Το βλέμμα της ίδιας, αλλά τόσο διαφορετικής κάθε φορά γυναίκας, ενός χαμαιλέοντα της τέχνης, σε περικυκλώνει, υποβάλλοντάς σε, μέσα στις αίθουσες του Μεγάρου Σταθάτου του Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Η ίδια δεν κοιτάζει τον φακό, υπαινίσσεται την ύπαρξη του φωτογράφου-εαυτού της με ένα σχεδόν φευγαλέο βλέμμα γεμάτο νόημα. Πρόκειται για τη Cindy Sherman και τους άλλοτε ρομαντικούς, άλλοτε νευρωτικούς, άλλοτε ανήσυχους και άλλοτε κατασκευασμένους χαρακτήρες που παρουσιάζει μέσα από περισσότερα από εκατό έργα της, καταγράφοντας δεκαετίες σαρωτικών αλλαγών στην αντίληψη περί γυναικείας ταυτότητας.
Τα πορτρέτα της θέτουν στην κρίση μας κάθε είδους στερεότυπα, αποδίδουν την προσωπική, αθόρυβη, σχεδόν τελετουργική διαδρομή της στον χώρο της τέχνης, αυτή που την έκανε να θεωρείται ως μία από τις πιο σημαντικές καλλιτέχνιδες της εποχής μας.
Το παιχνίδι των ρόλων που έχει επινοήσει, από το οποίο δεν απομακρύνθηκε ποτέ, με την οικειοποίηση στερεοτυπικών γυναικείων χαρακτήρων αξίζει να το δει κάποιος με το υποβόσκον χιούμορ και το παιχνίδι που κάνει θέλοντας να δώσει κάθε φορά σε διαφορετικό χρόνο την εικόνα μιας θηλυκής ύπαρξης που άλλοτε υποτάσσεται και άλλοτε αντιστέκεται ή αποδρά από τις προσδοκίες που έχει η κοινωνία από αυτήν, ανάλογα με τον ρόλο που της έχει ανατεθεί.
Η έκθεση με τίτλο «Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα» και διάρκεια μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 2024 είναι πρώτη με φωτογραφικά έργα της διάσημης Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας στην Ελλάδα και μας πηγαίνει πίσω, στην αρχή της καλλιτεχνικής της πρακτικής, παρουσιάζοντας ορόσημα από την πρώιμη σειρά φωτογραφιών «Untitled Film Stills» (1977-1980) καθώς και από τις σειρές «Rear Screen Projections» (1980), «Centerfolds» (1981) και «Color Studies» (1982).
Στις δίχως όρια μεταμορφώσεις της ανατέμνεται η εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία για δεκαετίες το ανδρικό βλέμμα ορίζει τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.
Η Sherman, μέσα από τα έργα της, φανερώνει με τρόπο παιγνιώδη ότι η ταυτότητα που αποδίδεται στις γυναίκες είναι μια κοινωνική κατασκευή. Από τότε που έφτασε στη Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του ’70, αυτή την εικόνα επεξεργάζεται χωρίς διδακτισμό, περνώντας την από τα φίλτρα ποικίλων θεωριών, και ίσως αυτό κάνει το έργο της πάντα ρηξικέλευθο και επίκαιρο.
Στις δίχως όρια μεταμορφώσεις της ανατέμνεται η εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία για δεκαετίες το ανδρικό βλέμμα ορίζει τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Η ίδια αμφισβητεί με τόλμη και θάρρος τις συμβατικές ιδέες περί ομορφιάς, κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε όσα συμβαίνουν σε ένα «θηλυκό» υπέδαφος μη ορατό, ανησυχίες και αγωνίες, διλήμματα και δύσκολες αποφάσεις, τον τρόμο της αποδοχής και την απεγνωσμένη αναζήτηση της αγάπης.
