Ζωή Νεκρή
Καινούριος ήλιος είχε φυτρώσει, πια, στου ουρανού την πλάση κι ο τρελό-γερος, ακόμη, κοιμόταν. Ξάφνου, η ορχήστρα του αέρα και το ουρλιαχτό της πόρτας τον ανέσυραν από την δίνη του ονείρου και τον κόσμο των θαυμάτων. Η στιγμή είχε φτάσει. Η καρδιά του τον δοκίμαζε. Είχε χρέος πια, χρέος αβάσταχτο κι αιώνιο. Χρέος που μόνον αυτός μπορούσε να ξεπληρώσει. Συντροφιά να χάριζε στους ζωντανούς και λησμονιά στους αθανάτους.
Τους ζωντανούς, των νεκρών ξεράσματα, που φοβόταν όσο τίποτε άλλο. Δεν ήξερε γατί, αλλά τον έσκιαζαν, έτσι όπως σκιάζεται το χρώμα στο σκοτάδι και χάνεται, απρόσμενα, στου τυράννου του την όψη. Δεν τους γνώριζε, μήτε το προσδοκούσε. Του φάνταζαν θεριά, αβυσσαλέα θεριά που παραμόνευαν. Αυτοί, οι απρόσωποι, στυγνοί πραματευτάδες παζαρεύοντας αξίες και ρημάδια της ζωής, καθώς η γη γονάτιζε, αδύναμη, μπροστά τους και το αύριο πνιγότανε σ’ ενός θεού το δάκρυ.
Αυτός, ο δεσμοφύλακας των ελευθέρων, μια ψυχή ατιμασμένη μέσα στο χάος του πολέμου, ένα σπαρμένο τίποτα στον χώρο των πάντων, των σπουδαίων. Αχ! Αυτό, το αναθεματισμένο τίποτα που πάντα καρτερούσε. Αυτό, το ζοφερό κι ακλόνητο τίποτα, που πάντα τον συντρόφευε και διαρκώς τον απειλούσε.
Οι ζωντανοί τον όρισαν αποτυχημένο, ένα σφάλμα των εποχών. Τον κατηγορούσαν, πως υπήρχε για το δικό του, και μόνον, κόσμο. Τον κόσμο, το φανταστικό. Γιατί διέφερε, γιατί ήταν περίεργος, ή κάπως έτσι ζητούσαν να πιστεύουν, καθώς το χάρισμα του, το μονάκριβο, τους ξένιζε, τους εξαγρίωνε. Το χάρισμα, αυτό, που χάιδευε τη σιωπή των ουρανών, την αλαλιά της φύσης. Όμως η ζωή που κυνηγούσε, άγγιζε σε τέτοιο βάθος την πραγματική αλήθεια, μες στις αλήθειες των πολλών που πρέσβευαν τους ανθρώπους, που στους άδοξους παρατηρητές φάνταζε τόσο άγνωστη, τόσο ψεύτικη.
Μα, δεν ήταν μία ιδέα ουτοπική, μία Ατλαντίδα των ημερών, παρά μόνον άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με ιστορία. Ένας άνθρωπος με παρελθόν, παρόν, μα όχι και μέλλον. Το παρελθόν τον επισκίαζε. Το παρόν έμενε άπραγο, ασάλευτο, ανίσχυρο. Πώς μπορούσε να προφτάσει το μέλλον του, που μάκραινε αδιάκοπα;
H φτώχεια, οι αλλεπάλληλες δυστυχίες κι ο θάνατος κάθε δικού του ανθρώπου τον εγκλώβιζαν. Οι αναμνήσεις ενός δρόμου κακο-τράχαλου τον καθήλωναν. Η απόγευση του πόνου και της πίκρας, που αβίαστα του χάρισε η ζωή, τον λιγόστευε. Σάμπως ήταν φωλιασμένο ένα μικρό αδηφάγο σαράκι μέσα στα σάπια φύλλα της ψυχής του. Οι ραγάδες του κακο-γερασμένου του κορμιού μαρτυρούσαν τη φυλακή του. Κι αν, ακόμα, ανέπνεε, ζωή δεν έμελλε να ζήσει. Η ιστορία, ανένδοτη, τον είχε καταδικάσει για εσχάτη προδοσία. Τα όρνια της καραδοκούσαν, καθώς ο χρόνος τον ποδοπατούσε. Το θάνατό του πρόσμεναν αμετανόητα. Να τον κατασπαράξουν, προσδοκούσαν δίχως ενοχή.
