Μεγάλες επιπτώσεις στην αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών έχουν οι ανατιμήσεις των προϊόντων καθημερινής χρήσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ετήσιας έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την επιστημονική ευθύνη του διευθυντή του ερευνητικού εργαστηρίου, καθηγητή Γεωργίου Μπάλτα.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής, περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές του δείγματος μειώνουν τις αγορές τους και στρέφονται σε φθηνότερα προϊόντα. Την ίδια ώρα, ένας στους τρεις καταναλωτές περιορίζει τη θέρμανση της κατοικίας και τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος, αποτυπώνοντας τις κοινωνικές επιπτώσεις της πολύ ακριβής ενέργειας.
Παράλληλα, οι καταναλωτές συνεχίζουν να επιλέγουν για τις αγορές τους προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label) τα οποία καταγράφουν ιστορικό ρεκόρ πωλήσεων και προτιμήσεων καθώς περισσότερα από τα 3 στα 10 προϊόντα που αγοράζονται είναι κωδικοί ιδιωτικής ετικέτας, ενώ πολύ υψηλοί είναι πρόσθετοι δείκτες αποδοχής τους από τους καταναλωτές. Τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνουν, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, ότι η ελληνική αγορά ακολουθεί σταθερά τη διεθνή μακροχρόνια τάση ανάπτυξης τέτοιων καταναλωτικών προϊόντων.
Όπως αναφέρει ο ίδιος, το καταναλωτικό κίνημα «Made in Greece» συμβάλλει περαιτέρω στην επιτυχία της ιδιωτικής ετικέτας, στον βαθμό που οι περισσότεροι κωδικοί ιδιωτικής ετικέτας παράγονται στην Ελλάδα από εγχώριους παραγωγούς και κατασκευαστές για λογαριασμό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής ετικέτας τροφοδοτείται επίσης με τις σημαντικές βελτιώσεις και τις επεκτάσεις αυτών των προϊόντων από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας προσδίδουν επίσης ιδιαίτερο περιεχόμενο και διαστάσεις αποκλειστικότητας στο κωδικολόγιο των αλυσίδων, με την έννοια ότι ενώ οι μάρκες των προμηθευτών διατίθενται και από τον ανταγωνισμό, η ιδιωτική ετικέτα αφορά προϊόντα αποκλειστικής διάθεσης.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μπάλτα, ένα αισιόδοξο στοιχείο στα δεδομένα της έρευνας είναι το πολύ ισχυρό καταναλωτικό κίνημα «Made in Greece» που αφορά συμπεριφορές αλληλεγγύης και αυτοσυντήρησης. Η συνειδητοποιημένη και σταθερή προτίμηση στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας, στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και στη μείωση της ανεργίας.
Σχεδόν 7 στους 10 καταναλωτές που απαντούν στην έρευνα αποδίδουν το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για υπερβολικές ανατιμήσεις σε πολυεθνικές εταιρείες. «Μέρος της ευθύνης για τη βελτίωση του καταναλωτικού περιβάλλοντος ανήκει στις επιχειρήσεις και ειδικά στις μεγαλύτερες εταιρείες που έχουν τα μεγέθη για να επηρεάσουν την αγορά. 'Αλλωστε η εταιρική κοινωνική υπευθυνότητα αξιολογείται από τους καταναλωτές κυρίως σε σχέση με τη στάση και τη δράση απέναντι στα πραγματικά, καθημερινά και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ακρίβεια» τονίζει ο καθηγητής.
Από οικονομικής πλευράς, οι αποτιμήσεις του έτους 2024 και οι προσδοκίες των καταναλωτών για το έτος 2025 είναι κατά κύριο λόγο αρνητικές. Συγκεκριμένα για το 2024 ποσοστό 48% ανέφερε ότι η οικονομική του κατάσταση έγινε χειρότερη, 39% παρέμεινε ίδια και 13% ανέφερε ότι έγινε καλύτερη. Για το 2025 ποσοστό 34% ανέφερε ότι θα είναι χειρότερη, 20% καλύτερη και 46% θα παραμείνει ίδια.
«Τα ευρήματα αυτά είναι εύλογα καθώς η ακρίβεια επηρεάζει πολύ την αξιολόγηση του έτους 2024 και τις προβλέψεις του έτους 2025. Η ακρίβεια είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που δεν έχει εύκολες λύσεις» τονίζει ο Γεώργιος Μπάλτας και συνεχίζει: «αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη θέση του καταναλωτή απαιτείται ένας συνδυασμός μέτρων. Τέτοια μέτρα περιλαμβάνουν την ενίσχυση της εγχώριας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, τον έλεγχο του κόστους της ενέργειας που θα οδηγούσε σε αποφασιστική μείωση του κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων και του κόστους ζωής των καταναλωτών, τον περιορισμό της συμβατικής και ψηφιακής γραφειοκρατίας που επιβαρύνει πλέον υπερβολικά την οικονομία, την προστασία της λειτουργίας του ανταγωνισμού, την αντιμετώπιση των ολιγοπωλίων, την πάταξη της αισχροκέρδειας με ενίσχυση του μέχρι πρόσφατα ανύπαρκτου θεσμικού πλαισίου, αλλά και επιμέρους μέτρα όπως το καλάθι του νοικοκυριού που παίζουν μικρό αλλά εντούτοις θετικό ρόλο».