Η Sherman φέρνει μπροστά μας αυτές τις ηρωίδες, τις παρουσιάζει σε προδιαγεγραμμένους ρόλους, προκαλώντας μας ρίξουμε ένα πιο βαθύ βλέμμα στις μοιραίες, στις ενζενί, στις μελαγχολικές, αφηρημένες ή συντετριμμένες γυναίκες. Η ιδιοφυής της σύλληψη αφορά τη διαρκή εξέλιξη της εικόνας της μέσα στην εποχή μας. Τα έργα της είναι ένα ημερολόγιο της αισθητικής της εικόνας μέσα στις δεκαετίες, το πιο κρίσιμο και ουσιώδες φωτογραφικό πορτρέτο της Αμερικής και του κόσμου, ωστόσο θυμίζει το αμερικανικό όνειρο που γεννιέται, αναδύεται, εξελίσσεται, θριαμβεύει, πέφτει και τελικά κατακερματίζεται οδυνηρά. Όλη αυτή η διαδρομή εκφράζεται μέσα από στερεοτυπικούς γυναικείους χαρακτήρες που η φαινομενικά ατάραχη έκφρασή τους μας κάνει να αναρωτηθούμε και να ανακαλύψουμε κάτι που βρίσκεται βαθιά μέσα μας, αιωρείται υποσυνείδητα μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και αφορά τις εσωτερικές μας συγκρούσεις και, τελικά, τη σημασία της ύπαρξής μας στον κόσμο.
«Στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο διανύουμε μια εποχή ριζικών αλλαγών των παραδοσιακών ρόλων των φύλων, με ανησυχητική αύξηση της βίας κατά των γυναικών. Η συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά σήμερα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης αισθανθήκαμε την ανάγκη να εστιάσουμε σε αυτά τα πιεστικά κοινωνικά ζητήματα και επιλέξαμε μια έκθεση με έργα της Sherman, η οποία απασχολείται κατεξοχήν και τόσο ριζικά με την κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας και τους μεταλλασσόμενους ρόλους των γυναικών. Η ικανότητά της να μεταμορφώνει τον εαυτό της σε διαφορετικούς χαρακτήρες μέσω κοστουμιών, σκηνικών και μακιγιάζ αναδεικνύει τη θεατρική φύση της ταυτότητας και μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι όλοι παίζουμε αυτό το παιχνίδι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κάθε μέρα», λέει η Αφροδίτη Γκόνου, σύμβουλος Προγράμματος Σύγχρονης Τέχνης στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Στην πρώτη ενότητα των πρώιμων έργων της παρουσιάζονται φωτογραφίες της σειράς «Untitled film stills» που η Sherman άρχισε να τραβά σε ηλικία είκοσι τριών ετών. Αυτή η εμβληματική σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών σχεδιάστηκε αρχικά ως ένα σύνολο φανταστικών κινηματογραφικών στιγμιοτύπων από την καριέρα μίας και μόνο ηθοποιού. Αντιγράφει τη μορφή των καρέ που δημιουργούσε η κινηματογραφική βιομηχανία με εικόνες διαστάσεων 8x10 ίντσες για την προώθηση των ταινιών, μιμείται το ύφος των λήψεων που χρησιμοποιούσαν τα κινηματογραφικά στούντιο για να διαφημίσουν τις ταινίες τους και αυτό που ξεκίνησε ως πείραμα για το πώς να υπονοηθεί η αφήγηση χωρίς τη συμμετοχή άλλων ανθρώπων θα εξελισσόταν σε 70 έργα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.
