Πορτρέτα της αμερικανικής κοινωνίας, πρόσωπα που αφηγούνται την πολιτισμική ιστορία της Αμερικής, εικόνες ανησυχητικής οικειότητας, οι τοιχογραφίες του Richard Avedon σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του κάνουν την επανεμφάνισή τους στο ΜΕΤ, στην έκθεση «Richard Avedon: MURALS».
Το μουσείο αποφάσισε να εκθέσει τη σημαντική κληρονομιά ενός από τους σπουδαιότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα, επανασυστήνοντας, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, έργα που αποδίδουν με θεαματική λεπτομέρεια τις οικείες σχέσεις και τις διαπροσωπικές δυναμικές που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή.
Ο «κύκλος του Factory» του Άντι Γουόρχολ και μια ολόκληρη εποχή της Νέας Υόρκης, οι διαβόητοι «αρχιτέκτονες» του πολέμου του Βιετνάμ και οι διαδηλωτές κατά του πολέμου, η «οικογένεια του Άλεν Γκίνσμπεργκ» και οι «Επτά του Σικάγου», πρόσωπα που διαμόρφωσαν μια εξαιρετικά ταραχώδη εποχή της αμερικανικής ζωής, κοιτάζουν κατάματα τους θεατές και είναι ακριβώς αυτά τα έργα που, σε ύψος τριών μέτρων και πλάτος που φτάνει τα δέκα, επαναπροσανατολίζουν το βλέμμα του θεατή υπερβαίνοντας τον ρεαλισμό και διευρύνοντας ακόμα και σήμερα όσα ξέρουμε για τη φωτογραφία.
Δεν υπάρχουν πιο «στημένες» φωτογραφίες από αυτές και πιο «παπαρατσικές», ο φακός αιφνιδιάζει τα πρόσωπα, έχει παίξει με την αναμονή και τη στάση τους, έχει παίξει με κάθε μηχανισμό αντίστασής τους μέχρι να τα εξαντλήσει και να παραδοθούν.
Αυτές οι υπερμεγέθεις απεικονίσεις και η τοποθέτησή τους στο ΜΕΤ χωρίς πλεξιγκλάς δημιουργούν ένα αίσθημα πολύ ανησυχητικό, μια οικειότητα σχεδόν ανεπίτρεπτη. Χωρίς να υπάρχει κάτι προκλητικό, είναι πιο προκλητικές από γυμνά πορτρέτα. Εδώ η γύμνια των σωμάτων δεν έχει τίποτα ερεθιστικό, αντιθέτως δημιουργεί την αίσθηση του απροστάτευτου, του εύθραυστου και φθαρτού σώματος, του ανυπεράσπιστου απέναντι σε ένα αδιάκριτο βλέμμα.
Οι ντυμένοι άνδρες του Mission Council στη Σαϊγκόν μοιάζουν αντίθετα γυμνοί, απογυμνωμένοι ιδεολογικά, άφαντοι μέσα στην ιστορία. Δεν υπάρχουν πιο «στημένες» φωτογραφίες από αυτές και πιο «παπαρατσικές», ο φακός αιφνιδιάζει τα πρόσωπα, έχει παίξει με την αναμονή και τη στάση τους, έχει παίξει με κάθε μηχανισμό αντίστασής τους μέχρι να τα εξαντλήσει και να παραδοθούν.
Ο Άβεντον δώρισε με την ευκαιρία της αναδρομικής του έκθεσης στο μουσείο το 2002 αυτά τα έργα που έκανε το 1969, σε ένα σταυροδρόμι της καριέρας του, μετά από μια πενταετή παύση, έχοντας πάρει την απόφαση να κάνει ξανά πορτρέτα, αυτήν τη φορά με μια νέα φωτογραφική μηχανή και μια νέα αίσθηση της κλίμακας.
Ανταλλάσσοντας τη φορητή Rolleiflex με μια μεγαλύτερη, τοποθετημένη σε τρίποδο συσκευή, επαναπροσδιόρισε τη δυναμική του στούντιο. Σχεδόν ακίνητος, στεκόταν δίπλα σε μια σταθερή φωτογραφική μηχανή και αντίκριζε το «θέμα του» κατά πρόσωπο.
Κάποιοι από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες, ακτιβιστές και πολιτικούς της εποχής στάθηκαν ομαδικά μπροστά στον φακό του τη χρονιά που οι ακτιβιστές φώναζαν για το Βιετνάμ, οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες απαιτούσαν ισότητα, τα πανεπιστήμια «έβραζαν» και ο αέρας του Μάη του '68 είχε φυσήσει και στην Αμερική, σε μια εποχή που θα άλλαζε τα πάντα.
Μιλώντας για τις τοιχογραφίες του, ο Άβεντον έχει πει: «Ήθελα να δω αν θα μπορούσα να επανεφεύρω τη σημασία ενός ομαδικού πορτρέτου... από τους Ολλανδούς ζωγράφους, τον Fantin-Latour, τον Irving Penn και την ομάδα ποδοσφαίρου του γυμνασίου».
