Με κάτι τέτοιες συμπτώσεις δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς ποιες είναι οι πιθανότητες να συμβούν. Κι όταν σκέφτομαι αυτό το περιστατικό, τώρα που έχουν περάσει μερικές εβδομάδες, εκπλήσσομαι ξανά και ξανά.
Σε πρόσφατο δημοσιογραφικό ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη η συνάδελφος Κατερίνα Ι. Ανέστη ανακάλυψε ένα t-shirt με μια εμβληματική εικόνα του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά να κρατάει στους ώμους του μια υφήλιο, και την επόμενη μέρα, σε μια καταδρομική επίθεση στα Uniqlo, το αγόρασα κι εγώ, μαζί με μερικά ακόμα με iconic πρόσωπα και έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων μια γουορχολική Campbell Soup κι ένα πειραγμένο σχέδιο του Κιθ Χάρινγκ με τον Μίκι Μάους. Μαζική εμπορευματοποίηση της τέχνης, ναι, αλλά εμένα αυτές οι συνεργασίες των brands ένδυσης με ιδρύματα τέχνης πάντα μου άρεσαν και σίγουρα τις προτιμώ από ένα μπλουζάκι που μοστράρει το logo της φίρμας.
Ένα θερμό απόγευμα του Ιουλίου, λοιπόν, φτάνω στα Άκρα, το νέο talk of the town εστιατόριο των Γιάννη Λουκάκη και Σπύρου Πεδιαδιτάκη, και πριν πάρω θέση στο τραπέζι μου, με σταματάει ευγενικά ένας κύριος που απολαμβάνει το δείπνο του με την παρέα του. «Can I take a picture of you?». «Sure, but why?». «This photograph on your t-shirt is mine».
Αν έχεις να φωτογραφίσεις τον Μικ Τζάγκερ ή τον Άντι Γουόρχολ, τον Χάλστον ή την Ντέμπι Χάρι των Blondie, όλοι αυτοί είναι (ή ήταν) πολύ ισχυρές προσωπικότητες που γνώριζαν από πολύ νωρίς ποιοι είναι στην πραγματικότητα. Πάντα το λέω αυτό στους ανθρώπους: μεγαλώνοντας, βρες ποιος είσαι όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αυτοπεποίθηση, αυτογνωσία, μόλις τα βρεις και μάθεις να αγαπάς τον εαυτό σου, τότε μπορείς να αγαπήσεις τους άλλους χωρίς περιορισμούς. Με τίποτε άλλο δεν θα νιώσεις ολοκλήρωση, παρά μόνο με τον εαυτό σου.
Κι έτσι, λοιπόν, κάπου στο Παγκράτι, έπεσα μούρη με μούρη με τον Κρίστοφερ Μάκος, τον κορυφαίο Αμερικανό φωτογράφο και συνεργάτη του Άντι Γουόρχολ, φορώντας ένα fast fashion μπλουζάκι με μια εικόνα που ο ίδιος είχε τραβήξει πριν από δεκαετίες. Στη συνέχεια, αφού με ρώτησε αν γνωρίζω ποιος είναι αυτός στην εικόνα, αφού συνειδητοποίησα με ποιον μιλώ και συστηθήκαμε, δεν θα μπορούσα να χάσω την ευκαιρία και να του ζητήσω να βρεθούμε για μια συνέντευξη.
Το επόμενο πρωί, λοιπόν, να ‘μαι στο λόμπι της Μεγάλης Βρετανίας για μια απολαυστική συζήτηση με έναν καλλιτέχνη που με τη ματιά του επηρέασε καθοριστικά την ποπ κουλτούρα, φωτογραφίζοντας τεράστιες προσωπικότητες της τέχνης σε λήψεις που είναι τόσο αναγνωρίσιμες όσο ελάχιστες στην ιστορία του μέσου. Στο τσακ τον πρόλαβα, προτού αναχωρήσει για τα νησιά, κι εκείνος ανταποκρίθηκε με γενναιοδωρία και όρεξη. Δυο εβδομάδες αργότερα θα επέστρεφε στην καλοκαιρινή Νέα Υόρκη, στο Γουέστ Βίλατζ όπου κατοικοεδρεύει από τα ‘80s.
