Θα μπορούσε να υποδυθεί μία φαμ φατάλ, με ιδιαίτερη πειστικότητα, αν ήταν Αμερικάνα, αλλά ακόμη και στον ελληνικό κινηματογράφο, η Μαίρη Χρονοπούλου κατάφερε να είναι μία από τις ελάχιστες πρωταγωνίστριες που ερμήνευσε με επιτυχία δυναμικές γυναίκες - πολλές φορές μοιραίες.
Η Μαίρη Χρονοπούλου κατάφερε να γοητεύσει, χωρίς να διαθέτει την ξεχωριστή ομορφιά ή τις ελκυστικές καμπύλες, κάτι που πρέπει να της αναγνωριστεί, σε έναν χώρο που επικρατούσαν μονοδιάστατες έως και φαιδρές απόψεις για τις ελκυστικές πρωταγωνίστριες. Διέθετε, όμως, τη φινέτσα, το απαραίτητο ταμπεραμέντο και φυσικά το υποκριτικό ταλέντο, το οποίο δούλεψε, ακόμη περισσότερο στην ωριμότητά της, για να μην ξεμείνει με τις δάφνες ενός παρωχημένου σινεμά, όπως ήταν ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος.
Ήταν η ηθοποιός, που διέπρεψε ως ντάμα, δίπλα σε σχεδόν όλους τους σημαντικούς και ωραίους πρωταγωνιστές του ελληνικού σινεμά, η μοιραία γυναίκα, σε ρόλους σύνθετους, αλλά ακόμη και στην απαιτητική κωμωδία, στην οποία κυριαρχούσε η μεγάλη μεταπολεμική γενιά των ανδρών συναδέλφων της.
Πριν μία εβδομάδα συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατό της κι ενώ ακόμη είναι «ζεστά» τα πληκτρολόγια, τα δημοσιεύματα και οι εικασίες, για τον τρόπο που έχασε τη ζωή της και άλλα δικαστικής υφής ζητήματα. Όμως, υπάρχει και η προσφορά της στον χώρο του θεάματος, η καλλιτεχνική της αξία και η γενναία στάση ζωής που κράτησε μέχρι τέλους. Η «γοργόνα» του ελληνικού σινεμά, έζησε μια ζωή γεμάτη, με θριάμβους, καλές και κακές στιγμές, γνώρισε τον έρωτα από την καλή και την ανάποδη, ενώ τα δύσκολα καταπιεστικά παιδικά της χρόνια δεν την εμπόδισαν να φτάσει ψηλά, να γνωρίσει την αποθέωση, παρότι στο τέλος έπρεπε να παλέψει με την αναπηρία, έπειτα από ένα τροχαίο ατύχημα.
Η καταπιεστική μητέρα και η αγγελία του Ροντήρη
Βέρα Αθηναία, η Χρονοπούλου θα γεννηθεί στο Κολωνάκι, στις 16 Ιουλίου του 1933, μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες και την καταπιεστική μητέρα της, καθώς ο πατέρας της τους εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν μόλις 8 χρόνων. Ασφυκτικά περιορισμένη από την αυστηρή και δεσποτική μητέρα της, αλλά και τη Γερμανίδα νταντά της, δεν θα καταφέρει να ακολουθήσει το όνειρό της, που ήταν να γίνει μπαλαρίνα. Θα βρει, όμως, την ευκαιρία να μπει στον χώρο του θεάματος, όταν θα ανακαλύψει μία αγγελία του Δημήτρη Ροντήρη, που ζητούσε ψηλά κορίτσια για τον χορό των αρχαίων τραγωδιών. Αυτή η μικρή αγγελία θα την οδηγήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε παραστάσεις δίπλα στην Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή.
Ξεχωριστό ταλέντο
Το 1953 θα κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, παίζοντας ένα ρολάκι στην μουσική κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Χαρούμενο Ξύπνημα», ενώ με προτροπή της Δέσπως Διαμαντίδου, θα βγει στο ελεύθερο θέατρο, αρχικά με έργα των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου, αφού προηγουμένως είχε πάρει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, περνώντας από επιτροπή για να πάρει το δίπλωμά της ως ξεχωριστό ταλέντο.
Ο αδελφός της Κούρκουλος
Το 1958 θα συμμετάσχει στο εξαιρετικό δράμα του Μιχάλη Κακογιάννη «Το Τελευταίο Ψέμα», με την Έλλη Λαμπέτη, ενώ στη δεκαετία του '60 θα ανέβει γρήγορα και θα γίνει πρωταγωνίστρια της Φίνος Φιλμ, παίζοντας δίπλα σε όλους τους ζεν πρεμιέ της εποχής, με κυριότερο τον Νίκο Κούρκουλο, με τον οποίο γνωρίστηκαν στη σχολή του Εθνικού και της στάθηκε ως πατέρας και ως αδελφός, κάτι που της έλλειπε από τη ζωή της.
Κόκκινα Φανάρια
Το 1963, θα κάνει την πρώτη της δυναμική εμφάνιση ως συμπρωταγωνίστρια στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, ένα φιλμ που θα φτάσει ως τις υποψηφιότητες για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, ενώ την ίδια χρονιά θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην κομεντί «Το Τεμπελόσκυλο» και το 1965 στο ενδιαφέρον κοινωνικό δράμα του Ντίνου Κατσουρίδη «Οι Αδίστακτοι» στο πλευρό του Νίκου Κούρκουλου.
