Το μικρό δρομάκι στο Palmers Green, ένα από τα μάλλον τυπικά, εργατικά και βαρετά, αλλά πολύ πράσινα προάστια του Λονδίνου, σπινθίριζε από τις σταγόνες τις βροχής πάνω στα πελώρια δέντρα που στεφάνωναν το δρόμο εκατέρωθεν. Δεν είχε σταματήσει να βρέχει και να φυσάει αυτόν τον διαολεμένο αέρα, που με φόρα κατέβαινε συχνά από τη Βόρεια Θάλασσα. Ο δρόμος, γεμάτος λιγοστά απομεινάρια φύλλων, έκρυβε καλά στο σκοτάδι τις γλιστερές του παγίδες που τα ίδια τα φύλλα παραφυλούσαν στους απρόσεκτους διαβάτες. Τα σπίτια περίπου της δεκαετίας του 1940, είχαν όλη αυτή την πασίγνωστη Αγγλική ρυμοτομία, της τυπικής αδιάφορης γειτονιάς που χτίστηκε για να στεγάσει την εργατιά της βιομηχανικής προόδου του Ην . Βασιλείου, στα σπάργανα της.
Και όμως... Ήταν Χριστούγεννα του 1993, και είχαν περάσει πολλά χρόνια, από την ομοιογενοποίηση της μικρής γειτονιάς, που γειτνίαζε μάλιστα με το Σιδ. Σταθμό, την "πύλη" εισόδου προς τη μεγάλη πρωτεύουσα αυτού του μέρους. Όποτε περνούσε το τρένο, ειδικά το express, πλημμύριζε ο δρόμος από το ανάλαφρο θόρυβο ή το σφύριγμα της ηλεκτροκίνητης μηχανής. Μετά από τόσα χρόνια, οι Άγγλοι και μετανάστες κάτοικοι, είχαν βάλει πολλά λιθαράκια στην προσωποποίηση του σπιτικού τους. Ξεχώριζαν οι μπροστινές αυλές, μικρές, άλλες νοικοκυρεμένες, άλλες παρατημένες με μόνο κάτι μεταλλικούς κάδους για την ανακύκλωση, που σε αυτή τη χώρα είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται. Τα περισσότερα όμως μπροστινά, ας τα πούμε κηπάκια, είχαν διαμορφωθεί με Αγγλική, παρομοιώδη τάξη και αγάπη για τα λουλούδια και τα φυτά. Ο Χειμωνάς ήταν βαρύς, σχεδόν πάντα, και τα κυκλάμινα, μαζί με τις καμέλιες, τα ίλεξ, που τα αγοράζουμε εδώ στις λαϊκές αγορές, την περίοδο των Χριστουγέννων, τα γκι, αλλά και οι διάφοροι θάμνοι με τα πολλά βατόμουρα, που οι Άγγλοι απλά λατρεύουν, έκαναν θραύση. Εκτός από την αγάπη για τα διάφορα συντριβανάκια, που πάγωναν καμιά φορά, οι γείτονες είχαν σε μεγάλη υπόληψη μικρά παγκάκια, πέτρινα δρομάκια, για να οδηγούν τον επισκέπτη χωρίς λάσπες στην εξώπορτα του σπιτιού και το μεγάλο χιτ ήταν οι γνωστοί Νάνοι και η Χιονάτη, σε μινιατούρες που έπαιζαν κρυφτό στη βλάστηση του κάθε κηπάκου. Μεγάλη η σχολή παρουσίασης του νάνου σου και περηφάνια για τις κυρίες της γειτονιάς!
Τα Χριστούγεννα, το σκηνικό σχεδόν στο μεγαλύτερο κομμάτι του δρόμου, που ονομαζόταν Devonshire Road, γινόταν σχεδόν μαγικό, από τους στολισμούς των κατοίκων. Πλούσια αλλά και λιτά στεφάνια κρεμόταν στις κόκκινες, πράσινες και μπλε πόρτες και φέρανε όλων των λογιών τα φυτά, κορδέλες, καρπούς και κουκουνάρια Πίσω από τα παράθυρα των σαλονιών στο επίπεδο του δρόμου, δεκάδες Χριστουγεννιάτικα δέντρα, έστεκαν βασιλιάδες στη νύχτα με δεκάδες λαμπιόνια και στολίδια που ο καινούριος κάτοικος της περιοχής, θαύμαζε κρυφά από το πεζοδρόμιο με λίγο ντροπή βέβαια για να μην τον καταλάβουν. Τα τζάμια ήταν πολλές φορές θολά από την υγρασία και το κρύο που επικρατούσε έξω και αυτό προσέθετε παραμυθένια διάσταση σε αυτά τα παράθυρα. Η γειτονιά, είχε και ελάχιστους Ινδούς και Μουσουλμάνους, οι οποίοι με ενθουσιασμό στόλιζαν και αυτοί, πιο λιτά βέβαια, τα δικά τους σπίτια.
