Και τώρα, τώρα που έχω τόσο χρόνο διαθέσιμο, συνταξιούχος πια, τώρα μπορώ και να σκέφτομαι ακόμα. Και να ζωγραφίζω. Και να γράφω και στιχάκια. Και να ασχολούμαι πιο πολύ με τα παιδιά. Και να φιλοσοφώ ακόμα και να μορφώνομαι και να εμβαθύνω στα ζητήματα. Τώρα που ζω με λίγα, αλλά μέσα στην θαλπωρή της εργασιακής ανάπαυσης. Τώρα που σταματά το άγχος κι η ανασφάλεια. Τώρα που χάθηκε το φάντασμα της ανεργίας και της αναδουλειάς. Καλά λένε ότι για να μπορείς να σκέφτεσαι και να φιλοσοφείς πρέπει να σαι ή πλούσιος ή τακτοποιημένος. Δηλαδή να έχεις χρόνο. Γιατί αλλιώς, αν είσαι μέσα στα βάσανα, στην ανέχεια και το άγχος, όλα αυτά σου φαίνονται ανόητα και απλό χάσιμο χρόνου. Και τους "άλλους" χασομέρηδες τους λες και ψευτοκουλτουριάρηδες και δήθεν και δεν έχεις κι άδικο στο μεγαλύτερο βαθμό.
Πόσο όμως λαχταρούσε πάντα η καρδιά μου να 'χω χρόνο..
Χρόνο, αυτό το πολύτιμο μέγεθος της ζωής που έρχεται και φεύγει και πίσω δεν ξαναγυρνά. Χρόνο, να τον κάνω ότι θέλω. Ότι θέλω εγώ. Εγώ, όχι οι ανάγκες. Όχι οι εργοδότες. Όχι οι υποχρεώσεις αλλά εγώ. Να κοιτάξω κι εμένα. Εγώ που τόσα χρόνια, μια ζωή ολόκληρη, φρόντιζα μονίμως για τους άλλους. Τώρα λοιπόν έχει έρθει η σειρά μου. Μόνο ρεπό έχω τώρα. 8, 9, 10, 20 30 κάθε μήνα. Έχω και αργίες και άδειες και διακοπές . Πόσο μου έλειψαν οι διακοπές !
Έγινα άνθρωπος επιτέλους. Μπορώ να είμαι άνθρωπος. Μπορώ να είμαι ήρεμος ξανά μετά από χρόνια. Μπορώ να ασχοληθώ επιτέλους στη ζωή μου με πράγματα και πρόσωπα που αγαπώ πολύ.
Από που ν αρχίσω όμως; Πως αναπληρώνονται τόσα χαμένα χρόνια; Πόσο πληρώνονται τόσα καμμένα όνειρα; Τι να πρωτοκάνω; Τι να πρωτοζωγραφίσω; Τι να πρωτοδιαβάσω; Ποιες ταινίες να πρωτοδώ; Σε ποια θέατρα να πρωτοπάω; Με ποιους φίλους να πρωτοπιώ καφέ; Με ποιους να πρωτογλεντήσω; Γατί να πρωτομιλήσω Που να πρωτοταξιδέψω; Που να πρωτοαφιερωθώ; Είναι τόσα πολλά αυτά που έχω χάσει.
Νιώθω τόσο έξω πια απ' την αληθινή ζωή. Κι είναι η άβυσσος βαθιά. Το χάσμα δίχως τέλος. Ο εαυτός μου τόσο μικρός. Το μυαλό μου τόσο συγχυσμένο. Το κορμί μου τόσο ταλαιπωρημένο είναι πια κι η ψυχή μου τόσο σκληρή και άδεια. Κάθε μου σκέψη έχει στερέψει πια. Κάθε μου όνειρο πότε πρόλαβαν να μου το τσαλακώσουν ρε γαμώτο; Πως κάθε μου ελπίδα πέταξε τόσο μακρυά; Πως έγινε κάτι τέτοιο; Ποιος εμπρησμός μου άφησε μονάχα αποκαΐδια;
Το πόδι μου πονάει όταν αλλάζει ο καιρός. Σήμερα πάλι το ίδιο. Ψάχνω τα γυαλιά μου, τα χάπια μου και την εφημερίδα. Τίποτα δε βρίσκω σήμερα. Α ρε Μαράκι. Όταν ήσουν κοντά μου, όλα μου τα 'χες έτοιμα. Και τον καφέ και τα γυαλιά και το ταψί στο φούρνο. 35 χρόνια δεν ήτανε πολλά. Που πήγες ρε Μαράκι τόσο ξαφνικά; Που να μας φτάσουνε εμάς τόσα μονάχα χρόνια;
Θυμάσαι, όταν σχολάγαμε και γυρίζαμε σπίτι, πρώτη δουλειά μας ένα ποτηράκι κρασί.