Η χρονιά ορόσημο
Το 1966 θα είναι χρονιά ορόσημο για την καριέρα της, καθώς θα πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις τεράστιες επιτυχίες. Στο ελληνικό δραματικό «γουέστερν» του Βασίλη Γεωργιάδη «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», ακόμη μία ταινία που ήταν υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, έχοντας και πάλι δίπλα της τον Κούρκουλο, αλλά και τους Μάνο Κατράκη και Γιάννη Βόγλη. Στο τολμηρό δράμα «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» με την Ζωή Λάσκαρη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Στο στομφώδες κοινωνικό δράμα «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» και πάλι δίπλα στον Κούρκουλο, ενώ θα είναι εξαιρετική στο αξιοπρόσεκτο δράμα «Ο Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη. Η επόμενη χρονιά θα συνεχιστεί με ακόμη δύο τεράστιες επιτυχίες που θα τη σημαδέψουν, δύο μουσικοχορευτικές κωμωδίες του Δαλιανίδη, τις «Θαλασσιές τις Χάντρες» και μια «Κυρία στα Μπουζούκια». Ειδικά στη δεύτερη ταινία, που θα στηριχθεί πάνω της όλο το στόρι, θα αφήσει εποχή κρατώντας «στο ένα χέρι το μπεγλέρι και στο άλλο το τσιγάρο» κι έχοντας δίπλα της σχεδόν όλους τους σταρ της εποχής - από Φαίδωνα Γεωργίτση και Κώστα Βουτσά μέχρι Ζωή Λάσκαρη και Μάρθα Καραγιάννη - και φυσικά όλο το επιτελείο του Φίνου.
Από τον Αγγελόπουλο στον Βρετάκο
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν θα έρθει και η πτώση του εμπορικού σινεμά και η πλήρης απαξίωσή του, η Χρονοπούλου θα έχει και άλλες αρκετές επιτυχίες, όπως «Ορατότης Μηδέν», «Εν Ονόματι του Νόμου», «Η Ζούγκλα των Πόλεων» κλπ. Ωστόσο, η Χρονοπούλου δεν επαναπαύτηκε, όπως πολλοί συνάδελφοί της, στις δάφνες της δεκαετίας του '60 και τόλμησε να προχωρήσει με θαρραλέα βήματα σε ερμηνευτικές προκλήσεις του «νέου ελληνικού σινεμά». Θα την επιλέξει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για να παίξει στους «Κυνηγούς» και στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», ενώ ο Κώστας Βρετάκος θα της δώσει την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στο αρκετά καλό δράμα «Τα Παιδιά της Χελιδόνας», με το οποίο θα κερδίσει το Α Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1987.
Ο άνδρας της ζωής της
Αν και είχε δηλώσει ότι «ήμουν πάντα ο άντρας της ζωής μου» και μένοντας για χρόνια μόνη, θα έχει μία έντονη ερωτική ζωή. Η πρώτη της σχέση, που έγινε γνωστή, ήταν αυτή με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, με τον οποίο είχε αρραβωνιαστεί, αλλά δεν προχώρησε σε γάμο. Αντιθέτως, έπειτα από αρκετά χρόνια, το 1975, θα παντρευτεί τον τότε δήμαρχο Σπάτων Δημήτρη Μπότσαρη, αλλά θα χωρίσουν σύντομα. Θα ερωτευθεί και αρκετούς άλλους άνδρες, εντός και εκτός καλλιτεχνικού κυκλώματος, χωρίς ποτέ να υποκύψει σε σχέσεις συμφέροντος ή συμβιβασμού και πάντοτε ακολουθώντας τους χτύπους της καρδιάς της.
Αλύγιστη
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Χρονοπούλου θα έρθει αντιμέτωπη με δύσκολες καταστάσεις, ακόμη και με τον θάνατο. Το 1999, έπειτα από τροχαίο ατύχημα, θα αντιμετωπίσει σοβαρά κινητικά προβλήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, όταν το σπίτι της θα αρπάξει φωτιά, θα βγει με πολλά εγκαύματα και θα περάσει ακόμη μία περιπέτεια υγείας. Όλα αυτά δεν τη λύγισαν και τρία χρόνια πριν τον μοιραίο τραυματισμό της, είχε αρχίσει να δείχνει ότι θέλει να επανέλθει στο καλλιτεχνικό προσκήνιο - παίζοντας και στην τηλεοπτική σειρά «Έτερος Εγώ», κάνοντας δημόσιες εμφανίσεις και σχέδια.
Περήφανη μέχρι τέλους
Η Μαίρη Χρονοπούλου, έπειτα από ένα ακόμη ατύχημα μέσα στο σπίτι της, θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 6 Οκτωβρίου του 2023, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας όλη της την περιουσία στο «Χαμόγελο του Παιδιού», δείχνοντας την αγάπη της για τα παιδιά, που δεν κατάφερε να αποκτήσει. Απέκτησε όμως το σεβασμό και την εκτίμηση, μίας καλής ηθοποιού, που κατάφερε να επιβάλει ένα διαφορετικό μοντέλο πρωταγωνίστριας και μιας γυναίκας ανεξάρτητης, που περπάτησε τη ζωή της περήφανη και αντιμετώπισε τις αντιξοότητες με γενναιότητα.