Το πιο φαντασμαγορικό όμως, ήταν τα ίδια τα κηπάκια! Στολισμένα με δεκάδες λαμπιόνια, πολύχρωμα, λευκά, κρυμμένα ή όχι στα διάφορα φυτά, δημιουργούσαν μια τόσο γιορτινή ατμόσφαιρα, που το παιδί που είχε μετακομίσει από κάποια Νότια μέρη, δεν είχε ξαναματαδεί. Περπατούσε κάθε βράδυ το δρόμο, αλλά και τους διπλανούς, με το σκούφο του, ένα μεγάλο κασκόλ και ένα καινούριο παλτό που άντεχε το πολύ κρύο και του άρεσε τόσο πολύ να κοιτάζει τη ζωή πίσω από αυτά τα παράθυρα που δεν κρύβονταν πάντα με κουρτίνες. Έπλαθε ιστορίες. Λίγες μέρες πριν είχε χιονίσει κιόλας, και το πρωί όταν ξύπνησε το λευκό τοπίο του έκοβε την ανάσα. Έβαζε κάτι γαλότσες και έτρεχε στο διπλανό Broomfield Park, για να περπατήσει στο χιόνι, και να να δει τις πατούσες του να χαράσσουν δρομάκια καινούρια σε παρθένα χιονισμένα τοπία. Πολύ το διασκέδαζε. Έφτιαχνε και μικρούς χιονάνθρωπους με κάτι κουμπιά για μάτια και δήθεν παλτό, που έκλεβε από την κουζίνα από ένα μεταλλικό κουτί της κυρίας που έμενε μαζί.
Το πιο φαντασμαγορικό όμως, ήταν τα ίδια τα κηπάκια! Στολισμένα με δεκάδες λαμπιόνια, πολύχρωμα, λευκά, κρυμμένα ή όχι στα διάφορα φυτά, δημιουργούσαν μια τόσο γιορτινή ατμόσφαιρα, που το παιδί που είχε μετακομίσει από κάποια Νότια μέρη, δεν είχε ξαναματαδεί. Περπατούσε κάθε βράδυ το δρόμο, αλλά και τους διπλανούς, με το σκούφο του, ένα μεγάλο κασκόλ και ένα καινούριο παλτό που άντεχε το πολύ κρύο και του άρεσε τόσο πολύ να κοιτάζει τη ζωή πίσω από αυτά τα παράθυρα που δεν κρύβονταν πάντα με κουρτίνες. Έπλαθε ιστορίες. Λίγες μέρες πριν είχε χιονίσει κιόλας, και το πρωί όταν ξύπνησε το λευκό τοπίο του έκοβε την ανάσα. Έβαζε κάτι γαλότσες και έτρεχε στο διπλανό Broomfield Park, για να περπατήσει στο χιόνι, και να να δει τις πατούσες του να χαράσσουν δρομάκια καινούρια σε παρθένα χιονισμένα τοπία. Πολύ το διασκέδαζε. Έφτιαχνε και μικρούς χιονάνθρωπους με κάτι κουμπιά για μάτια και δήθεν παλτό, που έκλεβε από την κουζίνα από ένα μεταλλικό κουτί της κυρίας που έμενε μαζί.
Ο νέος, σχεδόν 18 χρονών, κάτοικος, νοίκιαζε ένα μικρό, μα πολύ μικρό δωμάτιο στη μέση περίπου της Devonshire Road, σ' ένα σπίτι μιας Αγγλίδας, ευτραφούλας, που αγαπούσε να τρώει pop corn και είχε ένα φίλο, με πολλά τατού και piercing. Έβλεπε πολλά serial και αγαπούσε τη rock μουσική. O νεαρός, δεν είχε συνηθίσει τέτοιο θέαμα σε άντρα και σχεδόν τον φοβόταν. Καμιά φορά μάλωναν με την ιδιοκτήτρια και δη σχέση του και φοβόταν πως μπορεί να γίνει βίαιος. Αλλά μάλλον τα στερεότυπα του πάλευε να σπάσει, αυτός ο Νότιος, εικόνες που απλά φανταζόταν για τέτοια άτομα και ποτέ δεν έγινε τίποτα το κακό. Έμαθε απ' αυτό...
Το δωμάτιο ήταν ουσιαστικά μια μικρή προέκταση του μεγάλου διαδρόμου με τη σκάλα της εισόδου στο σπίτι. Είχε ένα μικρό μονό απλό λευκό κρεβάτι, μια σχεδόν ψεύτικη ντουλάπα, που μόλις και χωρούσε τα ρούχα του νέου και ένα μικρό γραφείο με μια καρέκλα που έβλεπε όμως μπροστά στο δρόμο της γειτονιάς και στα ζυγισμένα, στοιχισμένα πανύψηλα δέντρα. Δεν είχε χώρο πολύ για να κινηθείς, αλλά ήταν κάτι σαν μια φωλίτσα, που άρεσε στον Νότιο φίλο μας να χουχουλιάζει. Βέβαια, η μπαλκονόπορτα που έβγαζε σε ένα μάλλον ψεύτικο μπαλκονάκι, ήταν ξύλινη, δεν έκλεινε πολύ και έμπαζε, ειδικά τις νύχτες που φυσούσε εκείνος ο αέρας που προαναφέραμε. Κάτι τέτοιες νύχτες, έπαιρνε τα βιβλία του και ένα κασσετόφωνο, και έβαζε μια μάλλινη, κόκκινη καρό κουβέρτα πάνω του και χανόταν σε περιπλανήσεις σε μυθιστορηματικούς κόσμους.
Τα φετινά πρώτα του Χριστούγεννα στην Αγγλία, καθόταν με τις ώρες και χάζευε έξω το λαμπερό δρόμο και όσο φωτάκια μπορούσε να δει. Κάθε μέρα, όλο και κάποια αλλαγή γινόταν, γιατί οι ιδιοκτήτες αφαιρούσαν ή προσέθεταν διακοσμήσεις, ανάλογα με τα κέφια τους. Το βράδυ, αφού η λευκή μπαλκονόπορτα δεν είχε καν παντζούρια, δεν έχουν σε αυτές τις χώρες παντζούρια, έσβηνε όλα τα φώτα του και νανουριζόταν από τα πολύχρωμα φώτα που έπαιζαν σε ασυντόνιστους ρυθμούς έξω. Φώτιζαν το ταβάνι και κάπως έτσι τον έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν οι πρώτες του γιορτές μακριά από το σπίτι του στον Νότο. Δεν θα μπορούσε να επιστρέψει καθόλου, αφού είχε πέσει πολύ δουλειά, διάβασμα και τα χρήματα ήταν τότε αρκετά για ένα αεροπορικό εισιτήριο και δη Χριστουγεννιάτικο, ίσως να πήγαινε λίγο πιο μετά. Αισθανόταν πολύ άβολα, να είναι μόνος σε ένα τέτοιο ξένο σπιτικό, χωρίς οικογένεια ή παρέες. Δεν είχε ούτε 2,5 μήνες σε αυτό το μέρος και ακόμα τώρα γνώριζε ανθρώπους που δεν τον ακουμπούσαν συναισθηματικά, από διάφορα μέρη του κόσμου αλλά και την πατρίδα του, που του έλειπε, αλλά ήταν ενθουσιασμένος με τα καινούρια μέρη που ανακάλυπτε και την κουλτούρα που μάθαινε.
Τα Χριστούγεννα του 1993, θα ήταν μάλλον πολύ μοναχικά Χριστούγεννα. Στο σπίτι η κυρία ιδιοκτήτρια, τάισε τις γάτες τις που νιαούριζαν ευχαριστημένες, και έφυγε για το σπίτι του γιου τους καμιά ώρα μακριά με το αυτοκίνητο. Θα έμενε εκεί το βράδυ. Δεν τον εμπιστευόταν και κλείδωνε το σαλόνι, όπου είχε στολίσει ένα πολύχρωμο μεγάλο δέντρο. Και αυτό είχε πολλές νεράιδες και ξωτικά πάνω για στολίδια και έστεκε με τη σειρά του παραμυθένιο δίπλα στο τζάκι, που έκαιγε γκάζι. Το σπίτι ήταν απόλυτα σιωπηλό.
Ο μικρός φίλος μας, πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε λίγο φαγητό, λίγο χοιρινό με ρύζι και δαμάσκηνα, που το είχε μάθει από τη μάνα του και μια ωραία σώς από κονιάκ. Από μικρός το είχε το μαγείρεμα. Πήρε και ένα μικρό κρασάκι, από τη Ν. Αφρική, δεν ήξερε ότι η Αφρική βγάζει και κρασιά, το είδε στο Σούπερ μάρκετ και είπε να το δοκιμάσει και τα κουβάλησε στο μικρό δωμάτιο. Έστρωσε ένα κόκκινο, χάρτινο τραπεζομάντιλο, έβαλε το πιάτο του πάνω. Είχε στολίσει ένα μικρό δεντράκι, με κάτι φθηνά στολιδάκια από χαρτί που τα έκοψε μόνος του. Άναψε 2 κεριά και είπε Χρόνια Πολλά στον ευατό του. Ήταν μόνος και έτρωγε μόνος... Κάπου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μάλλον θα περνούσαν καλά οι γονείς, η οικογένεια, οι φίλοι του. Στην τρίτη μπουκιά, κοντοστάθηκε. Τα φωτάκια λαμπύριζαν απ' έξω. Έκανε μια πρόποση στον ευατό του. Πήρε μια κασέτα και έβαλε κάτι Χριστουγεννιάτικα παραδοσιακά κάλαντα της Αγγλίας, που του είχε δώσει μια φακιδού με κόκκινα μαλλιά στο Πανεπιστήμιο, για να μάθει και τις εκεί παραδόσεις. Γύρισε στο φαγητό του... Κοίταξε έξω που είχε μάλλον αρχίσει να ρίχνει ελαφρύ, πολύ ψιλό χιονόνερο. Και κάπου εκεί γέμισε δάκρυα. Δεν μπόρεσε να τα κρατήσει.