Ήδη διάσημος ως φωτογράφος μόδας από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Άβεντον πέτυχε με αυτήν τη σειρά το μεγαλύτερο επίτευγμά του και όντως επανεφηύρε το φωτογραφικό πορτρέτο, την ομαδική προσωπογραφία, μέσω της οποίας μεταμόρφωσε τις συμβάσεις του είδους.
Οι επιρροές του Άβεντον, λέει ο Max Hollein, διευθυντής του ΜΕΤ, υπάρχουν παντού στις αίθουσες του μουσείου. Μελέτησε «από τις γλυπτές ζωφόρους των ελληνικών και ρωμαϊκών αιθουσών μέχρι τους πίνακες του John Singer Sargent στην αμερικανική πτέρυγα. Μεγάλωσε λίγα τετράγωνα μακριά από το μουσείο και αυτό αποτελούσε συνεχή πηγή έμπνευσης».
Ο Άβεντον μπορεί να φωτογράφιζε για μήνες στο Factory του Γουόρχολ, αλλά είχε στη διάθεσή του μόνο λίγα λεπτά για να φωτογραφίσει την αμερικανική στρατιωτική ηγεσία στη Σαϊγκόν. Σε καθεμιά από αυτές τις πολύ διαφορετικές περιπτώσεις ο χειρισμός των μορφών στον χώρο είναι αριστοτεχνικός. Τα σώματα είναι έντονα φωτισμένα μέσα σε ένα σκληρό λευκό περιβάλλον, σπρώχνονται και στριμώχνονται στο κάδρο και τα φωτεινά κενά ανάμεσά τους υπογραμμίζουν την ένταση.
Ο κριτικός φωτογραφίας του «New Yorker» Vince Aletti γράφει ότι τα έργα έχουν πετύχει τον σκοπό τους «να συγκλονίζουν» και σημειώνει ότι «την εποχή που οι τοιχογραφίες κατασκευάστηκαν και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά, στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70, το μέγεθός τους ήταν πιο αξιοσημείωτο από το περιεχόμενό τους.
Αυτό συνέβαινε πολύ πριν από τον Andreas Gursky, τον Thomas Ruff και τον Jeff Wall. Κανένας άλλος φωτογράφος δεν δούλευε σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Αλλά ο Άβεντον ερχόταν από μια περίοδο κατά την οποία ένιωθε ότι η δουλειά του με τα πορτρέτα είχε σταματήσει και ήταν αποφασισμένος να κάνει μια επανάσταση. Η εξωφρενική κλίμακα ήταν ζωτικής σημασίας, ακόμη και αν αυτό εξόργισε ορισμένους θεατές, οι οποίοι βρήκαν τις τοιχογραφίες όχι μόνο υπερβολικά φιλόδοξες αλλά και επιδεικτικές.
Αν και ο Άβεντον χτυπήθηκε από την κριτική, δεν πτοήθηκε. Είχε βρει έναν τρόπο να προσαρμόσει τη σκηνοθετική προσέγγιση που είχε τελειοποιήσει με τα χρόνια στη δουλειά του με τη μόδα για να δημιουργήσει ομαδικά πορτρέτα που ήταν φορτισμένα, περίπλοκα, άψογα φινιρισμένα και αδύνατο να αγνοηθούν».
Υπάρχει προηγούμενο σε αυτή η δουλειά, επισημαίνει ο Αλέτι, υπενθυμίζοντας ότι το ενδιαφέρον του Άβεντον για την αντικουλτούρα και τη ριζοσπαστική αριστερά δεν ήταν ποτέ άσκοπη περιέργεια. Οι συνεδρίες στο Factory του Γουόρχολ και οι άλλες τοιχογραφίες δημιουργήθηκαν ως παρακλάδια ενός έργου με τίτλο «Hard Times», το οποίο απασχόλησε τον ίδιο και τη συνεργάτιδά του Doon Arbus (τη μεγαλύτερη κόρη της Diane) για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70.
Η έκθεση περιλαμβάνει μικρότερες εικόνες που τραβήχτηκαν στο Βιετνάμ, όπου ο Άβεντον φωτογράφισε δημοσιογράφους, θύματα των ναπάλμ και τα μέλη του Mission Council, και στη Νέα Υόρκη, όπου έστησε φωτογραφήσεις με τους δικηγόρους για τα πολιτικά δικαιώματα William Kunstler και Florynce Kennedy, την ηγέτιδα του Weather Underground Bernardine Dohrn και μέλη της ομάδας ακτιβιστών του Πουέρτο Ρίκο Young Lords.
Ο Άβεντον εγκατέλειψε τελικά το «Hard Times», αλλά το έργο ήταν κρίσιμο για τη δημιουργική του πρόοδο εκείνη την περίοδο. Μεγάλο μέρος του υλικού, συμπεριλαμβανομένων των συνεντεύξεων και των κειμένων της Arbus, δημοσιεύτηκε το 1999 σε ένα βιβλίο με τίτλο «The Sixties».
Η έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης «Richard Avedon: MURALS» θα διαρκέσει μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2023.