Η Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε μία από τις δημοφιλέστερες και πιο αγαπητές ηθοποιούς του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει σταρ πρώτου μεγέθους, καθώς πρωταγωνίστησε μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής σε μερικές από τις διασημότερες εισπρακτικές επιτυχίες της Φίνος Φιλμ, τόσο σε ασπρόμαυρα δράματα όσο και σε φαντεζί technicolor μουσικές κωμωδίες.
Κι αν ο κόσμος που έτρεχε και γέμιζε τις αίθουσες ήταν κυρίως ένα ανεπιτήδευτο λαϊκό κοινό, αν και όχι αποκλειστικά, η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι αναγνώρισαν σ' αυτήν έναν τύπο γυναίκας που σαφώς ξεχώριζε σε σχέση με τις ομότεχνές της. Μια «ντάμα» με ωραία και στρωτά ελληνικά, με σαφή χαρακτηριστικά μεγαλοαστικής προέλευσης και καλλιέργειας, με διάθεση να εκφράζεται ελεύθερα, με ανεξαρτησία πνεύματος και γνώμης.
Ωστόσο δεν είχε ύφος σνομπ ή μεγαλοαστής, αντιθέτως διάθετε μια αλέγκρα και λαϊκότροπη χαλαρότητα που δεν κρατούσε αποστάσεις από κανέναν, ένα στυλ που είχε προηγηθεί από τη Μελίνα, αλλά εκείνης έκρυβε μια επιθετική υπερβολή που δεν περνούσε στην πλειονότητα των Ελλήνων· της Μαίρης αντιθέτως περνούσε και έμοιαζε οικεία και φυσιολογική.
Γεννημένη το 1933, βέρα Κολωνακιώτισα, μεγαλωμένη με νταντάδες που της μάθαιναν γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά, όπως και πιάνο, με πατέρα «άφαντος» από πολύ νωρίς και με μια μάνα αυστηρών αρχών, που όταν έφτασε στην εφηβεία αρνιόταν να την αφήσει να σπουδάσει ψυχολόγος παιδιών με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, επιθυμία που είχε εκφράσει η ίδια, για να μην γίνει «πόρνη».
Οι σπουδές εκείνα τα χρόνια για μια γυναίκα ισοδυναμούσαν με εκπόρνευση! Ωστόσο την άφησε να καλλιεργήσει το μεγάλο της μεράκι που ήταν ο χορός, συμμετέχοντας στο Λύκειο Ελληνίδων.
Η καριέρα της εκτινάχτηκε όταν μετά από πολλά παρακάλια έπεισε τον Δαλιανίδη να παίξει στις μουσικές κωμωδίες του. Η μία μετά την άλλη τής πρόσφεραν όλο και μεγαλύτερους ρόλους, ενώ τα τραγούδια που ερμήνευσε η ίδια παραμένουν έκτοτε τα πλέον κλασικά σουξέ του ελληνικού πενταγράμμου.
Ψηλή, με 1,75 ύψος, και επιβλητική νέα γυναίκα, βρέθηκε μαζί με άλλες καλλονές συνομήλικές της, ανάμεσα στις οποίες και η Μάρω Κοντού, στον Χορό της πρώτης παράστασης της Επιδαύρου, το 1954 με το Εθνικό Θέατρο, που ήταν ο «Ιππόλυτος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με την Έλσα Βεργή και τον νεότατο Αλέκο Αλεξανδράκη στους κεντρικούς ρόλους. Αυτή της η ενασχόληση συνεχίστηκε μέχρι το 1957, συμμετέχοντας τα καλοκαίρια στον Χορό αρχαίου δράματος και τους χειμώνες σε έργα κλασικού ρεπερτορίου, όπου υπήρχε ανάγκη σκηνών χορού, δίπλα σε μεγάλες προσωπικότητες του θεάτρου όπως η Παξινού και ο Μινωτής, μέχρι που ανέβηκε στη σκηνή του Ακροπόλ το 1957 σε δύο κωμωδίες των Αλ. Σακελάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου («Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας») χωρίς να ξέρει να παίζει καθόλου, με χάλια άρθρωση και παντελή έλλειψη πείρας. Πάντως έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος ως «εξαιρετικό ταλέντο» και της την έδωσαν.