Τον πλημμύρισε ένα αίσθημα μοναξιάς, ένα αίσθημα τόσης απόστασης απ' ό,τι, αυτός ο λίγο κακομαθημένος είχε μάθει. Έκλαψε, βράδυ Χριστουγέννων, Σάββατο 25/12/1993. Έκλαψε, για το κενό που ένιωθε. Ξαφνικά σταμάτησε. Με κόκκινα πολύ μάτια και πολλά λερωμένα χαρτομάντιλα, στάθηκε όρθιος. Κοίταξε έξω. Ο δρόμος γυάλιζε από την ελαφριά υγρασία του χιονόνερου. Άρχισε να τον γεμίζει ένα πείσμα που δεν το είχε ξανανιώσει. Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθαν όλες του οι παιδικές, εφηβικές εικόνες, ένιωσε περήφανος για αυτά που έχει κάνει, αυτά που έχει καταφέρει, που ήταν εκεί και ας ήταν μόνος. Ήταν ξεκάθαρα δική του απόφαση να φύγει από τα Νότια μέρη και να έρθει να ζήσει, να σπουδάσει εκεί, σε εκείνο τον τόπο. Οπότε έπρεπε να φανεί απόλυτα δυνατός. Εκείνο το βράδυ, μάλλον τον επισκέφτηκε η πρώτη φάση ενηλικίωσης του. Ήταν πια 18 και κάτι μήνες.
Ντύθηκε όσο πιο ζεστά μπορούσε, πήρε και ένα κίτρινο Sony Sports walkman, που ήταν πολύ της μόδας άλλωστε, την κασέτα με τα Χριστουγεννιάτικα, φόρεσε τα γάντια του, ένα σκούφο και ένα τεράστιο μάλλινο κασκόλ και κουτρουβάλησε τις σκάλες. Γεμάτος έξαψη, πήρε το μεταχειρισμένο ποδήλατο που είχε βρει πριν λίγο καιρό, από ένα Ινδό, έβαλε κάτι φωτάκια πάνω και ξεκίνησε. Ποδηλάτησε στη γειτονιά, γύρω στις 10 τη νύχτα, όταν όλοι έτρωγαν μέσα από τα θολά τζάμια των σπιτιών που ήταν παραταγμένα στη σειρά και τους έβλεπε με χαρά πια. Δεν του έφτασε αυτό... Άρχισε να κατεβαίνει τον άδειο πια μεγάλο δρόμο που έβγαζε στο πιο μεγάλο διπλανό προάστιο, και κύλησε, κύλησε τις ρόδες του για τη μεγάλη πόλη που λέγεται Λονδίνο... Το είχε πάρει απόφαση. Το κρύο τσουχτερό, του μαστίγωνε το πρόσωπο, αλλά ήταν ξάφνου χαρούμενος, δεν καταλάβαινε τίποτα. Θα πήγαινε στη μεγάλη πόλη να δει τα φώτα, τον κόσμο, δεν θα τον έπαιρνε κάτω.
Σε λίγη ώρα ο νεαρός, ποδηλατούσε μαγεμένος σε μεγάλους δρόμους, εμπορικούς, βασιλικούς, με πολλά πολλά φώτα, στολισμένες πανέμορφα βιτρίνες. Ένιωθε πως πετούσε εκείνη τη μαγική νύχτα των Χριστουγέννων, πάνω απ' ονόματα γνωστών δρόμων της πολιτείας αυτής που στολίζονται αδιάλειπτα δεκάδες χρόνια τώρα. Απορροφούσε τη νέα του ζωή σε μια μεγαλούπολη, ένιωθε το πείσμα να πετύχει, έπρεπε να πετύχει όσο μπορούσε καλύτερα, για τη δική του ζωή, τη δική του διαδρομή. Άρχισε να χαμογελάει. Στους περαστικούς, σε κάτι μεθυσμένους, "Merry Christmas mate", του είπαν κάτι τύποι σε μια γωνιά και άρχισε να νιώθει ακόμα πιο οικείος. Παρέες, τουρίστες ξεδίνανε σε μπυραρίες και εστιατόρια και αυτός ποδηλατούσε συνέχεια χωρίς να σταματήσει.