Να πάρουμε μιαν ανάσα, να τα πούμε. Τα νέα της ημέρας, των παιδιών, των φίλων. Ποιοι ήρθαν σήμερα λογαριασμοί. Τι θα πληρώσουμε με ποια σειρά και πότε. Καμιά φορά, μας παίρναν τα ζουμιά απ τη σκασίλα. Γέρναμε τότε αγκαλιά και όλο λέγαμε, κουράγιο. Έχει ο θεός, κάτι θα γίνει πάλι. Κι όλο γινόταν ρε Μαράκι, θυμάσαι; Όλο κάτι γινόταν ξαφνικά κι έφευγε και το γραμμάτιο εκείνο. Κι ένα άλλο έπαιρνε τη θέση του για λίγες μέρες μετά. Κι όλο το ίδιο.
Πάντα αντέχαμε όμως και κάθε που ανασαίναμε, έλαμπε πάνω μας η χαρά. Το βλέπανε και τα παιδιά κι όλο πανηγύριζαν. Και τότε εμείς, άλλο που δεν θέλαμε, και να σου η οικογένεια σε κάποιο ταβερνάκι της γειτονιάς να το γιορτάζει λες κι ήταν τάχα γεγονός σπάνιο και κατόρθωμα μεγάλο. Κι ακόμα μερικές φορές, ακόμα πιο πολύ το ρίχναμε έξω. Όλα ξεκίναγαν από κείνο το βλέμμα που διασταυρώναμε συνωμοτικά θαρρείς κι ακολουθούσε κείνο το γνωστό "πάμε; - φύγαμε!" Και σε χρόνο ρεκόρ τότε ετοιμαζόμασταν και φεύγαμε αστραπή για ταξιδάκι. Έτσι στα ξαφνικά χωρίς να ξέρουμε για που ή για πόσο.
Στην πορεία τα βάζαμε κάτω κι υπολογίζαμε τα έξοδα, το πόσα είχαμε, τις απουσίες στο σχολείο των παιδιών. Όλα στο δρόμο! Και πάντα γυρίζοντας, με τα παιδιά να κοιμούνται εξαντλημένα απ'την καλοπέραση στο πίσω κάθισμα όλο λέγαμε πως, αυτό το ταξιδάκι μας ήταν το καλύτερο απ' όλα τα προηγούμενα. Και το σαραβαλάκι μας τα είχε βγάλει πέρα πάλι μια χαρά. Κι όπως κοντεύαμε βράδυ αργά στο σπίτι να επιστρέψουμε, ποτέ δεν μιλούσαμε. Μόνο κοιτάγαμε το δρόμο. Δε λέγαμε τίποτα για τα έξοδα που μας περίμεναν σπίτι κάθε φορά. Τα σκεφτόμασταν κι οι δυο αλλά δεν το λέγαμε. Μια ομερτά ένα πράμα, παρά μονάχα στον καφέ του επόμενου πρωινού τα συζητούσαμε. Μια τέτοια μικρή παράταση στην επιστροφή της σκληρής πραγματικότητας πάντα την είχαμε ανάγκη να την δίνουμε ο ένας στον άλλον.
Α ρε Μαράκι, τόσο τρέξιμο μια ζωή. Τόσο ατέλειωτο τρέξιμο μωρό μου. Και τώρα, τώρα που ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε για τα καλά, εσύ δεν είσαι εδώ αγάπη μου.. Δεν είσαι μακρυά μωρό μου. Και τα λέμε κάθε μέρα από κοντά. Το ξέρω. Δεν παραπονιέμαι. Μόνο που τώρα που δε μ απαντάς...τώρα που μόνος πίνω τον καφέ μου, δεν είναι το ίδιο βρε κορίτσι μου και νιώθω...
Και τώρα που ήθελα με τόσα ν ασχοληθώ, τώρα που μπορώ επιτέλους, τώρα πια νιώθω...
Ξέρω πως δε θ αργήσω να ρθω να σε βρω κούκλα μου μα να ...Όλοι μου λένε να ζήσω. Τώρα που μπορώ να ζήσω. Κι όλο τους λέω, ε φυσικά ρε παιδιά. Θα του δώσω να καταλάβει.
Αυτοί βέβαια, που να καταλάβουν... Μόνο εσύ κουκλί μου με καταλάβαινες πάντα και τώρα το ίδιο. Μόνο εσύ μπορείς. Τα παιδιά πήρανε το δρόμο τους. Έγιναν καλά παιδιά, το ξέρεις. Μα εσύ είσαι άλλο. Κι εγώ χώρια σου είμαι ίδιος. Όπως και τότε μαζί σου και τώρα το ίδιο. Και σ ακούω που μου λες τα ίδια με κείνους. Δως του να καταλάβει, μου ψιθυρίζεις. Καταλαβαίνω γλυκιά μου. Καταλαβαίνω. Απλώς να, τώρα κάθε φορά που λέω, ωραία τώρα έχω χρόνο, ένα βάρος ξαφνικά με πλακώνει πως στην πραγματικότητα δεν έχω. Καταλαβαίνεις μωρό μου; Σ αγαπώ ζωή μου. Σ αγαπώ πολύ!