Η καριέρα συνεχίστηκε με συμμετοχές σε μερικούς από τους σημαντικότερους θιάσους της εποχής, όπως του Βασίλη Λογοθετίδη, το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, του Νίκου Χατζίσκου, το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού, του Αλέξη Δαμιανού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα της, καθώς πρωταγωνίστησε σε έργα που σκηνοθέτησε εκείνος, όπως οι «Μικρές Αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν, τα «Οργισμένα νιάτα» του Τζον Όσμπορν και τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού. Η μεγάλη επιτυχία του τελευταίου τής άνοιξε και τις πόρτες του κινηματογράφου. Η μεταφορά του τολμηρού για την εποχή έργου στη μεγάλη οθόνη το 1963 από τον Βασίλη Γεωργιάδη σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και έφτασε στις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Η Χρονοπούλου μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε παίξει μικρούς ρόλους σε ταινίες όπως το «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Δημόπουλου και «Το τελευταίο ψέμα» του Κακογιάννη, αλλά μόλις είχε κάνει και την πρώτη της προσωπική επιτυχία με την ταινία «Χωρίς ταυτότητα» του Δαλιανίδη, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, αποκαλύπτοντας μια φινετσάτη προσωπικότητα με απαράμιλλη κομψότητα δίπλα στον Αλεξανδράκη και στη Λάσκαρη.
Η συμμετοχή της στο λαμπερό καστ των κινηματογραφικών «Κόκκινων φαναριών» και το πώς μεταπήδησε από τα αθηναϊκά σαλόνια στην Τρούμπα, παίζοντας μια γυναίκα που προσέφερε υπηρεσίες σε άντρες επί πληρωμή, ήταν ένα ποιοτικό άλμα, και άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις στον ρόλο της συνονόματης της Μαίρης. Με τον Γεωργιάδη ξανασυναντήθηκε τρία χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1966 στην άλλη «οσκαρική» ταινία του, το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο», όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον «αδελφικό» της φίλο Νίκο Κούρκουλο, αλλά εντωμεταξύ εκείνη είχε γίνει μια σταρ, ίσως και ένα είδος «αντιστάρ» για τα δεδομένα του τότε, καθώς δεν διεκδικούσε την ιλιγγιώδη καριέρα των Βουγιουκλάκη - Καρέζη, αλλά ξεχώριζε σε όλες τις ταινίες που έπαιζε δίπλα πάντα σε δημοφιλέστατους ηθοποιούς, με τους σημαντικότερους και ισχυρότερους σκηνοθέτες εκείνης της γενιάς. Ξεχωρίζουν τα «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965), «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1966), όπου ήταν η μητέρα της Ζωής Λάσκαρη κι ας είχαν μικρή διαφορά ηλικίας, ο εκπληκτικός «Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (1966) με Δαμιανό, Ναθαναήλ, Φωκά, Βλάχο, Φωτίου, και τα «Λεωφόρος του μίσους»(1968), «Ορατότης μηδέν» (1970) και «Ζούγκλα των πόλεων» (1970) του Νίκου Φώσκολου.
Βέβαια η καριέρα της εκτινάχτηκε όταν μετά από πολλά παρακάλια έπεισε τον Δαλιανίδη να παίξει στις μουσικές κωμωδίες του. Η μία μετά την άλλη τής πρόσφεραν όλο και μεγαλύτερους ρόλους, ενώ τα τραγούδια που ερμήνευσε η ίδια παραμένουν έκτοτε τα πλέον κλασικά σουξέ του ελληνικού πενταγράμμου, με χαρακτηριστικότερα τα σαρωτικά «Του αγοριού απέναντι» και «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» του Πλέσσα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και Γιάννη Δαλιανίδη, αντίστοιχα, που τραγούδησε μοναδικά στο «Μια κυρία στα μπουζούκια». Μαζί με το «Γοργόνες και μάγκες» και το «Οι θαλασσιές οι χάντρες» αποτελούν ταινίες και ρόλους που της προσέφεραν ένα ανανεωμένο προφίλ μέσα από το οποίο αναδείχτηκε μια γυναίκα με μπρίο, τσαχπινιά και μεγάλη γοητεία. Μια χειραφετημένη γυναίκα ιδιαίτερα απελευθερωμένη και ανεξάρτητη, που αντανακλούσε και τον νέο τύπο της εποχής που αγαπήθηκε από όλες και όλους. Για τις ανάγκες της ταινίας «Όταν η πόλις πεθαίνει» (1969) ερμήνευσε ένα τραγούδι εντελώς άλλου κλίματος, το «Υπάρχει κάπου ένα παιδί» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική Κώστα Καπνίση που πιστοποιούσε και το σοβαρό ρεπερτόριο από το οποίο προερχόταν. Στη συγκεκριμένη ταινία εμφανίζεται μαζί με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, αρραβωνιαστικό της για μια τριετία.
