Όταν η Μαρτίν Φρανκ (Martine Franck), Αγγλο-βελγο-ελβετίδα φωτορεπόρτερ μεγαλοαστικών καταβολών με πατέρα τραπεζίτη, και ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ζωντανός θρύλος της φωτογραφίας με καταγωγή από μία από τις ισχυρότερες οικονομικά οικογένειες της Γαλλίας, γνωρίστηκαν το 1966, είχαν διαφορά ηλικίας τριάντα ετών. Ο γάμος τους, τέσσερα χρόνια αργότερα, αποτέλεσε σκάνδαλο ιδίως για το οικογενειακό περιβάλλον της Φρανκ. Η ίδια θα πετύχαινε σταδιακά να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη, ώστε να μπορεί να αψηφήσει την οικογένειά της, ενώ εκείνος σύντομα θα εγκατέλειπε τη φωτογραφία για την πρώτη του αγάπη, τη ζωγραφική.
Για την ντροπαλή και εσωστρεφή Φρανκ, όλα ξεκίνησαν όταν αποφάσισε στα 24 χρόνια της να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ασία, παρέα με τη στενή της φίλη, Αριάν Μνουσκίν. Δεν έδωσε σημασία στις αντιρρήσεις των δικών της, άλλωστε πώς να συγκρατούσε κανείς τη φοβερή της περιέργεια για οτιδήποτε αφορούσε τους ανθρώπους, η οποία τα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα αποδεικνυόταν το ουσιαστικότερό της κίνητρο; Παρόλο λοιπόν που οι εποχές δεν ήταν οι ιδανικότερες για να κάνουν δύο νέες γυναίκες ένα τέτοιο ταξίδι, μέσα σε έξι μήνες διέσχισαν ολόκληρη την Ασία. Κατάφεραν να πάρουν βίζα για την Κίνα τον Αύγουστο του 1963 κι έτσι επιβιβάστηκαν στον Υπερσιβηρικό από τη Μόσχα με προορισμό το Πεκίνο. Από εκεί συνέχισαν στην Ιαπωνία, το Χονγκ Κονγκ, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, το Νεπάλ, την Ινδία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Ιράν και την Τουρκία, καταλήγοντας στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Το 1971 η φωτογράφιση του κλεισίματος της ύλης του πρώτου φύλλου της εφημερίδας «Le torchon brûle» σηματοδοτεί την πολιτική της συνειδητοποίηση και τη στράτευσή της στους αγώνες των γυναικών.
Η Φρανκ είχε μια Leica που της είχε δανείσει ο εξάδελφός της, την οποία αρχικά δεν ήξερε να χρησιμοποιεί. Σκόπευε απλώς να καταγράψει ενσταντανέ από τις χώρες που θα επισκεπτόντουσαν. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού ήξερε ότι ήθελε να γίνει φωτογράφος. Τα πρώτα της έργα ήταν τοπία, η θάλασσα και τα δέντρα, στα οποία είχε μεγάλη αδυναμία. Πάντως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε κανέναν σαφή στόχο. Ήταν ένα πλουσιοκόριτσο μεγαλωμένο στο Λονδίνο, με σπουδές στην ιστορία της τέχνης στη Μαδρίτη και στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Έδειξε τις φωτογραφίες της στο «Time Life» και την πήραν για πρακτική άσκηση. Έγινε βοηθός σημαντικών φωτορεπόρτερ και μια από τις πρώτες αποστολές της ήταν να συνοδεύσει έναν από αυτούς σε ένα ρεπορτάζ με θέμα τα ρωμαϊκά ερείπια της Προβηγκίας.
Τον Μάιο του 1964 η Μνουσκίν ιδρύει το Θέατρο του Ήλιου και η Φρανκ συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος. Ξεκινάει μια συνεργασία που δεν θα σταματήσει παρά μόνο με τον θάνατό της. Φωτογραφίζει όλα τα στάδια παραγωγής των παραστάσεων∙ οι φωτογραφίες της δημοσιεύονται σε περιοδικά και γίνονται αφίσες.
Το 1965 οι φωτογραφίες της από την Κίνα δημοσιεύονται στο περιοδικό «Eastern Horizon» κι έτσι ξεκινάει μια καριέρα ανεξάρτητης φωτογράφου και δημοσιογράφου. Συνεργάζεται με θεατρικά φεστιβάλ και φωτογραφίζει, μεταξύ άλλων, παραστάσεις του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, του Ρολάν Τοπόρ και της Λι Γουόρλεϊ. Αργότερα θα φωτογράφιζε και για τον Ρόμπερτ Γουίλσον. Το 1966 το «Life» δημοσιεύει φωτογραφίες της από την παιδική βιβλιοθήκη του Κλαμάρ και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου γνωρίζει τον Καρτιέ-Μπρεσόν. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας δεν ήταν εμπόδιο, καθώς ακύρωνε οποιοδήποτε περιθώριο ανταγωνισμού μεταξύ τους. Αντιθέτως, χάρη σε εκείνον θα ερχόταν σε επαφή με άπειρα πράγματα και καταστάσεις, ενώ θα γνώριζε ακόμα περισσότερους ανθρώπους.