Ξεκινώ ρωτώντας τον τι θυμάται από τη μέρα που τράβηξε τη συγκεκριμένη φωτογραφία του Μπασκιά που έμελλε να γίνει η αφορμή της αναπάντεχης γνωριμίας μας. Ο λόγος του είναι απρόσκοπτος και γοητευτικά συνειρμικός και δεν αργεί να με μεταφέρει νοερά στην εποχή του Studio 54, των μεγάλων σταρ και της πανέμορφα ασύδοτης Νέας Υόρκης των προηγούμενων δεκαετιών. Του δίνω μικρές πάσες και αφηγείται ολόκληρες ιστορίες, συνδέοντας παρελθόν και παρόν και εκφράζοντας προσωπικούς προβληματισμούς. Δεν τον διακόπτω, φυσικά.
«Μάλλον ήταν το 1983. Είναι στουντιακή η φωτογραφία, ο Ζαν-Μισέλ είχε έρθει στο στούντιό μου. Ένα πορτρέτο συνήθως δημιουργείται σε στούντιο, αλλά αν ξέρεις πώς να απομονώσεις το άτομο και τη στιγμή, μπορείς να το κάνεις οπουδήποτε. Πάντα προσπαθώ να βρω κάτι για να αναδείξω από την προσωπικότητα του ατόμου που έχω απέναντί μου. Συνήθως είμαι τυχερός και συναναστρέφομαι με πραγματικά έντονες προσωπικότητες, οπότε δεν θέλει και πολλή προσπάθεια.
Αν έχεις να φωτογραφίσεις τον Μικ Τζάγκερ ή τον Άντι Γουόρχολ, τον Χάλστον ή την Ντέμπι Χάρι των Blondie, όλοι αυτοί είναι (ή ήταν) πολύ ισχυρές προσωπικότητες που γνώριζαν από πολύ νωρίς ποιοι είναι στην πραγματικότητα. Πάντα το λέω αυτό στους ανθρώπους: μεγαλώνοντας, βρες ποιος είσαι όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αυτοπεποίθηση, αυτογνωσία, μόλις τα βρεις και μάθεις να αγαπάς τον εαυτό σου, τότε μπορείς να αγαπήσεις τους άλλους χωρίς περιορισμούς. Με τίποτε άλλο δεν θα νιώσεις ολοκλήρωση, παρά μόνο με τον εαυτό σου. “Με συμπληρώνεις”, λένε και πάνε και παντρεύονται. Όχι! Κανείς δεν σε ολοκληρώνει, μόνο ο εαυτός σου.
Στην περίπτωση του Μπασκιά, ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ήξερε ποιος είναι, ήξερε ότι λατρεύει που είναι ζωγράφος. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη λήψη κρατά την υφήλιο, και αν προσέξεις καλά, η Αφρική βρίσκεται μπροστά. Δεν ήταν αφρικανικής καταγωγής, ήταν από την Καραϊβική, όμως εξακολουθούσε να είναι Μαύρος, και μέσα από αυτή την εικόνα ήθελε να καταλάβει ο κόσμος ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν μπορούν να είναι ζωγράφοι, συγγραφείς, επιστήμονες. Ότι η μαύρη κουλτούρα και κληρονομιά επηρεάζει ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας».
Θυμάται αν ο Μπασκιά ήταν χαρούμενος εκείνη τη μέρα; «Αμυδρά, αλλά ναι. Μου στέλνουν μέιλ και με ρωτάνε: “Ήμουν σε μια φωτογραφία που τράβηξες στα ‘70s, το θυμάσαι;”. Σοβαρά τώρα; Υπενθυμίζω συχνά στους ανθρώπους ότι είμαι φωτογράφος, αλλά έχω ζωή. Ήμουν τυχερός που κάποτε πήρα τη σωστή απόφαση να μετακομίσω από τη νότια Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη, στις αρχές των ‘70s, και τότε να είμαι το φρέσκο, νεαρό, ξανθό, γαλανομάτικο αγόρι ελληνικής καταγωγής και να είμαι ανοιχτός σε όλα. Έτσι γνώρισα τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Γκορ Βιντάλ, κι έπειτα καλλιτέχνες όπως ο Άντι Γουόρχολ και ο Ρόι Λίχτενσταϊν, σχεδιαστές όπως ο Χάλστον και ο Κάλβιν Κλάιν, και ενεπλάκην στην καλλιτεχνική ελίτ της εποχής.
Η Νέα Υόρκη τότε ήταν το πιο δημιουργικό και γόνιμο μέρος για τους καλλιτέχνες. Μπορούσες ακόμα να βρεις φτηνά ενοίκια, μπορούσες να ανοίξεις μια γκαλερί και να έχεις την τύχη να φιλοξενήσεις μια έκθεση του Κιθ Χάρινγκ ή του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά ή κάποιου άλλου ταλαντούχου πρωτοεμφανιζόμενου. Ήταν τρελές εποχές, και ο καθένας μπορούσε να το κυνηγήσει. Πού είναι τώρα τα φτηνά ενοίκια; Μόνο στο ίντερνετ!».