Τι έδειξε η ετήσια έρευνα καταναλωτικής συμπεριφοράς στα σούπερ μάρκετ
Η ετήσια έρευνα καταναλωτικής συμπεριφοράς στα σούπερ μάρκετ διεξήχθη στο Ερευνητικό Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγινε τηλεφωνικά τον Ιανουάριο 2025 σε δείγμα 1.355 καταναλωτών με τυχαία δειγματοληψία και με χρήση δομημένου ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και ειδικού λογισμικού.
Σχετικά με τον αριθμό των σούπερ μάρκετ που χρησιμοποιούν οι καταναλωτές, μόνο το 30% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ψωνίζει σταθερά σε ένα σούπερ μάρκετ και το 70% μοιράζει τις αγορές σε περισσότερα. Το 90,6% των ερωτηθέντων χρησιμοποιεί μέχρι 3 διαφορετικά καταστήματα για τις αγορές του. Η συχνότητα αγορών στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχει μέση τιμή 6,3 φορές τον μήνα. Οι περισσότεροι καταναλωτές δηλώνουν ότι ψωνίζουν 4 φορές μηνιαίως. Το 75% των ερωτηθέντων ψωνίζουν μέχρι 8 φορές μηνιαίως. Μετρήθηκε επίσης το ύψος της δαπάνης κάθε φορά που ψωνίζουν. Η μέση δαπάνη στο σούπερ μάρκετ εκτιμάται σε 64 ευρώ. Συγκεκριμένα, η μέση μηνιαία δαπάνη εκτιμάται στα 334 ευρώ. Το 75% των καταναλωτών δαπανά ως 400 ευρώ τον μήνα.
Το 92,4% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι έχουν προαποφασίσει τι είδη θα αγοράσουν πριν πάνε στο φυσικό ή ηλεκτρονικό σούπερ μάρκετ. Στο θέμα της μάρκας του κάθε προϊόντος προαποφασισμένο εμφανίζεται μόνο το 43,5% των ερωτηθέντων, δηλαδή το 56,5% των καταναλωτών επιλέγει μάρκα μέσα στο κατάστημα την ώρα που ψωνίζει.
Αναφορικά με τον τρόπο που επιλέγουν προϊόντα στο σούπερ μάρκετ, οι ερωτηθέντες δήλωσαν τη σημασία που αποδίδουν όταν ψωνίζουν σε βασικά κριτήρια επιλογής προϊόντων. Εξετάζοντας τη σπουδαιότητα των κριτηρίων επιλογής προϊόντων, προκύπτει ότι σημαντικότερα κριτήρια επιλογής προϊόντων θεωρούνται η τιμή, η ποιότητα, οι προσφορές και η ελληνική προέλευση. Σημειώνεται ότι τα κριτήρια αυτά παραμένουν διαχρονικά στις πρώτες 4 θέσεις στις ετήσιες έρευνες του εργαστηρίου μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όσον αφορά τη σημασία που δίνουν οι καταναλωτές σε συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής καταστημάτων σούπερ μάρκετ, η έρευνα έδειξε ότι οι τιμές, οι προσφορές, η ποιότητα και ποικιλία των εμπορευμάτων έχουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην επιλογή καταστήματος από τον καταναλωτή.
Ποσοστό 81,5% των ερωτηθέντων απάντησε ότι όταν βρίσκει στο σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα τα προτιμά από τα εισαγωγής. Διευκρινίζεται ότι η ερώτηση αυτή αφορά την πρόθεση του καταναλωτή και δεν ταυτίζεται με την τελική επιλογή του που επηρεάζεται από πολλαπλούς παράγοντες (διαθεσιμότητα, προσφορές, κτλ). Το 63% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι υπάρχει στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Το 91,7% δηλώνει ότι θέλουν να αναγράφεται στη συσκευασία ότι ένα προϊόν είναι ελληνικής παραγωγής. Το 63% πιστεύει ότι τα ελληνικά προϊόντα έχουν καλύτερη ασφάλεια και ποιότητα.
Το 92,2% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα στηρίζει την παραγωγή της χώρας. Το 80% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα βοηθά στη μείωση της ανεργίας.