Έφτασε στην πιο μεγάλη πλατεία, με το όνομα Trafalgar Square, ούτε κατάλαβε πως, μάλλον χάθηκε κιόλας και σταμάτησε, επιτέλους, μπροστά σ' ένα πελώριο δέντρο στολισμένο με πολλά φωτάκια. Η μουσική έπαιζε ακόμα στο walkman. Είχε ακούσει τα κομμάτια πολλές φορές! Διάβασε πως το δέντρο αυτό, έρχεται κάθε χρόνο ως δώρο για τους Άγγλους από το λαό της Νορβηγίας, σε ευγνωμοσύνη για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συμπαράστασή τους. Κοίτα τι έμαθε και σήμερα!
Στάθηκε εκεί και με την άκρη του ματιού του πρόσεξε, πως στην άκρη μιας γωνίας, είχε κάτι χαρτοκιβώτια που είχαν ένα άνθρωπο μέσα. Δεν είχε ξαναπαρατηρήσει τόσο πολύ αυτή την όψη της πόλης. Τον φόβισε λίγο η εικόνα, αλλά είπε να πλησιάσει. Ένας μεσήλικας, που μύριζε έντονα τον κοίταξε και κάτι του είπε που δεν κατάλαβε... Και όμως εκείνος ο άπλυτος άνθρωπος, του ευχήθηκε ένα Merry Christmas μετά και χαμογέλασε. Έβρισκε ακόμα το κουράγιο. Ο νεαρός ξέχασε αμέσως, σχεδόν όλη του την προηγούμενη σκοτούρα και μοναξιά. Χαμογέλασε και αυτός και λαμπύρισαν τα μάτια τους μέσα στην πλατεία, σαν τα χιλιάδες φωτάκια. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε, γιατί απλά θεώρησε πως έπρεπε να το κάνει. Ο "χαρτονένιος" άνθρωπος, τον κοίταξε βαθιά μέσα του και ήρθε να τον αγκαλιάσει. Τον άφησε και ας έζεχνε.. Δεν μύριζε πια. Ξαφνικά όλα ξεχάστηκαν. Σχεδόν δάκρυσε ο μικρός φίλος μας. Ένιωσε πολύ ομορφα. Αλήθεια!
Έκανε πίσω, πήρε το παρατημένο ποδήλατο από το πεζοδρόμιο δίπλα του, και άρχισε να βολτάρει σε όλη την πόλη. Δεν σταματούσε! Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1993, έμελλαν να του υπενθυμίσουν, αυτού του νέου από τον Νότο, πως η ζωή έχει πολλές τούμπες, ευτυχίες, ανηφόρες, καταστάσεις χειρότερες από ότι πίστευε, μακριά από τον κλειστό δικό του μικρόκοσμο, από τη δική του ζωή, που ήταν σαφέστατα καλύτερη από τον χαρτονένιο άνθρωπο. Αποφάσισε με τον κρύο αέρα να συνεχίζει να τον χτυπά στο πρόσωπο, ότι θα παλέψει όσο μπορεί να γίνει κάτι που θα είναι περήφανος. Να μπορεί και να βοηθά λίγο κόσμο και δεν τον ένοιαζε και πολύ να γίνει πλούσιος και τρομερός. Πως στα δύσκολα, πάντα υπάρχει μια ελπίδα για κάτι που δεν το ξέρεις, αλλά πρέπει να το παλέψεις γιατί είναι η φύση σου τέτοια. Η ανθρώπινη. Πως να λέει ευχαριστώ για ότι έχει, πως έχει οικογένεια, ίσως κάποιους φίλους, έστω ένα μικρό δωμάτιο που έμπαζε ο αέρας, αλλά κοιμάται τουλάχιστον ζεστά...
Ποδηλάτησε, αφού χάθηκε και λίγο, πίσω στο Palmers Green... Η ώρα έγραφε περίπου 3 και το κρύο έσκιζε τη νύχτα. Ανέβηκε πάνω, πλύθηκε, έσβησε τα φώτα, μπήκε κάτω από το πολύ ζεστό πάπλωμα, σχεδόν ευτυχισμένος και κοιμήθηκε βλέποντας τα λαμπάκια απ' έξω να φωτίζουν το ταβάνι...
Ήταν Χριστούγεννα του 1993, και o Spastos Petalakis μόλις είχε κάνει ένα βήμα στην ενηλικίωσή του, σε αυτή τη χώρα που λέγεται Αγγλία και του χάραξε τη ζωή.... Ήταν Χριστούγεννα του 1993, που ο Spastos Petalakis πήρε ένα πολύ καλό μάθημα ζωής...