Η συζήτηση καταλήγει αναπόφευκτα στην εμπορευματοποίηση της τέχνης του, που με έφερε να του μιλάω εκείνη τη στιγμή. Πώς νιώθει που με αυτό τον τρόπο οι εικόνες του γίνονται προσβάσιμες μαζικά; Θεωρεί ότι ευτελίζονται; «Μου αρέσει! Τα τελευταία χρόνια ξεκίνησα αυτές τις συνεργασίες. Η εταιρεία Artstar, με την οποία συνεργάζομαι, κάνει merch για brands όπως ο Balenciaga και η Chanel. Δουλεύω με καλλιτέχνες του χιπ-χοπ που λατρεύουν τον Μπασκιά, ποτέ δεν θα μπορούσα να το φανταστώ. Ας πούμε, από αυτήν τη σειρά για τα Uniqlo δεν είχα οικονομικό όφελος, τα έσοδα πηγαίνουν σε κοινωφελή σκοπό, για τα παιδιά του κόσμου. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο γνωριστήκαμε και μιλάμε τώρα απαντά, νομίζω, καλύτερα στην ερώτησή σου για το πώς αισθάνομαι. Η τέχνη είναι προορισμένη να ενώνει τους ανθρώπους με τους πιο αναπάντεχους τρόπους».
«Πενήντα χρόνια πριν, πιθανότατα η φωτογραφία που με έβγαλες με το κινητό σου θα ήταν μια Polaroid. Έχεις προσαρμοστεί από την αναλογική στην ψηφιακή φωτογραφία και τραβάς ακόμα και με το smartphone σου» του λέω.
«Χρησιμοποιώ ένα Pixel 7 Pro. Τα Google phones τραβάνε φανταστικές φωτογραφίες. Βγάζουν 3-4 εικόνες ταυτόχρονα και εξισορροπούν τα πάντα. Η τεχνολογία στα καλύτερά της. Το μόνο μειονέκτημα είναι ότι αυτά τα αρχεία δεν είναι αρκετά μεγάλα. Πάντα λέω ότι τα κινητά απαθανατίζουν τη στιγμή. Μια κανονική κάμερα πρέπει να τη βγάλεις, να την ενεργοποιήσεις, δεν μπορείς να συλλάβεις τη στιγμή. Βέβαια αγόρασα μια ολοκαίνουργια Sony full frame 35 mm, πολύ μικρή, γι’ αυτό το ταξίδι. Περισσότερο για πορτρέτα, όχι για τοπία. Βγάζω και με τα δύο, με το κινητό για να πιάνω τη στιγμή και με τη μηχανή για πιο εστιασμένα πράγματα. Τα αγαπώ και τα δύο. Σε δημόσιες ομιλίες συνήθως εξηγώ ότι η φωτογραφία για μένα δεν έχει να κάνει με την τεχνολογία αλλά με το να μπορείς να καταλάβεις τη στιγμή. Πολλοί άνθρωποι ξέρουν τα πάντα για την τεχνολογία, αλλά δεν ξέρουν πώς να βγάλουν μια φωτογραφία».
Ελληνικής καταγωγής, ο Κρίστοφερ Μάκος κρατάει από τη Σπάρτη, από την πλευρά του πατέρα του. «Δεν το ήξερα, μέχρι που ήρθα εδώ για μια διάλεξη στο Μέγαρο και μου είπαν ότι το όνομά μου (Οικονομάκος) είναι γνωστό εκεί. Τέλειο, ε; Φέτος σχεδιάζαμε να πάμε στην Πελοπόννησο, αλλά αλλάξαμε πλάνα. Κάθε φορά έτσι γίνεται, οργανώνουμε κάτι και αλλάζει εντελώς στην πορεία».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η ζωή στη Νέα Υόρκη εξακολουθεί σήμερα να είναι το ίδιο χαοτική και τρελή, όπως ήταν στα ‘70s και στα ‘80s. «Μετά τον Covid η πόλη είχε αδειάσει. Τώρα σιγά-σιγά επανέρχεται και το κλίμα θυμίζει πολύ τα ‘70s, επειδή πολλοί έμαθαν να δουλεύουν με τηλεργασία, οπότε αυτήν τη στιγμή υπάρχουν πολλά διαθέσιμα εμπορικά κτίρια προς μίσθωση. Το real estate πληρώνει υψηλούς φόρους στον δήμο, ο δήμος χάνει έσοδα, συνεπώς οι δρόμοι είναι πιο βρόμικοι, η κατάσταση γίνεται πιο funky, βλέπουμε περισσότερα γκράφιτι, επιστρέφουμε σε μια φάση παρόμοια με τα ‘70s, σαν να κλείνει ένας κύκλος. Το βρίσκω τρομερά κουλ!»