Ένας καταιγισμός ρόλων, λοιπόν, μεγάλης γκάμας, που της απέφεραν το βραβείο της Ένωσης Κριτικών ως την καλύτερη ηθοποιό της διετίας 1967-68. Στα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε παράλληλα σε όλα τα είδη θεάτρου, συμπεριλαμβανομένων και επιθεωρήσεων, ενώ ήδη είχε συγκροτήσει από το 1963 τον δικό της θίασο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, για τον οποίο είπε χρόνια αργότερα: «Αν είχε μείνει μαζί μου στο κλασικό ρεπερτόριο θα είχε αναδειχθεί σε μεγάλο ηθοποιό, καθώς είχε μεγάλο ταλέντο. Δυστυχώς πουλήθηκε στον Μαμωνά!». Τη σεζόν 1972-73 πάντως, κι ενώ η ίδια ήδη συμμετείχε ως παρουσιάστρια στα τηλεπαιχνίδια της νεότευκτης ασπρόμαυρης τηλεόρασης του ΕΙΡΤ «Χαρούμενη Κυριακή» και «Χρυσή βολή», ανέβασε τα έργα «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Με τη Μεταπολίτευση έκανε μια νέα σημαντική στροφή, συμμετέχοντας στους «Κυνηγούς» του Θόδωρου Αγγελόπουλου που έκαναν διεθνή πρεμιέρα στις Κάννες τον Μάιο του 1977, συμπρωταγωνιστώντας μαζί με τις Κοταμανίδου, Γεωργούλη και Βαλάση. Η πραγματική της επιτυχία όμως ήταν ο κεντρικός γυναικείος ρόλος στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του σημαντικού Έλληνα δημιουργού, δίπλα στον Μάνο Κατράκη, τον Διονύση Παπαγιανόπουλο και τον Τζούλιο Μπρόγκι. Σε αυτή την ταινία η ατάκα της, μετά από μια ευκαιριακή ερωτική επαφή με έναν νεότερο άντρα, αποτελεί από τις διασημότερες αγγελοπουλικές ρήσεις: «Πολλές φορές ανακαλύπτω με φρίκη και ανακούφιση ότι δεν πιστεύω πια σε τίποτα. Τότε ξαναγυρίζω στο σώμα μου. Μονάχα αυτό μου θυμίζει ότι είμαι μονάχη». Κι αν ήταν σημαντική η συμβολή της σε αυτά, δεν της αναγνωρίστηκε τόσο όσο με «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, το 1987, με το οποίο απέσπασε το βραβείο καλύτερης ερμηνείας γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, παίζοντας μια παλιά αντάρτισσα.
Το θέατρο ρεπερτορίου δεν έπαψε να την αφορά και τη σεζόν 1975-76, κατά την πρώτη θρυλική για την ποιότητά της περίοδο διεύθυνσης του ΚΘΒΕ από τον Μίνω Βολανάκη, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχει σε δύο ιστορικές παραστάσεις: στους «Εχθρούς» του Μαξίμ Γκόργκι σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη και στην «Επίδειξη μόδας» του Χάρολντ Πίντερ σε μετάφραση και σκηνοθεσία του ίδιου του Βολανάκη. Εκείνο ακριβώς το διάστημα υπήρξε σύζυγος για ένα διάστημα δύο ετών, μεταξύ 1975-1977, του πρώην δημάρχου Σπάτων και μετέπειτα βουλευτή Δήμου Μπότσαρη.
Τα χρόνια της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, αν και δηλωμένη οπαδός του κινήματος, δεν είχε την εύνοια του Εθνικού Θεάτρου. Μόνο το 1987 πρωταγωνίστησε στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη, ως Πραξαγόρα. Ήταν η χρονιά που φωτογραφήθηκε και για μια σειρά τολμηρών, ειδικά για την ηλικία της, φωτογραφιών για το «Playboy». Ακολούθησαν συμμετοχές σε κάθε είδους παραστάσεις, ακόμα και σε ξεπερασμένες επιθεωρήσεις, αλλά και σε ποιοτικές απόπειρες όπως τα «Χειροκροτήματα» (θεατρική εκδοχή του «All about Eve») των Betty Comden και Adolph Green με συμπρωταγωνίστρια τη Βάσια Παναγοπούλου σε σκηνοθεσία του Βολανάκη τη χειμερινή περίοδο 1992-93 στο θέατρο Αλίκη. Το ίδιο ακριβώς διάστημα πρωταγωνίστησε στην τηλεόραση του MEGA στην κωμική σειρά «Μάνα είναι μόνο μία». Δύο χρόνια μετά έκανε την τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Προς την ελευθερία» του Χάρη Παπαδόπουλου, σε ένα σενάριο που έμοιαζε να είναι όλο εμπνευσμένο από την ίδια. Δίπλα της συμπρωταγωνιστές, εκτός από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, μια σειρά βετεράνων ηθοποιών, αλλά και οι Στράτος Τζώρτζογλου, Απόστολος Γλέτσος και Άλκις Κούρκουλος, που στην πραγματική ζωή ήταν και βαφτισιμιός της, καθώς ο πατέρας του Νίκος Κούρκουλος υπήρξε ο πιο πιστός της φίλος μέχρι τέλους.
