Η απώλεια του Μίμη Παπαϊωάννου, χθες, στα 80 χρόνια του, είναι τεράστια – και για τον κόσμο της ΑΕΚ, της οποίας υπήρξε παίκτης για 17 χρόνια, μα και για το ελληνικό ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό γενικότερα.
Ο Παπαϊωάννου δεν ήταν ένας όποιος κι όποιος ποδοσφαιριστής, μα ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα, που εμφανίστηκαν ποτέ στα ελληνικά γήπεδα στη δεκαετία του ’60.
Μαζί, δε, με τον Μίμη Δομάζο (ΠΑΟ), τον Γιώργο Κούδα (ΠΑΟΚ) και τον Γιώργο Δεληκάρη (ΟΣΦΠ) αποτελούν την ιδανική τετράδα μέσων και επιθετικών-μέσων του ελληνικού ποδοσφαίρου, ενώ με βάση τα νούμερα και τις στατιστικές ο Παπαϊωάννου υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα – δίχως να λείπει ποτέ, φυσικά, από τις ανάλογες εντεκάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου, που καταρτίζονται ανά διαστήματα, από επίσημους φορείς ή και από τους απλούς φιλάθλους, στις συζητήσεις και στα φόρουμ.
Αν και «κοντός» για επιθετικό παίκτη, που βρισκόταν και σε θέση φορ (κρυφός έστω), ο Παπαϊωάννου υπήρξε δεινός κεφαλοσφαιριστής. Πρέπει να έκανε ειδική προπόνηση πάνω στο άλμα, καθώς πηδούσε... στο θεό.
Ποια ήταν, όμως, τα βασικά, τα κύρια προσόντα του Μίμη Παπαϊωάννου, που τον κατέστησαν από πολύ νωρίς «θρύλο»; Πολλά, που συνδέονται και με τις αθλητικές ικανότητές του, μα και με το ήθος του, μέσα στο τερέν.
Ο Παπαϊωάννου υπήρξε «αρχηγός» (της ΑΕΚ) για πολλά χρόνια, πράγμα που σημαίνει πως διέθετε τεράστιο αυτοέλεγχο, ήπια και φίλαθλη συμπεριφορά, παίζοντας καθαρό παιχνίδι. Δεν ήταν, όμως, το κλασικό «δεκάρι», δεν ήταν δηλαδή ο τυπικός οργανωτής του παιγνιδιού της ΑΕΚ, ούτε της Εθνικής Ελλάδος.
Ο Παπαϊωάννου ήταν μεσο-επιθετικός – έπαιζε δηλαδή κάτω από το κέντρο του γηπέδου και βεβαίως μέσα στις αντίπαλες «περιοχές».
Ως κλασικός αριστεροπόδαρος βρισκόταν σε θέσεις «μέσα αριστερά» (συνέκλινε δηλαδή προς το νοητό κέντρο), έχοντας καλή, απλή ντρίμπλα, αλλά κυρίως την έφεση να παίρνει σωστές θέσεις μέσα στην περιοχή.
Ξεμαρκαριζόταν δηλαδή και συχνά βρισκόταν σε θέσεις βολής, μόνος του απέναντι από τους τερματοφύλακες, των οποίων ήταν ο φόβος και ο τρόμος – και τούτο, χωρίς να είναι ο τυπικός σέντερ-φορ.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Σε 480 αγώνες με την φανέλα της ΑΕΚ (κορυφαίος σε συμμετοχές στο πρωτάθλημα) πέτυχε 234 γκολ (κορυφαίος και σε γκολ), ένα ασύλληπτο νούμερο, για ποδοσφαιριστή, που δεν ήταν κλασικός επιθετικός, ενώ αναδείχθηκε δύο φορές «πρώτος σκόρερ» του πρωταθλήματος (1964, 1966).
Μα το ίδιο και στην Εθνική, καθώς σε 61 παιγνίδια ο Μίμης Παπαϊωάννου σκόραρε 21 φορές. Τούτο σημαίνει πως είναι 5ος σκόρερ όλων των εποχών, έχοντας όμως πολύ λιγότερους αγώνες από εκείνους που προπορεύονται.
Για παράδειγμα ο 2ος σκόρερ Άγγελος Χαριστέας έχει 25 γκολ (τέσσερα περισσότερα από τον Παπαϊωάννου), αλλά σε 88 συμμετοχές (σε 27 παιγνίδια περισσότερα). Είναι προφανές πως αν η Εθνική έδινε πιο πολλά παιγνίδια εκείνα τα ερασιτεχνικά χρόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου (1963-1978) ο Μίμης Παπαϊωάννου θα ήταν άνετα πρώτος σκόρερ όλων των εποχών και στην Εθνική, ακόμη και σήμερα, σε απόλυτους αριθμούς. Ο άνθρωπος μυριζόταν το γκολ από χιλιόμετρα, και ήταν πάντα στην κατάλληλη θέση, για να το πετύχει.
