Νέα επιστημονική έρευνα διαπίστωσε ότι η έκθεση των μικρών παιδιών σε ζέστη ή κρύο μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη της λευκής ουσίας του εγκεφάλου.
Η έκθεση στη ζέστη και το κρύο κατά την πρώιμη ζωή των παιδιών μπορεί να έχει μόνιμες επιπτώσεις στη μικροδομή της λευκής ουσίας του εγκεφάλου, όπως διαπιστώνει η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Climate Change». Η έρευνα, επικεφαλής της οποίας είναι το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal), υπογραμμίζει την ευπάθεια των εμβρύων και των παιδιών στις ακραίες θερμοκρασίες. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις μεταβολές της θερμοκρασίας, καθώς οι μηχανισμοί θερμορύθμισης είναι ακόμα ανώριμοι.
Η λευκή ουσία βρίσκεται βρίσκεται κάτω από τον φλοιό των ημισφαιρίων του εγκεφάλου, επηρεάζει τις λειτουργίες της μάθησης και εμπλέκεται σε νοητικές δυσλειτουργίες.
Οι ερευνητές εξέτασαν με μαγνητική τομογραφία τη δομή της λευκής ουσίας στον εγκέφαλο 2.681 παιδιών, ηλικίας 9 έως 12 ετών. Επίσης, χρησιμοποίησαν μία προηγμένη στατιστική προσέγγιση για να εκτιμήσουν την έκθεση του κάθε συμμετέχοντα σε μηνιαίες μέσες θερμοκρασίες από τη σύλληψή τους μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών. Ως κρύες και ζεστές θερμοκρασίες ορίστηκαν οι θερμοκρασίες που βρίσκονταν στο κατώτερο και το ανώτερο άκρο της κατανομής θερμοκρασίας στην περιοχή μελέτης.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η έκθεση στο κρύο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του πρώτου έτους ζωής και η έκθεση στη ζέστη από τη γέννηση έως την ηλικία των τριών ετών σχετίζονταν με βραδύτερη ωρίμανση της λευκής ουσίας. «Σε προηγούμενες μελέτες, η μεταβολή αυτής της παραμέτρου έχει συσχετιστεί με χειρότερη γνωστική λειτουργία και ορισμένα προβλήματα ψυχικής υγείας», εξηγεί η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, ερευνήτρια στο ISGlobal και το ισπανικό ερευνητικό κέντρο IDIBELL, Λάουρα Γκρανές.
Επιπλέον, μία ανάλυση με βάση τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έδειξε ότι τα παιδιά που ζουν σε φτωχότερες γειτονιές ήταν πιο ευάλωτα στην έκθεση στο κρύο και τη ζέστη. Σε αυτά τα παιδιά, τα παράθυρα ευαισθησίας στο κρύο και τη ζέστη ήταν παρόμοια με εκείνα που εντοπίστηκαν στη συνολική ομάδα των συμμετεχόντων, αλλά άρχισαν νωρίτερα. Αυτές οι διαφορές μπορεί να σχετίζονται, σύμφωνα με τους ερευνητές, με τις συνθήκες στέγασης και την ενεργειακή φτώχεια.
Ένας σημαντικός μηχανισμός που θα μπορούσε να εξηγήσει την επίδραση της θερμοκρασίας περιβάλλοντος στη νευροανάπτυξη, όπως τονίζουν οι ερευνητές, σχετίζεται με την κακή ποιότητα ύπνου, τη διαταραχή των λειτουργιών του πλακούντα ή την ενεργοποίηση του ορμονικού άξονα που οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγή κορτιζόλης ή φλεγμονώδεις διεργασίες.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