Από οικονομικής πλευράς, οι αποτιμήσεις του έτους 2024 και οι προσδοκίες των καταναλωτών για το έτος 2025 είναι κατά κύριο λόγο αρνητικές. Συγκεκριμένα για το 2024 ποσοστό 48% ανέφερε ότι η οικονομική του κατάσταση έγινε χειρότερη, 39% ανέφερε ότι παρέμεινε ίδια και 13% ανέφερε ότι έγινε καλύτερη. Για το 2025 ποσοστό 34% ανέφερε ότι θα είναι χειρότερη, 20% καλύτερη και 46% θα παραμείνει ίδια. Ποσοστό 24% προβλέπει ότι θα πραγματοποιήσει λιγότερες αγορές το 2025, 11% περισσότερες και 65% ίδιες. Οι καταναλωτές δήλωσαν επίσης ποιος νομίζουν ότι ευθύνεται περισσότερο για υπερβολικές ανατιμήσεις στα καταναλωτικά προϊόντα ανάμεσα σε πολυεθνικές βιομηχανίες, ελληνικές βιομηχανίες, μεγάλες εμπορικές αλυσίδες και μικρά τοπικά καταστήματα. Οι περισσότεροι καταναλωτές επέλεξαν τις πολυεθνικές εταιρείες (68%) ενώ πολύ πιο κάτω και στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι μεγάλες αλυσίδες (25%). Πολύ μικρό ποσοστό (6%) επέλεξε τους εγχώριους κατασκευαστές και ελάχιστοι (1%) τα μικρά καταστήματα.
Πώς αντιμετωπίζουν όμως οι καταναλωτές τον πληθωρισμό και το καλάθι του νοικοκυριού; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 93% δηλώνει ότι δυσκολεύεται οικονομικά εξαιτίας των αυξημένων τιμών στο σούπερ μάρκετ. Επίσης, οι καταναλωτές κυρίως στρέφονται σε φθηνότερες και λιγότερες αγορές.
Οι 4 στους 10 δηλώνουν ότι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα προϊόντα. Σχεδόν ο 1 στους 10 καταναλωτές δηλώνει ότι δεν μπορεί να αγοράσει ούτε τα στοιχειώδη. Για το καλάθι του νοικοκυριού, το 35% πιστεύει ότι είναι ένα χρήσιμο μέτρο, το 43% ψωνίζει προϊόντα που βρίσκονται στο καλάθι του νοικοκυριού.
Οι ερωτηθέντες, στο πλαίσιο της έρευνας, δήλωσαν τι ποσοστό των προϊόντων που αγοράζουν εκπροσωπούν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Η μέση τιμή υπολογίστηκε σε 35,5% και είναι πρακτικά ίδιο ποσοστό με πέρυσι, παραμένοντας για δεύτερο έτος στην κορυφή των ποσοστών της ιδιωτικής ετικέτας στα 20 έτη που διεξάγεται η έρευνα. Επίσης, το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας στο καλάθι αγορών βρίσκεται πολύ άνω του 30% των κωδικών που μπαίνουν μέσα στο καλάθι του καταναλωτή, δηλαδή πάνω από τα 3 στα 10 προϊόντα που αγοράζονται είναι κωδικοί ιδιωτικής ετικέτας.
Υψηλή είναι επίσης η ικανοποίηση από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Η πλειονότητα των καταναλωτών (68%) δηλώνει πολύ ικανοποιημένη ή ικανοποιημένη από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και μόνο το 12% εκφράζει δυσαρέσκεια. Ουδέτερη στάση διατηρεί το 28% των ερωτηθέντων. Η σύγκριση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας με τα προϊόντα των προμηθευτών δίνει ενδιαφέροντα ευρήματα. Οι ερωτηθέντες συνέκριναν την ιδιωτική ετικέτα με τις μάρκες των κατασκευαστών σε βασικά χαρακτηριστικά. Στο θέμα της τιμής, η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος 78% θεωρεί ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν καλύτερη τιμή. Στο θέμα της ποιότητας, το 24% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι είναι προϊόντα χειρότερης ποιότητας, το 62,4% ίδιας ποιότητας, ενώ το 13,6% τα θεωρεί ανώτερης ποιότητας από τις μάρκες των κατασκευαστών. Το 28,1% του δείγματος βρίσκει τις συσκευασίες των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας χειρότερες, το 8,5% καλύτερες και το 63,4% εφάμιλλες με εκείνες των άλλων μαρκών.
Σε ερώτηση σφαιρικής σύγκρισης, το 15% των ερωτηθέντων αξιολογούν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ως καλύτερα ή πολύ καλύτερα, το 21 ως χειρότερα ή πολύ χειρότερα σε σχέση με τις μάρκες των προμηθευτών. Όμως η μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών σε ποσοστό 64% τα θεωρεί ίδια. Το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν ωριμάσει στην αγορά και θεωρούνται ισοδύναμες ή καλύτερες επιλογές από σχεδόν το 80% των καταναλωτών. Στο πλαίσιο της έρευνας, μετρήθηκε επίσης η πρόθεση αγοράς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε 12 κατηγορίες προϊόντων. Για παράδειγμα, το 80,3% των καταναλωτών είναι πρόθυμο να αγοράσει χαρτικά ιδιωτικής ετικέτας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για κρασιά, μπύρες και οινοπνευματώδη είναι 13,5%.