Έχοντας ενταχθεί στους κύκλους της αριστερής γαλλικής διανόησης, πώς θα ήταν δυνατόν να μην εμπλακεί στον Μάη του ’68; Πόσο μάλλον αφού έμενε στην περιοχή του Καρτιέ Λατέν, όπου έγιναν οι περισσότερες κινητοποιήσεις των φοιτητών.
Τον Αύγουστο του 1970 το Θέατρο του Ήλιου εγκαθίσταται στην περίφημη Καρτουσερί της Βενσέν και η Φρανκ καταγράφει με τον φακό της όλα τα στάδια της ανακαίνισης του παλιού καλυκοποιείου από τα μέλη του θιάσου, αλλά και τις στιγμές χαλάρωσής τους. Το 1971 η φωτογράφιση του κλεισίματος της ύλης του πρώτου φύλλου της εφημερίδας «Le torchon brûle» σηματοδοτεί την πολιτική της συνειδητοποίηση και τη στράτευσή της στους αγώνες των γυναικών. Λίγο μετά ξεκινάει να φωτογραφίζει πορτρέτα σημαντικών γυναικών, ενώ γίνεται όλο και πιο επιτακτική για εκείνη η σχέση της με το φεμινιστικό κίνημα.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχαν παντρευτεί με τον Καρτιέ-Μπρεσόν όταν το πρακτορείο Vu, με το οποίο κυρίως συνεργαζόταν, έκλεισε και η ομάδα φωτογράφων του που βρέθηκε επαγγελματικά άστεγη αποφάσισε να ιδρύσει έναν καινούργιο συνεταιρισμό. Το 1972 δημιουργούν το Viva, το όνομα του οποίου είχε προτείνει η Φρανκ. Μια τολμηρή απόφαση για ανθρώπους που επιδίωκαν να διατηρήσουν και την καλλιτεχνική τους ακεραιότητα (όπως, λ.χ., να δουλεύουν κυρίως με ασπρόμαυρο φιλμ) και την επαφή τους με τα καθημερινά προβλήματα και γεγονότα.
Τα επόμενα επτά χρόνια θα συμμετάσχει σε εκθέσεις, θα γυρίσει ντοκιμαντέρ, θα ταξιδέψει. Φωτογραφίζει γυναίκες σε «αποβλακωτικά» επαγγέλματα, όπως τα χαρακτηρίζει, διαδηλώσεις, την πορεία «Οι γυναίκες επιστρέφουν» στην Κύπρο, ακόμα και τον Ιβ Σεν Λοράν κατά την προετοιμασία μιας κολεξιόν του. Υπογράφει όλο και συχνότερα πορτρέτα διασημοτήτων, κυρίως από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Ζακ Ντεριντά, ο Αντρέ Μασόν, αργότερα ο Ζαν Ανούιγ, ο Ντιέγκο Τζιακομέτι και άλλοι.
Το 1979 ταξιδεύει στην Τεχεράνη για να απαθανατίσει την καθημερινή ζωή των γυναικών στην Ισλαμική Επανάσταση. Αλλά η σημαντικότερη στιγμή για εκείνη, λίγο πριν αποχωρήσει από το Viva, ήταν μια θεματική σειρά επάνω στα γηρατειά. Η τρίτη ηλικία σε όλες της τις εκφάνσεις δεν έπαψε να την απασχολεί στο υπόλοιπο της ζωής της, όπως αντίστοιχα την απασχόλησαν και τα παιδιά, η πρώτη ηλικία.
Στο πρακτορείο στο οποίο ήταν συνιδρυτής ο Καρτιέ-Μπρεσόν και το οποίο ταυτίστηκε με το όνομά του, το Magnum Photos, κατάφερε να μπει το 1980, έχοντας απορριφθεί προηγουμένως δύο φορές. Επρόκειτο για μια σημαντική στιγμή και τιμή, καθώς τα μέλη του αποτελούσαν την αφρόκρεμα της διεθνούς φωτοειδησεογραφίας. Με τον Καρτιέ-Μπρεσόν, ο οποίος στο μεταξύ είχε πάψει να φωτογραφίζει και κρατούσε αποστάσεις από το πρακτορείο του, τους συνέδεαν οι ίδιες καλλιτεχνικές αξίες (χρήση ασπρόμαυρου φιλμ, σύνθεση και καδράρισμα, η «αποφασιστική στιγμή», καθόλου ρετούς, όχι στο κροπάρισμα, άρα φωτογραφίες με μαύρο πλαίσιο), όπως και η κριτική στον υπερκαταναλωτισμό. Κι όμως και οι δυο τους αρνούνταν τον χαρακτηρισμό «καλλιτέχνες», επέμεναν να δηλώνουν επαγγελματίες φωτογράφοι που εργάζονταν για τον Τύπο και τη διαφήμιση.