«Παίζει και πολύς μπάφος στους δρόμους!» συμπληρώνω. «Το μύρισες, ε; Δεν είναι φανταστικό; Είναι τόσο ’70s κι αυτό. Εκεί που μένω, ακριβώς πίσω από το Village Vanguard (σ.σ. ένα θρυλικό τζαζ κλαμπ του Γουέστ Βίλατζ), οι μουσικοί κάπνιζαν πάντα όλη την ώρα και είμαι τόσο χαρούμενος που επιτέλους νομιμοποιήθηκε. Είναι τόσο ενδιαφέρον, ξέρεις, όλοι εκείνοι που είχαν συλληφθεί για κατοχή να είναι οι πρώτοι που έσπευσαν να βγάλουν νόμιμες άδειες για πώληση. Δεν είναι τρελό; Κάποτε σε μπουζουριάζανε, τώρα έχεις ανοίξει μαγαζί. Βέβαια το Γουέστ Βίλατζ είναι πλέον γεμάτο μόνο με πλούσιους λευκούς. Στο κτίριο όπου μένω πληρώνω για ένα δυάρι στον έκτο όροφο, χωρίς ασανσέρ, δέκα χιλιάρικα τον μήνα. Οι τιμές έχουν ξεφύγει, όλοι θέλουν να είναι στη Νέα Υόρκη, όλοι θέλουν να είναι στο Γουέστ ή στο Ιστ Βίλατζ – πλέον και στο Μπρούκλιν, βέβαια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Κι εκεί έχει γεμίσει με πλούσιους λευκούς που το μόνο τους θέμα είναι η ταχύτητα του ίντερνετ ή αν τους κατέβασαν το Instagram, δεν έχουν ιδέα από αληθινά προβλήματα, δεν έχουν καμία επαφή με τον πραγματικό κόσμο.
Το κακό ξεκίνησε με το Napster. Από εκεί ξεκίνησες να κατεβάζεις δωρεάν μουσική, ταινίες, τέχνη. “Είμαι νέος, είμαι φανταστικός, μου αξίζουν όλα, δωρεάν”. Στην Αμερική υπάρχει πια μια ολόκληρη γενιά που πιστεύει ότι τα αξίζει όλα αυτά. Δεν καταλαβαίνουν ότι πρέπει να δουλέψουν για να φτάσουν κάπου. Ζούμε μια πολύ περίεργη στιγμή στην Ιστορία, γεμάτη αντιφάσεις. Οι δισεκατομμυριούχοι στην Αμερική είναι περισσότεροι από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, αλλά η διαφορά με τα χαμηλά στρώματα είναι τεράστια. Μέχρι το 2030 λένε ότι θα έχουμε τους πρώτους τρισεκατομμυριούχους. Είναι γελοίο, με τόσα λεφτά κάθε άνθρωπος σε όλη τη χώρα θα έπρεπε να έχει υπολογιστή και πρόσβαση στην εκπαίδευση. Καπιταλιστής είμαι κι εγώ, δεν είμαι σοσιαλιστής ή κομμουνιστής, αλλά πρέπει να υπάρχει ένα όριο. Δεν θα ζήσεις δυο ζωές με τόσα χρήματα, τη στιγμή που οι άλλοι υποφέρουν. Όλοι πρέπει να έχουν ένα κομμάτι από την πίτα. Τώρα, με την τεχνητή νοημοσύνη, θα χαθούν τόσες δουλειές. Ξέρεις, το μέλλον είναι λαμπρό, αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Δεν ξέρω αν ο κόσμος είναι προετοιμασμένος».
Προτού τον αποχαιρετήσω, κλείνω –αναμενόμενα– τη συζήτηση ρωτώντας τον για τον Άντι Γουόρχολ, τον άνθρωπο που προφανώς τον επηρέασε περισσότερο από όλους. «Τι θυμάσαι περισσότερο από εκείνον;». «Ήταν απίστευτα διασκεδαστικό να βρίσκεσαι κοντά του».
Η πιο πρόσφατη έκδοση του Κρίστοφερ Μάκος είναι διαθέσιμη εδώ: Andy Modeling Portfolio Makos