Γεννημένος στη Ζυρίχη το 1924 από Εβραίους γονείς, ο νεαρός Ρόμπερτ Φρανκ έμαθε την τέχνη του φακού ως μαθητευόμενος σε διάφορους Ελβετούς μάστορες της φωτογραφίας αλλά και του design πριν μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη το 1947 όπου αμέσως έπιασε δουλειά ως φωτογράφος του Harper's Bazaar. Αμέσως όμως σχεδόν βεβαιώθηκε ότι η φωτογραφία μόδας δεν του ταίριαζε και εγκατέλειψε τις ΗΠΑ για να περιπλανηθεί στην Κεντρική και Νότια Αμερική και ακολούθως στην Ευρώπη.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, γρήγορα προσέλκυσε την προσοχή των εικαστικών κύκλων με την φωτογραφική δουλειά του και έμπλεξε φυσιολογικά με την εναλλακτική σκηνή της πόλης, ξενυχτώντας παρέα με επιφανείς Beat ποιητές και ζωγράφους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ο κορυφαίος φωτογράφος Γουόκερ Έβανς ήταν συγχρόνως ο μέντορας, ο κολλητός, ο συνταξιδιώτης και κάποιες φορές ο εργοδότης του.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Μικ Τζάγκερ είχε αναγνωρίσει την αξία της ταινίας αλλά είχε πει στον Φρανκ ότι αν «η ταινία προβληθεί στην Αμερική, δεν θα μας αφήσουν να πατήσουμε ποτέ ξανά το πόδι μας εκεί».
Την άνοιξη του 1955, κατόπιν αίτησης την οποία είχε συντάξει ο Έβανς, ο Φρανκ έλαβε υποτροφία από το ίδρυμα Guggenheim για να ολοκληρώσει ένα πρότζεκτ το οποίο αόριστα περιέγραφε με τη φράση «φωτογραφίζοντας την Αμερική». Όπως έγραφε ο Έβανς μάλλον στην αίτηση που υπέγραφε ο Φρανκ, αυτό που είχε στο μυαλό του ο φωτογράφος ήταν «η παρατήρηση και η καταγραφή αυτού που μπορεί να δει ένας πολιτογραφημένος Αμερικανός στις Ηνωμένες Πολιτείες... μια κωμόπολη τη νύχτα, ένα πάρκινγκ, ένα σουπερμάρκετ, μια λεωφόρο, τον άνθρωπο που έχει τρία αυτοκίνητα και τον άνθρωπο που δεν έχει κανένα».
Το αποτέλεσμα ήταν οι συγκλονιστικές (ειδικά τότε, αλλά και διαχρονικά) φωτογραφίες που αποτέλεσαν το λεύκωμα «The Americans», μια από τις πιο σημαντικές φωτογραφικές δουλειές του 20ού αιώνα (και συνεπώς όλων των εποχών) παρότι στην πρώτη κυκλοφορία του, το έργο συνάντησε απίστευτη εχθρότητα και κατηγορήθηκε μέχρι και για αντιαμερικανική προπαγάνδα.
Ο Φρανκ χρησιμοποίησε τα χρήματα της υποτροφίας για μια σειρά από ταξίδια ανά την αμερικανική επικράτεια, καλύπτοντας πάνω από τριάντα πολιτείες και διανύοντας τουλάχιστον 10.000 μίλια σε διάστημα εννέα μηνών, μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού του 1956. Από τα 27.000 καρέ που τράβηξε, κράτησε τελικά για το βιβλίο μόλις 83 φωτογραφίες που για τον ίδιον αποτελούσαν την πεμπτουσία του εγχειρήματος που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει.
Το βιβλίο εκδόθηκε καταρχάς στη Γαλλία, σε μια έκδοση που ο ίδιος ο Φρανκ ουδόλως ενέκρινε, θεωρώντας ότι δεν αντιπροσώπευε την ουσία της δουλειάς του, ειδικά εξαιτίας των κειμένων (Τοκβίλ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ρίτσαρντ Ράιτ) που είχαν επιλεγεί για να συνοδεύσουν τις εικόνες και έκαναν αυτό το πολυσύνθετο φωτογραφικό δοκίμιο να μοιάζει με αντιαμερικανική πραγματεία. Όταν το 1959 κυκλοφόρησε και στην Αμερική το βιβλίο, τα κείμενα απομακρύνθηκαν και ο σχεδιασμός ανταποκρίθηκε σ' αυτό που είχε οραματιστεί ο Φρανκ.