Είναι Χριστούγεννα του 2011, και ο Spastos Petalakis ακόμα θέλει να παραμένει πιστός σε εκείνες τις σκέψεις, τώρα που δυσκολεύεται και πάλι, αυτός και μαζί του μια ολόκληρη κοινωνία. 18 χρονιά μετά, εκείνη η εμπειρία παραμένει τόσο επίκαιρη, για όλους σας. Μας. Και έπρεπε να τη μοιραστεί. Γιατί δεν την ήξερε κανένας.
Τα φετινά πρώτα του Χριστούγεννα στην Αγγλία, καθόταν με τις ώρες και χάζευε έξω το λαμπερό δρόμο και όσο φωτάκια μπορούσε να δει. Κάθε μέρα, όλο και κάποια αλλαγή γινόταν, γιατί οι ιδιοκτήτες αφαιρούσαν ή προσέθεταν διακοσμήσεις, ανάλογα με τα κέφια τους. Το βράδυ, αφού η λευκή μπαλκονόπορτα δεν είχε καν παντζούρια, δεν έχουν σε αυτές τις χώρες παντζούρια, έσβηνε όλα τα φώτα του και νανουριζόταν από τα πολύχρωμα φώτα που έπαιζαν σε ασυντόνιστους ρυθμούς έξω. Φώτιζαν το ταβάνι και κάπως έτσι τον έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν οι πρώτες του γιορτές μακριά από το σπίτι του στον Νότο. Δεν θα μπορούσε να επιστρέψει καθόλου, αφού είχε πέσει πολύ δουλειά, διάβασμα και τα χρήματα ήταν τότε αρκετά για ένα αεροπορικό εισιτήριο και δη Χριστουγεννιάτικο, ίσως να πήγαινε λίγο πιο μετά. Αισθανόταν πολύ άβολα, να είναι μόνος σε ένα τέτοιο ξένο σπιτικό, χωρίς οικογένεια ή παρέες. Δεν είχε ούτε 2,5 μήνες σε αυτό το μέρος και ακόμα τώρα γνώριζε ανθρώπους που δεν τον ακουμπούσαν συναισθηματικά, από διάφορα μέρη του κόσμου αλλά και την πατρίδα του, που του έλειπε, αλλά ήταν ενθουσιασμένος με τα καινούρια μέρη που ανακάλυπτε και την κουλτούρα που μάθαινε.
Τα Χριστούγεννα του 1993, θα ήταν μάλλον πολύ μοναχικά Χριστούγεννα. Στο σπίτι η κυρία ιδιοκτήτρια, τάισε τις γάτες τις που νιαούριζαν ευχαριστημένες, και έφυγε για το σπίτι του γιου τους καμιά ώρα μακριά με το αυτοκίνητο. Θα έμενε εκεί το βράδυ. Δεν τον εμπιστευόταν και κλείδωνε το σαλόνι, όπου είχε στολίσει ένα πολύχρωμο μεγάλο δέντρο. Και αυτό είχε πολλές νεράιδες και ξωτικά πάνω για στολίδια και έστεκε με τη σειρά του παραμυθένιο δίπλα στο τζάκι, που έκαιγε γκάζι. Το σπίτι ήταν απόλυτα σιωπηλό.
Ο μικρός φίλος μας, πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε λίγο φαγητό, λίγο χοιρινό με ρύζι και δαμάσκηνα, που το είχε μάθει από τη μάνα του και μια ωραία σώς από κονιάκ. Από μικρός το είχε το μαγείρεμα. Πήρε και ένα μικρό κρασάκι, από τη Ν. Αφρική, δεν ήξερε ότι η Αφρική βγάζει και κρασιά, το είδε στο Σούπερ μάρκετ και είπε να το δοκιμάσει και τα κουβάλησε στο μικρό δωμάτιο. Έστρωσε ένα κόκκινο, χάρτινο τραπεζομάντιλο, έβαλε το πιάτο του πάνω. Είχε στολίσει ένα μικρό δεντράκι, με κάτι φθηνά στολιδάκια από χαρτί που τα έκοψε μόνος του. Άναψε 2 κεριά και είπε Χρόνια Πολλά στον ευατό του. Ήταν μόνος και έτρωγε μόνος... Κάπου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μάλλον θα περνούσαν καλά οι γονείς, η οικογένεια, οι φίλοι του. Στην τρίτη μπουκιά, κοντοστάθηκε. Τα φωτάκια λαμπύριζαν απ' έξω. Έκανε μια πρόποση στον ευατό του. Πήρε μια κασέτα και έβαλε κάτι Χριστουγεννιάτικα παραδοσιακά κάλαντα της Αγγλίας, που του είχε δώσει μια φακιδού με κόκκινα μαλλιά στο Πανεπιστήμιο, για να μάθει και τις εκεί παραδόσεις. Γύρισε στο φαγητό του... Κοίταξε έξω που είχε μάλλον αρχίσει να ρίχνει ελαφρύ, πολύ ψιλό χιονόνερο. Και κάπου εκεί γέμισε δάκρυα. Δεν μπόρεσε να τα κρατήσει.