Εκείνους, τους παλιούς, τους χρόνους, όσο είχε μισήσει το καλό, τόσο είχε αγαπήσει το κακό και στο όνομα της επιβίωσης βάφτιζε την αμαρτία, λύτρωση και τον ένοχο, αθώο. Είχε γίνει αλλιώτικος, αχαλίνωτος, μα ήταν αναγκασμένος. Όταν, όμως, έφτασε η ώρα, ετούτη, που η μάσκα κίνησε να φύγει από πάνω του, για να ταξιδέψει σε νέους τόπους, δεν άντεξε. Δεν αναγνώριζε, πλέον, το είδωλό του. Να ιδωθεί με τον καθρέπτη, απέφευγε. Μισούσε, πια, το ίδιο του το πρόσωπο, την έκφυλη φιγούρα του. Κάθε του, στερνό, σημάδι κραύγαζε, ποιος πραγματικά ήτανε. Αηδιασμένος από τους πόθους του και τα καμώματά του, ποτέ δεν τόλμησε να ψάξει μέσα στα μάτια του. Αρνιόταν. Δεν γνώριζε, τι φύλαγαν. Ήταν αδύναμος σαν το κλωνάρι ενός δεντρού. Έσπαγε, κομματιαζόταν, θρυμματιζόταν. Η σκιά του ξεθώριαζε.
Μονάχος, πια, είχε απομείνει με την παρηγοριά του μονολόγου. Για μια ζωή μονολογούσε, μα δεν το παραδεχόταν. Καυχιότανε πως συζητούσε με τον πιο λαμπρό άνδρα του κόσμου ολάκερου, τον πιο έξυπνο. Μα ποτέ δεν υπήρξε άλλος, μονάχος του γεννήθηκε, μονάχος του θα πέθαινε. Κατάρα, μα και ευλογία το όνομά του.
Πολλές φορές, για ώρες ατελείωτες, καθόταν σε μια ερημική γωνιά μες στο χαμόσπιτό του. Κάπνιζε και παραληρούσε. Παρακολουθούσε με επιμονή τον καπνό, με τη μυστήρια όψη, που ξέσπαγε ατρόμητος από το τσαλακωμένο του τσιγάρο. Μεθούσε με την ελευθερία του. Φθονούσε το πέταγμά του.
Όχι. Δεν μπορούσε να ξυπνήσει, ακόμα. Μια φωνή τον πρόσταζε, να βυθιστεί πιότερο στο μαγικό του θέατρο. Δεν ήθελε να αποχωριστεί τον τόπο του. Σε τούτον, ήταν δοσμένη η στείρα του καρδιά. Εκεί, μονάχα, ένιωθε παρηγοριά. Οι γαλήνιες σκηνές που, κάθε τόσο, ξέκλεβε από τα όνειρά του, φώτιζαν τα σκιάχτρα στο άγνωστο χωράφι της αβύσσου του.
Όχι. Δεν ήταν έτοιμος να ξυπνήσει, ακόμα. Ποτέ του, δεν ήταν. Έτρεμε τη μοναξιά του δειλινού που ξανα-ζύγωνε, σημαίνοντας τον ερχομό ενός αλλότριου φεγγαριού. Ενός φεγγαριού κακοποιού, που πάσχιζε να τον λυγίσει. Κάθε νυχτιά που διάβαινε, καθώς το σκοτάδι πύκνωνε, θαρρούσε ένα μαύρο τέρας, ξεπρόβαινε μέσα από τα ντουβάρια και πολεμούσε να τον πάρει μαζί του.
Κ.Κώνκης
σχόλια