Και τι είπες στη μαμά σου; «Ότι θα μαστε Εξάρχεια, άμα σε πάρει, πρόσεξε μην καρφωθείς». «Και δε φοβάσαι;». «Όχι. Για κείνον θα κανα τα πάντα». Και ένα χρόνο μετά, έκανες ακόμη τα πάντα. Ακόμα κι αν δεν ήσασταν τυπικά μαζί. Και άλλαξες την παρέα σου, και τα καλοκαιρινά σου σχέδια, και έκλαψες και φώναξες και όλοι σε αναζητούσαν στο μέρος που είχατε δώσει ραντεβού για διακοπές και συ απουσίαζες. Γιατί προτίμησες να τους χάσεις απ' το αντιμετωπίσεις το παρελθόν σου. Και έγινες φάντασμα και ζούσες μέσα απ' τα παλιά σας μηνύματα και κάτι παλιές προχειροτραβηγμένες φωτογραφίες από ένα πρωί που συνειδητοποίησες πως «δεν έχουμε καμία φωτογραφία μαζί». Και ήταν παρών. Ακόμα. Όχι με δική του πρωτοβουλία, γιατί δεν ήταν κι αυτός παρά ένα φάντασμα που έπλασες εσύ. Και μετά πάλι τα ίδια, για έναν έρωτα που και πάλι σ' ανάγκασε να ξεγράψεις άτομα, να αλλάξεις στέκια, να πάψεις ν' ακούς τραγούδια που στον θυμίζουν, να σταματήσεις να φοράς εκείνη τη μπλούζα που σου χε χαρίσει και παρόλο που ήταν τόσο φαρδιά και σκισμένη ένιωθες να ταιριάζει απόλυτα με όλα σου τα ρούχα. Σαν με όλες τις κλωστές της που εξείχαν να έραβε κάτι μέσα σου. Και περνάς από κείνο το σπασμένο παγκάκι κι αναρωτιέσαι πώς χωρούσατε κι οι δύο ενώ τώρα δε χωράς καν εσύ.
Και εγκατέλειψες το γλυκό παριζιάνικο καφέ που βρισκόσασταν τα πρωινά και το αγαπημένο σου στέκι, μιας και έγινε και δικό του. Και βάζεις τις φίλες σου να εξετάσουν την περιοχή, πριν αποφασίσεις να περάσεις από την πλατεία Σάββατο βράδυ μην τυχόν και κάθεται εκεί. Και νιώθεις πως κι εκείνες τυραννιούνται εξίσου με σένα. Για αυτόν, για τους φίλους του, για κείνη την κοπέλα που βλέπετε στο μετρό και αλλάζετε βαγόνι, που χαιρετάτε απλά με ένα νεύμα, ενώ κάποτε θα ταν εκεί, δίπλα σας, να κρύβεστε μαζί. Γι' αυτά τα ψέματα και τις δικαιολογίες που σκαρώνετε για να αποφύγετε εκείνους που νιώθατε σώμα σας. Και τώρα βγήκαν απ' αυτό, και αντί να ζουν ανεξάρτητα, μένουν να περιπλανιώνται σα φαντάσματα.
Φίλοι παλιοί, πρώην, ένα σωρό άνθρωποι που παλεύουμε υποτίθεται να ξεχάσουμε, κι όμως κρατάμε εδώ. Επιτρέπουμε να στοιχειώνουν τη ζωή μας, μιας και δε θα ναι ποτέ εκεί όπως παλιά. Φαντάσματα κι εκείνοι, φαντάσματα κι εμείς. Και παραμείναμε φαντάσματα της ίδιας μας της συνείδησης αντί να συμφιλιωθούμε με το χρόνο που περνάει. Θεωρήσαμε πως ρόλος του είναι να συγκρατεί ένα μαυσωλείο αναμνήσεων σ' ένα κλειστό συρτάρι και να ενισχύει όλες τις ανοιχτές υποθέσεις που αφήνουμε στη ζωή μας.«Προτιμώ τη λέξη φαντάσματα από τη λέξη πρώην», μου είπες. «Είναι πιο ποιητική.» Όπως και η αίσθηση της απουσίας τους, σκέφτηκα. Και συμφώνησα.
σχόλια