Τον πλημμύρισε ένα αίσθημα μοναξιάς, ένα αίσθημα τόσης απόστασης απ' ό,τι, αυτός ο λίγο κακομαθημένος είχε μάθει. Έκλαψε, βράδυ Χριστουγέννων, Σάββατο 25/12/1993. Έκλαψε, για το κενό που ένιωθε. Ξαφνικά σταμάτησε. Με κόκκινα πολύ μάτια και πολλά λερωμένα χαρτομάντιλα, στάθηκε όρθιος. Κοίταξε έξω. Ο δρόμος γυάλιζε από την ελαφριά υγρασία του χιονόνερου. Άρχισε να τον γεμίζει ένα πείσμα που δεν το είχε ξανανιώσει. Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθαν όλες του οι παιδικές, εφηβικές εικόνες, ένιωσε περήφανος για αυτά που έχει κάνει, αυτά που έχει καταφέρει, που ήταν εκεί και ας ήταν μόνος. Ήταν ξεκάθαρα δική του απόφαση να φύγει από τα Νότια μέρη και να έρθει να ζήσει, να σπουδάσει εκεί, σε εκείνο τον τόπο. Οπότε έπρεπε να φανεί απόλυτα δυνατός. Εκείνο το βράδυ, μάλλον τον επισκέφτηκε η πρώτη φάση ενηλικίωσης του. Ήταν πια 18 και κάτι μήνες.
Ντύθηκε όσο πιο ζεστά μπορούσε, πήρε και ένα κίτρινο Sony Sports walkman, που ήταν πολύ της μόδας άλλωστε, την κασέτα με τα Χριστουγεννιάτικα, φόρεσε τα γάντια του, ένα σκούφο και ένα τεράστιο μάλλινο κασκόλ και κουτρουβάλησε τις σκάλες. Γεμάτος έξαψη, πήρε το μεταχειρισμένο ποδήλατο που είχε βρει πριν λίγο καιρό, από ένα Ινδό, έβαλε κάτι φωτάκια πάνω και ξεκίνησε. Ποδηλάτησε στη γειτονιά, γύρω στις 10 τη νύχτα, όταν όλοι έτρωγαν μέσα από τα θολά τζάμια των σπιτιών που ήταν παραταγμένα στη σειρά και τους έβλεπε με χαρά πια. Δεν του έφτασε αυτό... Άρχισε να κατεβαίνει τον άδειο πια μεγάλο δρόμο που έβγαζε στο πιο μεγάλο διπλανό προάστιο, και κύλησε, κύλησε τις ρόδες του για τη μεγάλη πόλη που λέγεται Λονδίνο... Το είχε πάρει απόφαση. Το κρύο τσουχτερό, του μαστίγωνε το πρόσωπο, αλλά ήταν ξάφνου χαρούμενος, δεν καταλάβαινε τίποτα. Θα πήγαινε στη μεγάλη πόλη να δει τα φώτα, τον κόσμο, δεν θα τον έπαιρνε κάτω.
Σε λίγη ώρα ο νεαρός, ποδηλατούσε μαγεμένος σε μεγάλους δρόμους, εμπορικούς, βασιλικούς, με πολλά πολλά φώτα, στολισμένες πανέμορφα βιτρίνες. Ένιωθε πως πετούσε εκείνη τη μαγική νύχτα των Χριστουγέννων, πάνω απ' ονόματα γνωστών δρόμων της πολιτείας αυτής που στολίζονται αδιάλειπτα δεκάδες χρόνια τώρα. Απορροφούσε τη νέα του ζωή σε μια μεγαλούπολη, ένιωθε το πείσμα να πετύχει, έπρεπε να πετύχει όσο μπορούσε καλύτερα, για τη δική του ζωή, τη δική του διαδρομή. Άρχισε να χαμογελάει. Στους περαστικούς, σε κάτι μεθυσμένους, "Merry Christmas mate", του είπαν κάτι τύποι σε μια γωνιά και άρχισε να νιώθει ακόμα πιο οικείος. Παρέες, τουρίστες ξεδίνανε σε μπυραρίες και εστιατόρια και αυτός ποδηλατούσε συνέχεια χωρίς να σταματήσει.
Έφτασε στην πιο μεγάλη πλατεία, με το όνομα Trafalgar Square, ούτε κατάλαβε πως, μάλλον χάθηκε κιόλας και σταμάτησε, επιτέλους, μπροστά σ' ένα πελώριο δέντρο στολισμένο με πολλά φωτάκια. Η μουσική έπαιζε ακόμα στο walkman. Είχε ακούσει τα κομμάτια πολλές φορές! Διάβασε πως το δέντρο αυτό, έρχεται κάθε χρόνο ως δώρο για τους Άγγλους από το λαό της Νορβηγίας, σε ευγνωμοσύνη για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συμπαράστασή τους. Κοίτα τι έμαθε και σήμερα!