Η Χρονοπούλου δεν έπαψε να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας και η έκρηξη των lifestyle περιοδικών των ‘90s έφερε πίσω εξαιτίας αφιερωμάτων μνήμες από παλιό ελληνικό σινεμά και τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Ξαφνικά τα δύο εμβληματικά της τραγούδια «Του αγοριού απέναντι» και «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» έγιναν μεγάλα χιτ των κλαμπ ανά την επικράτεια. Μέχρι που πήρε στα χέρια το μικρόφωνο του κέντρου CAN CAN μαζί με τον Γιάννη Πουλόπουλο για ξανατραγουδήσει το «Καμαρούλα μια σταλιά» από το «Γοργόνες και μάγκες» αλλά και άλλα τραγούδια που την καθόρισαν, λανσάροντας και μια νέα καριέρα, αυτή του λαϊκού πάλκου. Φυσικά δεν κράτησε για περισσότερο από έναν χειμώνα. Αγαπημένο gay idol όλη της τη ζωή, δεν κράτησε καμία από τις λαμπερές της τουαλέτες αλλά τις χάρισε όλες σε τρανς γυναίκες που ήθελαν να την υποδυθούν σε drag show.
Το 1999 έπεσε θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος, με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρή ζημιά στη σπονδυλική της στήλη, κάνοντας τη μία εγχείρηση μετά την άλλη, χωρίς άμεσο αποτέλεσμα και μένοντας παράλυτη σε αναπηρική καρέκλα. Σε αυτό προστέθηκε και ένα ακόμα σοβαρότερο ατύχημα, όπου έπαθε εγκαύματα τα οποία απαίτησαν επίσης μια σειρά από χειρουργεία. Μετά από ταλαιπωρίες μίας εικοσαετίας βγήκε νικήτρια και επανήλθε όχι μόνο στη δημόσια θέα αλλά και στην οθόνη, αφού πρώτα παρέλαβε στις 16 Ιουνίου 2021, στην ετήσια τελετή απονομής βραβείων ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς που της απενεμήθη από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, Γιώργο Τσεμπερόπουλο, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά: «Με τη ρώμη της παρουσίας της σφράγισε μια σειρά κινηματογραφικών ειδών». Λίγο μετά ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας της πρόσφερε έναν κομβικό ρόλο στον τρίτο κύκλο της αστυνομικής σειράς «Έτερος Εγώ», δίνοντας πάσα σε νέο μπαράζ δημοσιότητας, έχοντας γύρω της παρέες αγαπημένων φίλων. Είχε στο μεταξύ παραχωρήσει το σπίτι της στην Παιανία στην οργάνωση «Χαμόγελο του παιδιού».
Έτσι, θα έλεγε κανείς ότι είχε τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες της ενώ παράλληλα απολάμβανε εκ νέου την αγάπη και το θαυμασμό φίλων και γνωστών, αγνώστων και απλών ανθρώπων για τους οποίους η Μαίρη Χρονοπούλου αποτελούσε εκτός από μια λαμπερή γυναίκα και τη σύνδεση με μια μακρινή εποχή μεγάλης αισιοδοξίας και αθωότητας. Τα έντυπα άρχισαν και πάλι να ασχολούνται μαζί της ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της προσέφεραν μία νέα περίοδο αποδοχής και λατρείας. Η ίδια είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι είχε κανονίσει να μην μάθει κανείς το θάνατο της.
Πως μπορούσε να είναι αυτό πιθανόν; Πώς να ξεφύγεις τόσο θαυμασμού; Ο αναπάντεχος θάνατός της μετά από ένα ατύχημα μέσα στο σπίτι της όχι μόνο μαθεύτηκε αστραπιαία, αλλά προκάλεσε και μεγάλη θλίψη. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες θα τη θυμούνται σα μια ξεχωριστή γυναίκα με απίστευτο μπρίο, μεγάλη καρδιά και ένα αδέσμευτο πνεύμα πολύ μπροστά από την εποχή της.