Η επιθετική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, όπως αυτή διαμορφώνεται από τους σαρωτικούς δασμούς Τραμπ, εκτιμάται ότι θα επιταχύνει την περαιτέρω μείωση επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Πριν από τις ανακοινώσεις της 2ας Απριλίου, η ΕΚΤ εμφανιζόταν επιφυλακτική ως προς το ενδεχόμενο νέας μείωσης των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης. Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν ότι στη συνεδρίαση της Μεγάλης Πέμπτης, 17 Απριλίου, η ΕΚΤ θα κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση – για έβδομη φορά από τον Ιούνιο του 2024. Αν η μείωση αυτή υλοποιηθεί, το επιτόκιο καταθέσεων θα διαμορφωθεί στο 2,25%.
Η αλλαγή αυτή δεν ήρθε εν κενώ. Η αναδιάταξη του παγκόσμιου εμπορικού χάρτη που επιχειρούν οι ΗΠΑ έχει αρχίσει να επηρεάζει ριζικά τις μακροοικονομικές παραμέτρους. Ήδη από τον Μάρτιο, η ΕΚΤ υπολόγιζε ότι η ανάπτυξη της Ευρωζώνης δεν θα ξεπεράσει το ισχνό 0,9% – και αυτό βασιζόμενο μόνο στις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ–Κίνας. Σήμερα, με την επιβολή δασμών 20% στις περισσότερες εισαγωγές από την ΕΕ, έστω και αν αυτοί μειώθηκαν προσωρινά στο 10%, οι προβλέψεις δείχνουν ακόμα πιο δυσοίωνες.
Οι δασμοί Τραμπ πλήττουν καίρια τις εξαγωγές, με ιδιαίτερα επώδυνες συνέπειες για κλάδους όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και η αυτοκινητοβιομηχανία. Παράλληλα, η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της εμπορικής πολιτικής παραλύει το επενδυτικό ενδιαφέρον. Το επιχειρηματικό περιβάλλον έχει καταστεί ασταθές, και η αναμονή κυριαρχεί.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις καλούνται να ανταπεξέλθουν σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Ακόμη κι αν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσινγκτον οδηγήσουν σε κάποιου είδους συμβιβασμό –κάτι που απέχει πολύ από το να θεωρείται βέβαιο– η ζημιά ήδη έχει γίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε πως τα ευρωπαϊκά αντίμετρα βρίσκονται ήδη στο τραπέζι, σε περίπτωση που οι συνομιλίες δεν αποδώσουν.
Η πίεση στην ευρωπαϊκή οικονομία εντείνεται και δεν αντισταθμίζεται ούτε από τη στροφή της Γερμανίας σε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με επενδύσεις 500 δισ. ευρώ για τις υποδομές και αλματώδη αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΕΚΤ αναζητεί τρόπους να προσφέρει στήριξη. Με τον πληθωρισμό να παραμένει εντός στόχου –στο 2,2% τον Μάρτιο σύμφωνα με την Eurostat, με αποκλιμάκωση και στις υπηρεσίες– το πεδίο για περαιτέρω νομισματική χαλάρωση είναι ανοικτό.
Η ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου, ως αντίδραση στην αμερικανική εμπορική πολιτική, σε συνδυασμό με τη βουτιά των τιμών του πετρελαίου (με το Brent να κυμαίνεται στα 60–65 δολάρια το βαρέλι), λειτουργούν αποπληθωριστικά. Αυτό δίνει στην ΕΚΤ το περιθώριο να δράσει χωρίς να διακινδυνεύει την υπέρβαση του πληθωριστικού στόχου.
Αν, ωστόσο, η ΕΕ απαντήσει με δικούς της δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα, θα μπορούσε να προκληθεί πληθωριστική πίεση. Εντούτοις, αυτό δεν διαφαίνεται άμεσα στον ορίζοντα, τουλάχιστον όχι πριν ολοκληρωθεί ο κύκλος των διαπραγματεύσεων.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