Στάθηκε εκεί και με την άκρη του ματιού του πρόσεξε, πως στην άκρη μιας γωνίας, είχε κάτι χαρτοκιβώτια που είχαν ένα άνθρωπο μέσα. Δεν είχε ξαναπαρατηρήσει τόσο πολύ αυτή την όψη της πόλης. Τον φόβισε λίγο η εικόνα, αλλά είπε να πλησιάσει. Ένας μεσήλικας, που μύριζε έντονα τον κοίταξε και κάτι του είπε που δεν κατάλαβε... Και όμως εκείνος ο άπλυτος άνθρωπος, του ευχήθηκε ένα Merry Christmas μετά και χαμογέλασε. Έβρισκε ακόμα το κουράγιο. Ο νεαρός ξέχασε αμέσως, σχεδόν όλη του την προηγούμενη σκοτούρα και μοναξιά. Χαμογέλασε και αυτός και λαμπύρισαν τα μάτια τους μέσα στην πλατεία, σαν τα χιλιάδες φωτάκια. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε, γιατί απλά θεώρησε πως έπρεπε να το κάνει. Ο "χαρτονένιος" άνθρωπος, τον κοίταξε βαθιά μέσα του και ήρθε να τον αγκαλιάσει. Τον άφησε και ας έζεχνε.. Δεν μύριζε πια. Ξαφνικά όλα ξεχάστηκαν. Σχεδόν δάκρυσε ο μικρός φίλος μας. Ένιωσε πολύ ομορφα. Αλήθεια!
Έκανε πίσω, πήρε το παρατημένο ποδήλατο από το πεζοδρόμιο δίπλα του, και άρχισε να βολτάρει σε όλη την πόλη. Δεν σταματούσε! Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1993, έμελλαν να του υπενθυμίσουν, αυτού του νέου από τον Νότο, πως η ζωή έχει πολλές τούμπες, ευτυχίες, ανηφόρες, καταστάσεις χειρότερες από ότι πίστευε, μακριά από τον κλειστό δικό του μικρόκοσμο, από τη δική του ζωή, που ήταν σαφέστατα καλύτερη από τον χαρτονένιο άνθρωπο. Αποφάσισε με τον κρύο αέρα να συνεχίζει να τον χτυπά στο πρόσωπο, ότι θα παλέψει όσο μπορεί να γίνει κάτι που θα είναι περήφανος. Να μπορεί και να βοηθά λίγο κόσμο και δεν τον ένοιαζε και πολύ να γίνει πλούσιος και τρομερός. Πως στα δύσκολα, πάντα υπάρχει μια ελπίδα για κάτι που δεν το ξέρεις, αλλά πρέπει να το παλέψεις γιατί είναι η φύση σου τέτοια. Η ανθρώπινη. Πως να λέει ευχαριστώ για ότι έχει, πως έχει οικογένεια, ίσως κάποιους φίλους, έστω ένα μικρό δωμάτιο που έμπαζε ο αέρας, αλλά κοιμάται τουλάχιστον ζεστά...
Ποδηλάτησε, αφού χάθηκε και λίγο, πίσω στο Palmers Green... Η ώρα έγραφε περίπου 3 και το κρύο έσκιζε τη νύχτα. Ανέβηκε πάνω, πλύθηκε, έσβησε τα φώτα, μπήκε κάτω από το πολύ ζεστό πάπλωμα, σχεδόν ευτυχισμένος και κοιμήθηκε βλέποντας τα λαμπάκια απ' έξω να φωτίζουν το ταβάνι...
Ήταν Χριστούγεννα του 1993, και o Spastos Petalakis μόλις είχε κάνει ένα βήμα στην ενηλικίωσή του, σε αυτή τη χώρα που λέγεται Αγγλία και του χάραξε τη ζωή.... Ήταν Χριστούγεννα του 1993, που ο Spastos Petalakis πήρε ένα πολύ καλό μάθημα ζωής...
Είναι Χριστούγεννα του 2011, και ο Spastos Petalakis ακόμα θέλει να παραμένει πιστός σε εκείνες τις σκέψεις, τώρα που δυσκολεύεται και πάλι, αυτός και μαζί του μια ολόκληρη κοινωνία. 18 χρονιά μετά, εκείνη η εμπειρία παραμένει τόσο επίκαιρη, για όλους σας. Μας. Και έπρεπε να τη μοιραστεί. Γιατί δεν την ήξερε κανένας.
Χρόνια σας πολλά και ελπίδα, κουράγιο και απλή αγάπη.
Όσο μπορείτε πείτε το...
Σε αυτούς που αγαπάτε.
Η ζωή είναι απελπιστικά απλή και απίθανη.
Σας φιλώ