«Αυτές οι γυναίκες βρίσκονται καθ’ οδόν προς τη δράση (ή την καταστροφή τους), ή έχουν μόλις εξέλθει από μια αντιπαράθεση (ή έχουν ολοκληρώσει μια δοκιμασία)», λέει η Sherman και οι εμπνευσμένοι από το Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1950 και του 1960, το φιλμ νουάρ, τα b movies και τις ευρωπαϊκές art-house ταινίες χαρακτήρες των γυναικών που βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση και είναι σκόπιμα διφορούμενες, αφήνοντας χώρο στον θεατή να εισέλθει στο έργο και να κάνει τις δικές του ερμηνείες. Το αφηγηματικό στοιχείο τονίζεται από μια θεατρικότητα σε υπερθετικό βαθμό, που αναπόφευκτα κάνει τον θεατή να αναρωτιέται τι έχει συμβεί πριν και τι θα συμβεί μετά. Οι διφορούμενες απαντήσεις και η διαφορετική σύνδεση κάθε θεατή με εικόνες και αναφορές μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανατρέψουν την πλοκή της συγκεκριμένης εικόνας. Αυτή είναι η μόνη σειρά έργων που η ίδια η Sherman ονόμασε «Untitled film stills». Και δεν είναι τυχαίο ότι τα δυνατά και αινιγματικά αυτά έργα που δημιουργήθηκαν πριν από τέσσερις και πλέον δεκαετίες αποτελούν ορόσημα της σύγχρονης τέχνης και συνεχίζουν να εμπνέουν και να επηρεάζουν την πορεία της, όπως και ότι με το πρώιμο έργο της έφερε επανάσταση στον ρόλο της φωτογραφικής μηχανής στην καλλιτεχνική πρακτική, δίνοντας την ευκαιρία σε γενιές καλλιτεχνών και κριτικών να επανεξετάσουν τη φωτογραφία ως μέσο.
Με τα «Untitled film stills» να φτάνουν στο τέλος τους το 1980, ξεκίνησε να δουλεύει με έγχρωμο φιλμ, δημιουργώντας τη σειρά που είναι γνωστή ως «Rear screen projections». Συνέχισε να χρησιμοποιεί ως μοντέλο τον εαυτό της και να μεταμορφώνεται με διαφορετικά κοστούμια, μακιγιάζ και περούκες, αφήνοντας σκόπιμα ασαφή την αφήγηση των σκηνών που δημιουργούσε. Η ίδια έχει όλους τους ρόλους –εκτός από φωτογράφος είναι και μακιγιέζ, κομμώτρια, στυλίστρια και σκηνοθέτιδα– και πρωταγωνιστεί σε σκηνοθετημένα, φανταστικά ταμπλό.
Στα έργα αυτά ενσωμάτωσε δύο κινηματογραφικές τεχνικές: τις κοντινές λήψεις (close-ups) και την τοποθέτηση των χαρακτήρων μπροστά σε σκηνικά, σε ελεγχόμενο περιβάλλον, στο στούντιό της, αντιγράφοντας την τεχνική του Άλφρεντ Χίτσκοκ – οι τοποθεσίες στο φόντο προβάλλονταν σε μεγάλη οθόνη. Στις επιλεγμένες φωτογραφίες από τη συγκεκριμένη σειρά που παρουσιάζονται στην έκθεση η ρεαλιστική απεικόνιση έρχεται σε αντίστιξη με το τεχνητό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσονται οι χαρακτήρες της Sherman. Στη πρώτη αυτή ομάδα έργων της με βάση το χρώμα παρουσιάζει γυναίκες που δεν δεσμεύονται πλέον από το φυσικό τους περιβάλλον. Ερμηνεύει διαφορετικούς χαρακτήρες που θυμίζουν αμυδρά μια ξεχασμένη κινηματογραφική παράδοση, μια τεχνική κατά την οποία οι ηθοποιοί κινηματογραφούνται μπροστά από μια οθόνη, πίσω από την οποία τοποθετείται μια προβολή για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση μιας τοποθεσίας και μαζί το ενδεχόμενο μιας ανεξιχνίαστης επόμενης κίνησης της ηρωίδας. Ο θεατής μπαίνει στη διαδικασία να το φανταστεί, έτσι γίνεται μέρος του νοήματος και της εξέλιξης μιας υποθετικής δράσης.