Στην αμερικανική έκδοση εμφανίστηκε ως εισαγωγικό σημείωμα και το κείμενο που είχε ζητήσει ο φωτογράφος από τον Τζακ Κέρουακ (και οι Γάλλοι εκδότες είχαν απορρίψει) στο οποίο έγραφε ότι ο Ρόμπερτ Φρανκ «ρούφηξε με τις εικόνες του από την Αμερική ένα θλιμμένο ποίημα και συντάχτηκε αυτομάτως με τους τραγικούς ποιητές αυτού του κόσμου»: «...Με τη σβελτάδα, το μυστήριο, την ιδιοφυΐα, τη μελαγχολία και την παράξενη μυστικότητα μιας σκιάς, [ο Φρανκ] φωτογράφησε σκηνές που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ σε φιλμ...».
Η ελευθεριακή συναναστροφή με τον Κέρουακ και τους υπόλοιπους εκπρόσωπους της Beat σκηνής θα σηματοδοτούσε και την πρώτη ενασχόληση του Φρανκ με την κινούμενη εικόνα (την 25λεπτη ταινία «Pull Μy daisy» που γύρισε το 1959 και συμμετείχαν σ΄ αυτήν οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της Beat λογοτεχνίας), και θα επηρέαζε ανεξίτηλα το μετέπειτα έργο του, ειδικά στον χώρο του φιλμ: από τις μικρού μήκους ταινίες του μέχρι την πιο γνωστή του ταινία, το περιβόητο «Cocksucker Blues», το ντοκιμαντέρ που γύρισε σε ύφος σινεμά βεριτέ για την αμερικανική περιοδεία των Rolling Stones το 1972, όταν το τρίπτυχο «sex & drugs & rock 'n roll» ξέφυγε σε ακραία επίπεδα ηδονιστικής παρακμής.
Το γκρουπ τρόμαξε όταν συνειδητοποίησε ότι ο Φρανκ είχε διατηρήσει στο τελικό μοντάζ διάφορες σκηνές καταχρήσεων, έκανε αγωγή (την οποία κέρδισε) για να εμποδίσει την κυκλοφορία του έργου και έστειλε την αστυνομία στο σπίτι του φωτογράφου για να κατάσχει την προσωπική του κόπια της ταινίας. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Μικ Τζάγκερ είχε αναγνωρίσει την αξία της ταινίας (η οποία παραμένει εκτός κυκλοφορίας, με εξαίρεση κάποιες ειδικές προβολές) αλλά είχε πει στον Φρανκ ότι αν «η ταινία προβληθεί στην Αμερική, δεν θα μας αφήσουν να πατήσουμε ποτέ ξανά το πόδι μας εκεί».
Ο Ρόμπερτ Φρανκ επέστρεψε στη φωτογραφία στα μέσα της δεκαετίας του '70, ενώ είχε προηγηθεί μια μεγάλη προσωπική τραγωδία που δυστυχώς για εκείνον δεν θα ήταν η τελευταία. Η κόρη του Άντρεα, η οποία είχε εμφανιστεί με τον αδελφό της Πάμπλο στην ταινία του Φρανκ «Conversations in Vermont» (1969) έχασε τη ζωή της σε ηλικία 20 μόλις ετών σε αεροπορικό δυστύχημα στη Γουατεμάλα το 1974. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ρόμπερτ Φρανκ θα έχανε και τον Πάμπλο, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1994 μετά από μακρόχρονη πάλη με τη σχιζοφρένεια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ρόμπερτ Φρανκ είχε αποτραβηχτεί στη Νέα Σκωτία του Καναδά, όπου και πέθανε χθες στα 94 του χρόνια. Πριν από μερικά χρόνια, λίγο πριν φύγει και ο ίδιος από τη ζωή, ο Λου Ριντ είχε δηλώσει με θαυμασμό για το έργο ενός από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους όλων των εποχών, με αφορμή τη συνταρακτική φωτογραφία του με τίτλο «Sick of Goodby's» του 1978, μια σπαραχτική κραυγή απώλειας στην οποία απεικονίζεται μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο ένα χέρι (του ίδιου του Φρανκ) να κρατάει μια μικροσκοπική κούκλα ενώ στον τζάμι σα να είναι γραμμένη με αίμα εμφανίζεται η φράση του τίτλου («σιχάθηκα τους αποχαιρετισμούς»):
«Ο Ρόμπερτ Φρανκ έχει βρεθεί εκεί και το έχει καταγράψει με τόση λεπτότητα που το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κοιτάμε με δέος καθώς οι καρδιές μας χτυπάνε με τις μνήμες χαμένων συντρόφων και τραγουδιών... Ο Ρόμπερτ Φρανκ είναι ένας μεγάλος δημοκράτης. Είμαστε όλοι στις φωτογραφίες του. Η μπογιά στάζει από τον καθρέφτη σαν αίμα. Κι εγώ σιχάθηκα τους αποχαιρετισμούς και όλοι μας, αλλά είναι ωραίο να το βλέπεις γραμμένο...».
σχόλια