Αν και «κοντός» για επιθετικό παίκτη, που βρισκόταν και σε θέση φορ (κρυφός έστω), ο Παπαϊωάννου υπήρξε δεινός κεφαλοσφαιριστής. Πρέπει να έκανε ειδική προπόνηση πάνω στο άλμα (πέρα από κάποιο φυσικό ταλέντο στο θέμα, που σίγουρα θα υπήρχε), καθώς πηδούσε... στο θεό. Και αφού πηδούσε στο θεό μπορούσε να μείνει παραπάνω στον αέρα, όταν οι αμυντικοί που πήδαγαν μαζί του... προσγειώνονταν στο χόρτο (ή στο ξερό).
Όπως τον έβλεπες, δηλαδή, έλεγες πως πηδούσε σε «λάθος χρόνο» και πως δεν υπήρχε περίπτωση να πιάσει την κεφαλιά. Ο Παπαϊωάννου, όμως, όχι απλώς την έπιανε, αλλά και την έστελνε σε σημεία, στα οποία ήταν αδύνατον να φθάσουν τα χέρια του τερματοφύλακα. Είχε εκθέσει εγγλέζους σέντερ-μπακ «θηρία», ο Παπαϊωάννου, των 168 εκατοστών, και αυτό είναι ό,τι πιο καίριο μπορεί να ειπωθεί για την δεινότητά του στο «κεφάλι».
Ήδη από το πρώτο πρωτάθλημα που κατακτά με την ΑΕΚ, το 1963, το όνομα τού Μίμη Παπαϊωάννου ακούγεται παντού. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ήταν 23 ετών αποτελεί το κορυφαίο ίσως ταλέντο του ελληνικού ποδοσφαίρου και το ενδιαφέρον της μεγάλης Ρεάλ Μαδρίτης δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί.
Στις 12 Μαΐου 1965 η ΑΕΚ αντιμετωπίζει την Ρεάλ, σ’ ένα φιλικό ματς, το οποίο θα έληγε 3-3. Παρότι η ΑΕΚ έχασε την ευκαιρία για μία διεθνή νίκη, έστω και φιλική, ο Παπαϊωάννου αρπάζει την ευκαιρία για να δείξει στους Μαδριλένους ποιος στ’ αλήθεια ήταν, επιτυγχάνοντας δύο γκολ.
Το ενδιαφέρον της Ρεάλ υπήρξε άμεσο. Στο τέλος Ιουλίου του ’65 καταφθάνει στην Αθήνα ο τότε ταμίας της Ρεάλ, ο γνωστός και από το μπάσκετ, Raimundo Saporta, για συζητήσεις με τον τότε πρόεδρο της ΑΕΚ Αλέξανδρο Μακρίδη.
Ο Saporta προτείνει στον Μακρίδη 4.000.000 δραχμές (ένα τεράστιο ποσό για τα μέσα του ’60), για να πάρει στη Ρεάλ τον Παπαϊωάννου, αλλά ο Μακρίδης νοιώθοντας την πίεση του κόσμου, που θέλει να βλέπει τον Παπαϊωάννου με την κιτρινόμαυρη φανέλα, τα μασάει. Θα το δούμε, του λέει, θα το συζητήσουμε με το διοικητικό συμβούλιο και τέτοια...
Οι εφημερίδες γράφουν πως ο Saporta ενδιαφερόταν να «κλείσει» τον Μίμη Παπαϊωάννου για την επόμενη χρονιά, το 1966, γιατί έως τότε δεν επιτρεπόταν ξένος παίκτης να παίξει στο ισπανικό πρωτάθλημα.
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό ή αν γράφτηκε, για να ηρεμήσουν οι φίλαθλοι της ΑΕΚ. Ο περίφημος Ούγγρος Φέρεντς Πούσκας, πάντως, που ανήκε τότε στη Ρεάλ Μαδρίτης μπορεί να είχε ισπανική υπηκοότητα, αλλά έπαιζε στην ισπανική ομάδα και πριν την αποκτήσει (αν και αυτό μπορεί να συνέβαινε υπό κάποιο ειδικό καθεστώς, αφού ο Πούσκας ήταν πολιτικός πρόσφυγας).
Πάντως η μετεγγραφή δεν έγινε και αυτό ο Παπαϊωάννου το πήρε βαριά, προβαίνοντας σε κάτι το αναπάντεχο.
Στις 24 Οκτωβρίου 1965 ο Μίμης Παπαϊωάννου δείχνει πως είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο, φεύγοντας για την τότε Δυτική Γερμανία, μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα (μαζί και ο Χρήστος Νικολόπουλος στο μπουζούκι), εμφανιζόμενος ως τραγουδιστής! Τώρα, το πώς είχε γνωριστεί ο ΑΕΚτζής Καζαντζίδης με τον Παπαϊωάννου είναι προφανές και δεν χρειάζεται να το ψάξουμε παραπάνω.
Κι ενώ θα επιστρέψει στην Ελλάδα, μετά από κάνα δίμηνο, ο Παπαϊωάννου θα δηλώσει, προς έκπληξη όλων, ότι θα συνεχίσει να τραγουδά και στα ελληνικά μαγαζιά, και κάπου ’κει... θα αλλάξει η πλάκα. Η ΑΕΚ θα αποδεχτεί αυτόν τον ας- τον-πούμε «εκβιασμό» και για να μην τον χάσει τού σκάει ένα μεγάλο ποσό (500.000 δρχ.), όχι βεβαίως ίδιο μ’ εκείνο που θα του έδινε η Ρεάλ, δένοντάς τον για πάντα στην ομάδα.
Κυπελλούχος το 1966, πρωταθλητής το 1967-68, και ξανά τη σεζόν 1970-71, όμως και πάλι τον Δεκέμβριο του 1971 ο Μίμης Παπαϊωάννου, που τότε είχε κλείσει τα 29 του, σκέφτεται να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο, για ν’ ασχοληθεί ξανά με το τραγούδι!
Μάλιστα τώρα υπάρχει και δισκογραφία(!), στη μικρή εταιρεία Polyphone, ενώ και πάλι ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι στη μέση. Κόβονται, δε, και δύο 45άρια, με τα ακόλουθα τραγούδια (ανάμεσα και ο γνωστός ύμνος «Εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια / σουτάρετε και σπάστε τα δοκάρια»):
1. «Μεσ’ τη φωτιά μου (Στ. Καζαντζίδη-Γ. Βασιλόπουλου) / Α.Ε.Κ. (Στ. Καζαντζίδη-Χρ. Κολοκοτρώνη)» και 2. «Σαν πουλί κυνηγημένο (Στ. Καζαντζίδη-Γ. Βασιλόπουλου / Έχω ελαττώματα (Χρ. Νικολόπουλου-Πυθαγόρα)».
Μεσ’ τη φωτιά μου
Σε μια συνέντευξη του Μίμη Παπαϊωάννου, στο περιοδικό «Φαντάζιο» από εκείνη την εποχή (Δεκέμβριος 1971), διαβάζουμε τα κάτωθι:
«Και τα τέσσερα τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε δίσκους τα δοκίμαζα με τον Καζαντζίδη. Ο Στέλιος βρίσκεται στο πλευρό μου και πιστεύει πολύ στη φωνή μου. Αυτός μου έδωσε το θάρρος να εμφανιστώ σαν τραγουδιστής. Είναι πολύ δύσκολο σ’ έναν ποδοσφαιριστή να σταματήσει την μπάλα, ακόμα και όταν φτάσει η ώρα της αποχωρήσεως. Απ’ αυτούς που διακόπτουν άλλοι γίνονται αλκοολικοί, άλλοι αποκτούν κακές έξεις. Γιατί θέλουν να ξεχάσουν. Εγώ νομίζω ότι το τραγούδι θα με κάνει να ξεχάσω την πίκρα της αποχωρήσεώς μου απ’ τα γήπεδα. Ήρθε ο καιρός! Θα παίξω φέτος και ίσως και του χρόνου, αν αισθάνομαι καλά. Θα σταματήσω τότε την μπάλα, γιατί θέλω να την εγκαταλείψω πριν μ’ εγκαταλείψει εκείνη».
Θα βγούνε και μερικά ακόμη τραγούδια σε δισκάκια το 1972, αλλά ευτυχώς, ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν θα εγκατέλειπε το ποδόσφαιρο ούτε εκείνη τη χρονιά, μα ούτε και την επομένη, παραμένοντας στα γήπεδα για 5-6 χρόνια ακόμη.
Θα είχαμε έτσι την ευκαιρία να τον απολαύσουμε και στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ της περιόδου 1976-77 (επί προεδρίας Λουκά Μπάρλου, και με προπονητή τον Τσεχοσλοβάκο/Ολλανδό Φράντισεκ Φάντρονκ), όταν η ΑΕΚ θα απέκλειε διαδοχικά τις Ντιναμό Μόσχας, Ντέρμπι Κάουντι, Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου και Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, φθάνοντας μέχρι τα ημιτελικά, για να αποκλειστεί εκεί από την ιταλική Γιουβέντους.
Η συμβολή του Παπαϊωάννου σ’ εκείνη την ανυπέρβλητη πορεία υπήρξε βεβαίως σημαντικότατη, με καθοριστικά γκολ στους αγώνες με την Ντιναμό, τον Ερυθρό Αστέρα και την Κ.Π.Ρ.
Δύο νέα πρωταθλήματα για ’κείνη την αληθινά μεγάλη ΑΕΚ, για τις σεζόν 1977-78 και 1978-79, όπως κι ένα Κύπελλο Ελλάδος, το 1978, ήταν οι τελευταίοι σημαντικοί τίτλοι που θα σήκωνε στα χέρια του αυτός ο τεράστιος ποδοσφαιριστής.
Αναστενάζουν τα γκολπόστ και τα δοκάρια σπάζουν... από τους κεραυνούς του Μίμη Παπαϊωάννου!
ΑΕΚ - ΚΠΡ 3-0 | Τα μυθικά γκολ των Μαύρου & Παπαϊωάννου | 28/03/2022 | ΕΡΤ