Οι ηγέτες της Γερμανίας σχεδιάζουν να περικόψουν στο μισό τη βοήθεια προς την Ουκρανία, την ώρα που η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές φαίνεται όλο και πιο πιθανή.
Η Γερμανία, η οποία ξεπέρασε την αρχική της απροθυμία να στηρίξει την Ουκρανία και έγινε ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός προμηθευτής στρατιωτικής βοήθειας της χώρας, φαίνεται έτοιμη να αλλάξει πορεία, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού σχεδιάζει να μειώσει τη μελλοντική βοήθεια κατά το ήμισυ, προκειμένου να καλύψει άλλες προτεραιότητες δαπανών, σύμφωνα με έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ανέλυσε την Τετάρτη λεπτομερώς τον προκαταρκτικό προϋπολογισμό της χώρας του για το 2025, στον οποίο η στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία προβλέπεται να μειωθεί κατά το ήμισυ σε μόλις τέσσερα δισ. ευρώ, σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού που επικαλείται το Politico.
Μιλώντας μετά την έγκριση του προσχεδίου του προϋπολογισμού από το υπουργικό συμβούλιο, ο επικεφαλής της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, Κρίστιαν Λίντνερ, δήλωσε ότι η Ουκρανία θα πρέπει να βασιστεί περισσότερο σε κεφάλαια από ευρωπαϊκές πηγές, καθώς και στα προσδοκώμενα έσοδα από τα δεσμευμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία.
«Ο στόχος είναι να διατεθούν 50 δισ. δολάρια φέτος, η Ουκρανία μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει μόνη της πώς θα τα χρησιμοποιήσει», πρόσθεσε, αναφερόμενος στη συμφωνία για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που συνήψαν οι παγκόσμιοι ηγέτες τον περασμένο μήνα.
Η απόφαση για περικοπή της βοήθειας προς την Ουκρανία, την οποία μετέδωσε πρώτο το Reuters, λύνει ένα μυστήριο γύρω από την απροσδόκητη συμφωνία του γερμανικού συνασπισμού για τον προϋπολογισμό μετά από ολονύχτια διαπραγμάτευση πριν από δύο εβδομάδες.
Τότε, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο Λίντνερ και ο αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ έδωσαν μόνο αόριστες εξηγήσεις για το πώς κατάφεραν να γεφυρώσουν ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό που απειλούσε να ρίξει τη συμμαχία τους. Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι διαφωνούσαν για το πώς θα χρηματοδοτήσουν τις αυξήσεις στα κοινωνικά προγράμματα και τις πρωτοβουλίες για το κλίμα χωρίς να παραβιάσουν τους κανόνες της Γερμανίας για το χρέος.
Το γεγονός ότι περίμεναν μέχρι την τελευταία ημέρα των τακτικών εργασιών, πριν το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού του Βερολίνου φύγει για τις καλοκαιρινές διακοπές, υποδηλώνει ότι είχαν πλήρη επίγνωση της πολιτικής ευαισθησίας της κίνησης, η οποία πιθανότατα θα θεωρηθεί στο Κίεβο ως μια ακόμη απόδειξη ότι η Γερμανία υπόσχεται πολλά αλλά κάνει λίγα.
Η κυβέρνηση Σολτς «σέρνει τα πόδια της» όσον αφορά τη βοήθεια προς την Ουκρανία από την αρχή της επίθεσης της Ρωσίας, σχολιάζει το Politico.
Ωστόσο, το Βερολίνο έχει κάνει συνολικά περισσότερα για την Ουκρανία από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Εκτός από χιλιάδες βλήματα πυροβολικού και τεθωρακισμένα οχήματα, η γερμανική κυβέρνηση έχει παράσχει σημαντική βοήθεια για την αεράμυνα και άλλα συστήματα. Ο υπουργός Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, έχει πιέσει και άλλες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμα, ιδίως όσον αφορά την αεράμυνα.
Ο Σολτς έχει επανειλημμένα διαφημίσει τη βοήθεια της Γερμανίας προς την Ουκρανία και έχει πιέσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες να κάνουν περισσότερα, ιδίως καθώς η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ φαίνεται όλο και πιο πιθανή και η Ευρώπη αντιμετωπίζει την ανατριχιαστική προοπτική να χρειαστεί να χρηματοδοτήσει και να εξοπλίσει μόνη της την Ουκρανία.
Μια νίκη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Τραμπ, ο οποίος έχει δηλώσει ότι θα μειώσει τη βοήθεια της Ουάσινγκτον προς την Ουκρανία, θα μπορούσε να αναγκάσει το Βερολίνο να ανακαλέσει την απόφασή του.
Παρόλο που το υπουργικό συμβούλιο έδωσε την «ευλογία» του στο σχέδιο, ο τελικός προϋπολογισμός παραμένει μακριά από τη γραμμή τερματισμού. Το μεγαλύτερο εμπόδιο θα είναι στο κοινοβούλιο, όπου οι βουλευτές και των τριών κυβερνητικών κομμάτων θα πρέπει να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες μέχρι το τέλος του έτους.
«Οι πολλές υποσχέσεις του καγκελαρίου και του υπουργού Άμυνας του να συνεχίσουν να στηρίζουν την Ουκρανία αποδεικνύονται κούφιες φράσεις», δήλωσε στο POLITICO ο Ingo Gädechens, βουλευτής της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).
Η δημοσιονομική ευελιξία της Γερμανίας περιορίζεται σημαντικά από το συνταγματικό φρένο χρέους, το οποίο περιορίζει το ομοσπονδιακό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ, εκτός από περιόδους έκτακτης ανάγκης. Ο Λίντνερ έχει αντισταθεί στο να κηρύξει τον πόλεμο στην Ουκρανία ως τέτοια έκτακτη ανάγκη.
Ταυτόχρονα, ο κυβερνητικός συνασπισμός διαφωνεί για το πώς θα χρηματοδοτήσει τις δικές του στρατιωτικές ανάγκες, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του Σολτς για την ανοικοδόμηση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και την επίτευξη του ετήσιου στόχου του ΝΑΤΟ για δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ.
Η Γερμανία είναι πιθανό να επιτύχει αυτόν τον στόχο χάρη σε έκτακτες δαπάνες από ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που δημιούργησε η κυβέρνηση το 2022. Ωστόσο, τα χρήματα αυτά θα εξαντληθούν μέχρι το τέλος του 2027, εγείροντας το ερώτημα πώς το Βερολίνο θα χρηματοδοτήσει το έλλειμμα από το 2028 και μετά.