Στα βήματα των «Rear screen projections», η επόμενη ομάδα έργων, «Centerfolds», που παρουσιάζονται στην έκθεση, δώδεκα έγχρωμες φωτογραφίες μεγάλης κλίμακας σε οριζόντια διάταξη, ξεκίνησε από μια παραγγελία του περιοδικού τέχνης «Artforum» που ανέθεσε στη Sherman να δημιουργήσει νέες εικόνες που θα δημοσιεύνταν στις σελίδες του. Η σύμβαση του φωτογραφικού κεντρικού δισέλιδου (του σαλονιού) που βρίσκεται σε περιοδικά, και συγκεκριμένα σε εκείνα με πορνογραφικό περιεχόμενο, είναι αυτή που ανοίγει στη Sherman ένα νέο πεδίο και μια νέα εποχή στην καριέρα της. Στη σειρά αυτή αντιστρέφει τη δυναμική του άνδρα φωτογράφου και της παραδοσιακά γυμνής γυναίκας μοντέλου και, αναλαμβάνοντας και τους δύο ρόλους, παρουσιάζει ντυμένους εφηβικούς χαρακτήρες ξαπλωμένους, σε συναισθηματικά υποβλητικές, μελαγχολικές και ευάλωτες, αλλά αποστασιοποιημένες πόζες. Πόσο παράξενο το ότι αυτές οι «ντυμένες» εικόνες που σήμερα αποτελούν μία από τις πιο γνωστές σειρές έργων της Sherman θεωρήθηκαν πιο τολμηρές από τα γυμνά pin up, «ντροπιαστικά οικείες», και τελικά δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ από το περιοδικό λόγω του φόβου της δημόσιας αντίδρασης, καθώς αποκάλυπταν πιθανώς ανομολόγητους πόθους, ένοχα μυστικά μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Στις τελευταίες αίθουσες παρουσιάζονται επιλεγμένα έργα από τη σειρά «Color Studies». Πρόκειται για κάθετα έργα μεγάλης κλίμακας, στα οποία η Sherman εστιάζει στις προκλήσεις της σύνθεσης και του χρώματος. Συνεχίζει να φωτογραφίζει τον εαυτό της κοιτάζοντας απευθείας τον φωτογραφικό φακό και κατ’ επέκταση τον θεατή. Οι χαρακτήρες των εικόνων αυτών μπορεί να φαίνεται ότι αποκαλύπτουν την πραγματική Sherman, πρόκειται ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, για επινοημένες εικόνες που φέρνουν σε πρώτο πλάνο τα εύθραυστα όρια μεταξύ του τι είναι πραγματικό και τι τεχνητό, καλύπτοντας και αποκαλύπτοντας τα θέματα των λήψεων μέσω της σκιάς και του φωτός.
Αυτό που έχει καταφέρει η Sherman είναι μια ρευστή αφήγηση, στην οποία ο χρόνος τελικά δεν έχει καμία σημασία. Κάνοντας τέχνη ακόμα και την πιο καθημερινή λειτουργία έχει καταφέρει να εξερευνά με καταπληκτική συνέπεια και εικαστική δύναμη την εμμονή με την ταυτότητα, να μας χαρίζει τα αλλόκοτα πορτρέτα ενός εαυτού που ανησυχεί και στοχάζεται, μεταμορφώνεται πέρα από κάθε όριο και δοκιμάζει τις αντοχές του. Αυτές οι μεταμορφώσεις-παραμορφώσεις που ερευνά σχολαστικά οργανώνουν ένα προκλητικό, πολιτικό και βαθύ προσωπικό λεξιλόγιο του οποίου το εύρος δεν έχει αγγίξει κανένας άλλος καλλιτέχνης. Φτιάχνει ένα έργο με αμφίσημες εικόνες μέσα στις οποίες αυτή, μία από τις πιο συναρπαστικές καλλιτέχνιδες που εργάζονται σήμερα, καταφέρνει να μεταμορφώνεται στον χαρακτήρα που φαντάζεται, παραδίδοντάς τον συναισθηματικά διαθέσιμο για κάθε προσωπική ανάγνωση. Η δημιουργός των ψευδαισθήσεων, του γκροτέσκου, της ακμής και της παρακμής, των σπλαχνικών εικόνων, της οικειότητας και της ανησυχίας είναι μια μεγάλη προσωπικότητα της εποχής μας.
Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.