Το 1982 το Maison de la Culture της Χάβρης, σε συνεργασία με το υπουργείο για τα Δικαιώματα των Γυναικών και το υπουργείο Πολιτισμού, της αναθέτει τα πορτρέτα έξι σημαντικών σύγχρονων γυναικών. Τότε ήταν που φωτογράφισε τη Σιμόν Βέιλ και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει ανά τον κόσμο αναλαμβάνοντας σημαντικές αναθέσεις από δημοσιογραφικούς οργανισμούς αλλά και από συλλέκτες όπως η Αντελαΐντ Ντε Μενίλ, επιστρέφει με τον σύζυγό της στην Ινδία για να εξερευνήσουν το Αχμενταμπάν και το Ρατζαστάν, ακολουθεί τον Γεχούντι Μενουχίν σε σειρά κονσέρτων στην Ελβετία. Οι ατομικές και ομαδικές εκθέσεις πληθαίνουν.
Το 1991, στο απόγειο της δημιουργικότητάς της, το υπουργείο για τα Δικαιώματα των Γυναικών τής αναθέτει να φωτογραφίσει γυναίκες που ασκούν επαγγέλματα τα οποία θεωρούνται αντρικά. Δύο χρόνια αργότερα, ταξιδεύει στο Νταρτζίλιγκ της Ινδίας για να φωτογραφίσει Θιβετιανούς μοναχούς και την ενθρόνιση ενός παιδιού «τούλκου» (μετενσάρκωση ενός γέροντα «λάμα», βουδιστή πνευματικού ηγέτη).
Το 1996 θα ακολουθήσει τη φωτογράφο του Magnum Μέριλιν Σίλβερστοουν, που στο μεταξύ είχε εγκαταλείψει τη φωτογραφία και είχε γίνει βουδίστρια μοναχή, στο Νεπάλ, όπου θα απαθανατίσει την καθημερινή ζωή των μοναχών της μονής Ζεχέν και επτά παιδιών «τούλκου».
Τα επόμενα χρόνια επέστρεφε συχνά στο Θιβέτ, στο Νεπάλ, στη μονή Ζεχέν. Το 1996 καταγράφει με τη φωτογραφική μηχανή της γυναίκες πρόσφυγες από την Υποσαχάρια Αφρική με τα παιδιά τους, οι οποίες έχουν κάνει κατάληψη στον ναό Σεν- Μπερνάρ στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, λίγο πριν εισβάλει η αστυνομία και ο Τύπος πολώσει τη γαλλική κοινωνία.
Ενώ η διεθνής αναγνώριση έχει έρθει με απανωτές τιμητικές εκθέσεις σε διάφορες χώρες και σημαντικά μουσεία, το 2002 αποφασίζουν μαζί με τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν και την κόρη τους, Μελανί, να συστήσουν το Ίδρυμα Henri Cartier-Bresson, έναν οργανισμό κοινής ωφελείας. Η λειτουργία του εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 2003 σε ένα παλιό ατελιέ του Μονπαρνάς στο Παρίσι με πρώτη πρόεδρο εκείνη. Έναν χρόνο αργότερα ο Καρτιέ-Μπρεσόν πεθαίνει. Η Φρανκ δεν θα πάψει να είναι τρομερά δραστήρια σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα κεντρίζει το ενδιαφέρον της, όπου οι γυναίκες αγωνίζονται να βελτιώσουν τη ζωή τους και να κάνουν πιο υποφερτό το εργασιακό τους περιβάλλον. Πεθαίνει στις 16 Αυγούστου του 2012 και ενταφιάζεται δίπλα στον Καρτιέ-Μπρεσόν στο Μονζιστέν της Προβηγκίας.
Η έκθεση «Κοιτάζοντας τους άλλους» στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στη Χώρα της Άνδρου, η οποία πραγματοποιείται με τη συμβολή του Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson, τιμά τη σπουδαία φωτογράφο και αγαπημένη φίλη του ζεύγους Γουλανδρή. Περιλαμβάνει 150 φωτογραφίες και αρχειακό υλικό, αναδεικνύοντας τη δημιουργική της πορεία, ελάχιστα γνωστή σήμερα στη διεθνή κοινότητα. Έχοντας μάλιστα υπάρξει στο πλευρό του Καρτιέ-Μπρεσόν, συχνά δικές της φωτογραφίες ταυτίζονται με τις δικές του. Ωστόσο η δική της θεματολογία επικεντρώνεται στους φεμινιστικούς αγώνες, στην τρίτη ηλικία, στην ανεμελιά των παιδιών, στην εργασία, στη βουδιστική πνευματικότητα.
Έτσι, η έκθεση αναπτύσσεται σε έξι θεματικές −οι ηλικίες της ζωής, τα επαγγέλματα, τα πολιτικά θέματα, οι φεμινιστικοί αγώνες, οι χώροι αναπαράστασης και κάποιες «τοπιογραφικές» σκέψεις− και παρουσιάζεται το οικουμενικό έργο μιας απολύτως ανθρωποκεντρικής καλλιτέχνιδας, της οποίας ο φωτογραφικός φακός είχε τον ρόλο μεσολαβητή ώστε να μπορεί να «κοιτάζει τους άλλους».
Γενικός συντονισμός: Μαρία Κουτσομάλη-Moreau, υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Επιμέλεια έκθεσης: Clément Chéroux, διευθυντής Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson