Τα τελευταία τριάντα χρόνια το σταθερό κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών και του Ηρωδείου με το που έφτανε στον χώρο του ρωμαϊκού θεάτρου για να παρακολουθήσει μία εκδήλωση το πρώτο που αντίκριζε μπροστά από το μνημείο ήταν τον χαρακτηριστικό υπερμεγέθη λευκό κύβο - προστατευτικό «παραβάν» που έκρυβε τη δραστηριότητα της σκηνής από τα μάτια των προσερχόμενων.
Όσοι είχαν τη δυνατότητα να περάσουν μέσα σε αυτό από τις δύο εκατέρωθεν πόρτες, αριστερά και δεξιά, είτε προτού αρχίσει η εκδήλωση είτε στο τέλος της, ήξεραν ότι έκρυβε την είσοδο που οδηγούσε στα υπόγεια καμαρίνια.
Από φέτος ο κύβος - «παραβάν» αποτελεί παρελθόν. Στην πανηγυρική έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου την 1η Ιουνίου με την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, σε σκηνοθεσία του Ολιβιέ Πι από την Εθνική Λυρική Σκηνή, το κοινό θα αντικρίσει μια εντελώς νέα προσθήκη, μια ευχάριστη ανανέωση του χώρου.
Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και η καλλιτεχνική του διευθύντρια Κατερίνα Ευαγγελάτου αποφάσισαν να αναθέσουν στην αρχιτέκτονα και σκηνογράφο Εύα Μανιδάκη και τους συνεργάτες της στο Flux Office να δημιουργήσουν μια σειρά νέων λυόμενων κατασκευών που θα πάρουν τη θέση των παλαιότερων, αλλάζοντας την όψη του προαύλιου χώρου του Ηρωδείου.
«Όλος ο σχεδιασμός αποπνέει μυρωδιά Άρη Κωνσταντινίδη. Στα Ξενία έφτιαχνε παρόμοια pavilions που ήταν εφήμερα. Αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω και την ιαπωνικότητα, στην οποία πάντα επιστρέφω».
Η εντελώς καινούργια κεντρική κατασκευή, η οποία έχει ήδη τοποθετηθεί, θα περιβάλλεται από τρία περίπτερα - «δορυφόρους»: το νέο εκδοτήριο εισιτηρίων, το νέο μπαρ και για πρώτη φορά ένα πωλητήριο για προγράμματα, αφίσες, εκδόσεις και άλλα αναμνηστικά των παραστάσεων και των συναυλιών του φεστιβάλ.
Ως γνωστόν, οι κατασκευές αυτές είναι εφήμερες και κάθε χειμώνα με το τέλος των εκδηλώσεων αποσύρονται σε ασφαλή χώρο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Ως εκ τούτου, ένα κύριο ζητούμενο είναι η ελαφρότητά τους ώστε να μπορούν εύκολα να συναρμολογηθούν και να αποσυναρμολογηθούν. Με αυτό στο σκεπτικό προχώρησε και η συλλογική δουλειά του αρχιτεκτονικού γραφείου Flux Office. Η κ. Μανιδάκη μας εξηγεί:
«Ακουμπάμε στα ίχνη που υπήρχαν και στις προηγούμενες κατασκευές γιατί ούτως ή άλλως αυτό έχει περάσει από το ΚΑΣ για έγκριση παμψηφεί.
Από εκεί και πέρα, να πούμε ότι η κεντρική ιδέα του σχεδιασμού εκτός από την ελαφρότητα, συμπληρώνεται και από τη διαμπερότητα και από τον ρυθμό που μας δίνει το μνημείο. Όταν κάποιος κάνει ένα αρχιτεκτόνημα δίπλα σε ένα μνημείο, πόσο μάλλον δίπλα σε αυτό το μνημείο, έχει πολλή μεγάλη σημασία να αντλήσει στοιχεία για να μπορεί να είναι αυτό ο πυρήνας του σχεδιασμού.
Επιλέξαμε για τις όψεις το ξύλο, ένα φυσικό υλικό που γερνάει πολύ ωραία και συνδιαλέγεται πολύ καλά με την πέτρα, ενώ η κατασκευή χαρακτηρίζεται από μια καθετότητα. Υπάρχουν κατακόρυφες πτυχώσεις οι οποίες αφήνουν διάκενα ώστε να περνάει το βλέμμα –όχι στην ορατότητα του εσωτερικού χώρου– και κυρίως το φως. Αυτό έχει να κάνει τόσο με την επιθυμητή διαμπερότητα όσο και με την ελαφρότητα. Θέλαμε να δίνει την αίσθηση του αέρινου».
Η κύρια κατασκευή που καλύπτει το μετασκήνιο του θεάτρου, εκτός της διαμπερότητας του «τοίχου» επάνω στο οποίο θα τοποθετηθούν οι φωτογραφίες που κοσμούσαν και παλιότερα το ίδιο σημείο, δεν ακουμπάει στο δάπεδο ενώ η οροφή αφενός έχει κενό, το οποίο βοηθά στον αερισμό, αφετέρου βοηθάει στο να μη θυμίζει η κατασκευή συμπαγή όγκο.
Τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι, εκτός από το ξύλο, το οποίο ταιριάζει με την πέτρα, το μέταλλο που είναι ο στατικός φορέας και για το οποίο επιλέχθηκε ένα χρώμα που επίσης ταιριάζει με την απόχρωση της πέτρας, και το υλικό πλήρωσης, το πολυκαρβονικό, ένα γαλακτερό υλικό που θυμίζει πλέξιγκλας και το οποίο διαπερνάται από φως χωρίς να είναι διαμπερές.
Οπότε, τι ακριβώς νέο φέρνει αυτή η κατασκευή; Το ύφος και το στυλ, τη νέα προσθήκη του πωλητηρίου, το οποίο θα καλύπτεται από πολυπτυχωτά πάνελ που θα ανοίγουν και θα κλείνουν, ανανεωμένο μπαρ και το εκδοτήριο με πρόσβαση για ΑμεΑ.
Οι μακέτες και οι πρώτες φωτογραφίες δίνουν μια αίσθηση δεκαετίας του ’70. Η Εύα Μανιδάκη το παραδέχεται με μια ειδική αναφορά: «Όλος ο σχεδιασμός αποπνέει μυρωδιά Άρη Κωνσταντινίδη. Στα Ξενία έφτιαχνε παρόμοια pavilions που ήταν εφήμερα. Αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω και την ιαπωνικότητα, στην οποία πάντα επιστρέφω».
Η μελέτη του έργου έγινε από τους Εύα Μανιδάκη, Θανάση Δεμίρη, Ευθύμη Δούγκα και Ραμίν Αντωνιάδη.