Το Μπέργκαμο, ένα κρυφό στολίδι της Ιταλίας και της Λομβαρδίας, έχει να υπερηφανεύεται, εκτός από το γεγονός ότι είναι γενέτειρα του Καραβάτζιο και του συνθέτη Γκαετάνο Ντονιτσέτι, ότι είναι πατρίδα του Τζιοβάνι Μπατίστα Μορόνι, ενός ζωγράφου του μανιερισμού, διάσημου για τα κομψά ρεαλιστικά πορτρέτα ντόπιων ευγενών και κληρικών που δημιούργησε, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σπουδαίους προσωπογράφους του δέκατου έκτου αιώνα.
Η έκθεση στην Gallerie d'Italia στο Μιλάνο με τίτλο «Μορόνι, ένα πορτρέτο της εποχής του» στοχεύει να προσφέρει μέσα από εννέα ενότητες μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον ζωγράφο, ξεκινώντας από τα πρώτα του βήματα στο εργαστήριο του Μορέτο ντα Μπρέσια, ενός δασκάλου που δραστηριοποιήθηκε στην Μπρέσια αλλά και στο Μπέργκαμο, το Μιλάνο, τη Βερόνα και την Ασόλα και αποτελεί κεντρική φιγούρα της λομβαρδικής Αναγέννησης, ενώ στην ίδια έκθεση υπάρχουν έργα σύγχρονών του καλλιτεχνών που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή της Λομβαρδίας, όπως ο Λορέντζο Λότο, ο Τζερόλαμο, ο Σαβόλντο και ο ίδιος ο Μορέτο.
Ο Μορόνι, που έζησε από το 1521 έως το 1580, στα έργα του ερμηνεύει τη ζωγραφική της λομβαρδικής Αναγέννησης και είναι περισσότερο γνωστός για το καινοτόμο έργο του ως προσωπογράφου. Πολλά από τα πορτρέτα του καλλιτέχνη που εκτίθενται χαρακτηρίζονται «πορτρέτα σε δράση», απεικονίσεις ανθρώπων που, μέσω μιας χειρονομίας ή μιας ματιάς, δημιουργούν μια σύνδεση με τον θεατή, γεφυρώνοντας τη συναισθηματική απόσταση και τη στατική φύση της επίσημης προσωπογραφίας.
Οι πίνακες παρουσιάζονται μαζί με κάποια έργα τέχνης των Τιτσιάνο, Βερονέζε και Τιντορέτο, έτσι ώστε να προκύψει ένας διάλογος με την καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής, ακόμη και πέρα από τα τοπικά σύνορα.
Ο Μορόνι ήταν γιος του αρχιτέκτονα Αντρέα Μορόνι. Εκπαιδεύτηκε στην Μπρέσια, όπου ήταν ο κύριος βοηθός στούντιο του Μπονβιτσίνο και εργάστηκε στο Τρέντο, στο Μπέργκαμο και στην πατρίδα του, την πόλη Αλμπίνο κοντά στο Μπέργκαμο, όπου γεννήθηκε και πέθανε. Ζωγράφισε μια σειρά από θρησκευτικά έργα (συμπεριλαμβανομένου του Βωμού των Γιατρών για την εκκλησία της Santa Maria Maggiore, στο Μπέργκαμο) καθώς και μια σειρά από πορτρέτα, με τα οποία έγινε διάσημος.
Η δουλειά του ήταν επηρεασμένη εν μέρει από τη μελέτη του ρεαλισμού του Σαβόλντο. Μέσα σε λίγα χρόνια παρήγαγε μια μεγάλη σειρά από πορτρέτα που, αν και δεν είναι αρκετά ηρωικά, είναι γεμάτα αξιοπρεπή ανθρωπιά και στηρίζονται στην καθημερινή ζωή. Τα θέματά τους δεν προέρχονται αποκλειστικά από την αριστοκρατία του Μπέργκαμο, αλλά και από την τάξη των λογίων, των επαγγελματιών και των κυβερνητικών γραφειοκρατών.
Τα θρησκευτικά έργα του, που προορίζονταν για ένα λιγότερο εκλεπτυσμένο κοινό στις τοπικές κοινωνίες, ήταν λιγότερα και λιγότερο επιτυχημένα από τα πορτρέτα του, στα οποία υπάρχει μεγάλη ψυχολογική διείσδυση, που οφείλεται λιγότερο στους δάσκαλους του και περισσότερο στη βενετσιάνικη παράδοση της προσωπογραφίας, όπως είχε εξελιχθεί από τον Τζορτζόνε και τον Τιτσιάνο, ο οποίος επαίνεσε το έργο του.
Ο Μορόνι εμφύσησε τα πορτρέτα του με φυσιογνωμική ατομικότητα. Παρά τις απαθείς εκφράσεις του προσώπου τους, πολλά από τα θέματά του έχουν μια αίσθηση απαλής μελαγχολίας που ενισχύεται από τις γκρίζες κυρίως αποχρώσεις που χρησιμοποιούσε και από μια συγκρατημένη επεξεργασία των υφών των υφασμάτων. Το απλό αλλά λεπταίσθητο στυλ προσωπογραφίας του Μορόνι τον έκαναν έναν από τους λίγους Ιταλούς καλλιτέχνες της Αναγέννησης που έκαναν την προσωπογραφία την κύρια ειδικότητά τους.
Οι πίνακες είναι δάνεια από την Accademia Carrara στο Μπέργκαμο και το Fondazione Brescia Musei, τις γκαλερί Uffizi, την Gallerie dell' Accademia στη Βενετία, την Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο, το Musée du Louvre, το Museo Nacional del Prado, το Kunsthistorisches Museum στη Βιέννη, το Gemäldegalerie - Staatliche Museen στο Βερολίνο, την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και το Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας.