επίπεδο της αφοσίωσής του είναι σπάνιο και είναι ευχαρίστηση να είσαι κοντά του. Πάντα εκεί όταν τον χρειάζομαι, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, και τόσο προσεκτικός και σχολαστικός στη δουλειά του. Αισθάνομαι τυχερή που γνωρίζω τον Ανδρέα εδώ και τόσα χρόνια και έχω διαπιστώσει ξανά και ξανά την ικανότητα, τη δημιουργικότητα και την αφοσίωσή του. Απολαμβάνω τον χρόνο μου μαζί του. Τον εμπιστεύομαι απόλυτα».
Ο Ανδρέας Αναστάσης υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι μπορεί να εκπλαγούν από τη ζεστασιά της. «Μου αρέσει να δουλεύω μαζί της. Ήταν πάντα τόσο καλή μαζί μου. Έχω φωτογραφίσει τα σκυλιά της και της έχω δώσει τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες ως δώρα», είπε.
Εκτός από κομμωτής είναι καλλιτέχνης και κάνει τέχνη για την ευχαρίστησή του και όχι για να πληρώνει λογαριασμούς, κάτι που εξασφαλίζει από το διάσημο κεφάλι –και όχι μόνο αυτό– που χτενίζει. Ωστόσο συνδέει την κομμωτική με τη γλυπτική και λέει ότι η πρακτική μοιάζει όταν κάνει ένα γυμνό μπούστο σε ένα μοντέλο και όταν κόβει τα μαλλιά κάποιου, και το κλειδί κάθε τέτοιας σχέσης είναι η λέξη εμπιστοσύνη.
Αφού εργάστηκε σε ένα από τα κομμωτήρια της Toni & Guy στο Λονδίνο ο Ανδρέας Αναστάσης μετακόμισε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από τα 20, την πόλη που είχε λατρέψει από τότε που είδε το 1991 το ντοκιμαντέρ «Madonna: Truth or Dare» και την επαναστατική απεικόνιση του queerness. Έμενε στον καναπέ ενός ξαδέρφου του στο Τζέρσεϊ Σίτι μέχρι να μαζέψει αρκετά χρήματα από την κομμωτική για να μπορέσει να πληρώσει το ενοίκιο ενός διαμερίσματος στη σοφίτα στο Murray Hill, μια γειτονιά του Μανχάταν, το οποίο μοιραζόταν με έναν άνδρα συνοδό που γνώρισε στο Craigslist. Κοιμόταν σε ένα στρώμα στο πάτωμα, αλλά μπορούσε να δει το Empire State Building από το παράθυρό του.
Εκείνη την εποχή εργαζόταν ως στυλίστας στο κομμωτήριο Robert Kree και τη νύχτα ήταν go-go boy σε κλαμπ όπως το Twilo και το Limelight και έφτιαχνε μαλλιά υπό την επήρεια LSD, κάτι που του κόστισε τη δουλειά του στο κομμωτήριο. «Είχα ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα πιστολάκι στο άλλο. Έτρεχα κάτω για να κάνω κοκαΐνη και μετά επέστρεφα και έκαιγα τα μαλλιά κάποιου» λέει.
Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο για να ανανεώσει την πράσινη κάρτα του, κατάλαβε ότι έπρεπε να καθαρίσει και έτσι κάπως ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της ζωής του. Επέστρεψε στη δουλειά του, ασχολήθηκε με τον πνευματισμό, έγινε βίγκαν και διαλογίζεται δυο φορές την ημέρα.
Πριν από μια δεκαετία πήρε ένα τηλεφώνημα που του άλλαξε τη ζωή. Ένας φίλος του μακιγιέρ του είπε ότι υπήρχε κάποιος που έπρεπε να συναντήσει. «Δεν μπορώ να σου πω ποιος είναι», είπε. «Αλλά είναι υψηλού προφίλ. Απλά εμφανίσου στη διεύθυνση».
Ήταν η διεύθυνση της Άννα Γουίντουρ. Τη χτένιζε όταν η επί χρόνια κομμώτριά της δεν ήταν διαθέσιμη. Περίπου έξι χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση η κομμώτριά της συνταξιοδοτήθηκε. Εκείνη του πρότεινε να την αναλάβει, αλλά φυσικά δεν παρέλειψε να του πει μια από τις ατάκες που την έχουν κάνει διάσημη: «Όπως ξέρεις, μπορώ να γίνω αρκετά απαιτητική».
Με πληροφορίες από New York Times