Οι άνθρωποι πίσω από τα παράθυρα

Οι άνθρωποι πίσω από τα παράθυρα Facebook Twitter
0

Καθισμένη στο περβάζι του σπιτιού της, είχε γυρισμένο το κεφάλι προς το παράθυρο. Υποκρινόταν πως κοιτούσε έξω, πως χάζευε τα φώτα που φαίνονταν από τις απέναντι πολυκατοικίες. Φορούσε ένα φανελάκι και το εσώρουχο της. Απλά ντυμένη, δημιουργούσε την εικόνα της μοιραίας γυναίκας, που περίμενε καρτερικά τον έρωτα της.

Σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι. Έστριψε ένα τσιγάρο και άρχισε να ψάχνει αναπτήρα. Απομακρύνθηκε από τον χώρο. Πήγε στα μέσα δωμάτια. Από την κουζίνα ακούγονταν ράφια να κλείνουν νευριασμένα. Ακούγονταν βήματα που πρόδιδαν σύγχυση. Κινήσεις που μαρτυρούσαν αμηχανία. Λίγο αργότερα γύρισε και προσποιήθηκε ότι δεν είχε προσέξει τον αναπτήρα που βρισκόταν δίπλα στο τσιγάρο της.

Η φωτιά φάνηκε και ο καπνός βγήκε από το στόμα της τόσο κουρασμένα. Σαν να μην είχε καμία όρεξη να γευτεί την νικοτίνη. Σαν να προσπαθούσε να γεμίσει τα κενά μιας συζήτησης που δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Κινήθηκε και πάλι μπροστά πλησιάζοντας το παράθυρο. Κοίταξε την φιγούρα της, όπως σχηματιζόταν στο τζάμι. Κοίταξε τις λάμπες του δρόμου που μόλις άναψαν για να φωτίζουν τη νύχτα.

"Αν ήμουν σε μια σκηνή θεάτρου αυτή τη στιγμή, θα είχα το ίδιο ακριβώς συναίσθημα". Παραδέχτηκε με γυρισμένη την πλάτη και μετακίνησε το βάρος του κορμιού της στην δεξιά πλευρά. Η στάση του σώματος της φάνταζε τόσο διαφορετική. Τα κόκκινα μαλλιά της πεσμένα πίσω, οι πλάτες της λυγισμένες ελαφρά μπροστά και τα χέρια της μπλεγμένα κόμπο, όπως και η ψυχή της.

"Τότε δημιούργησε μια παράσταση για μένα" είπε καθισμένος πίσω από το τραπέζι. "Θέλω να γίνεις ηθοποιός για λίγα λεπτά, εδώ μπροστά. Και εγώ θα γίνω το κοινό σου. Κάνε τον μονόλογο σου και αν είσαι καλή στο τέλος, θα σε χειροκροτήσω". Συμπλήρωσε με ότι χιούμορ περίσσευε εκείνη την στιγμή, μήπως και χαθεί λίγο η αμηχανία.

Γύρισε απότομα και τον κοίταξε στα μάτια. Ανίχνευσε το βλέμμα του για ένα λεπτό, να δει αν της μιλούσε σοβαρά ή αν την κορόιδευε. Μόλις βρήκε την απάντηση που έψαχνε πλησίασε το τραπέζι και έπιασε μια καρέκλα. Την έσυρε μπροστά από το παράθυρο και κάθισε. Στήριξε το ένα της χέρι στην πλάτη της καρέκλας και κοίταξε τον χώρο.

Σαν να βρίσκεται στην σκηνή του θεάτρου. Μόνη της, να ξαπλώνει σε έναν κόκκινο καναπέ και να ομολογεί την ενοχή της. Το φως είναι χαμηλό και με δυσκολία την διακρίνεις. Ανοίγει τα πόδια της, αθώο παιδί και βολεύεται. Και εσύ κάθεσαι μόνος σου ανάμεσα στα καθίσματα. Είσαι μακριά από την σκηνή και όμως την ακούς να βαριανασάνει. Δεν μπορείς να την δεις, αλλά την νιώθεις στα αυτιά σου.

"Αν με ρωτούσαν κάποτε, ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρο σου, θα τους έλεγα κανένα. Θα κουνούσα σχεδόν περήφανα το κεφάλι μου γιατί είναι ευλογία και κατάρα μαζί, να ζεις χωρίς όνειρα. Μια ανάγκη είχα πάντα στη ζωή. Μία μόνο. Να μην νιώσω ντροπή". Η φωνή της ήταν βραχνή. Γλίστρησε πάνω στην καρέκλα και γύρισε το σώμα της προς το παράθυρο. Η πλάτη δεν προδίδει συναισθήματα.

"Ντροπή για τις επιλογές μου" συνέχισε χαζεύοντας τον ουρανό. "Αν με ρωτούσαν κάποτε, πως φαντάζεσαι τον ευατό σου, θα τους έλεγα πίσω από ένα παράθυρο. Ένα παράθυρο που να βλέπει μια μεγάλη γέφυρα. Αυτά ήταν όλα όσα ήθελα. Δεν ζήτησα τίποτα περισσότερο". Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το κρύο τζάμι.

"Αλλάζουμε όμως ε; Οι άνθρωποι αλλάζουμε πολύ. Κουβαλάμε απωθημένα και τα φανερώνουμε όταν μας απειλεί ο χρόνος που μας προσπερνά". Ο τόνος της φωνής της σοβάρεψε. "Αν με ρωτούσες κάποτε, αν ποτέ θα έφευγα, θα σου απαντούσα πως το δικό μου σύμπαν τελειώνει πίσω από αυτό το παράθυρο. "Το σώμα της σφίχτηκε".

"Εσύ όμως με ρώτησες, που θα πάω. Κοιτούσα έξω και με ρώτησες, που θα πάω". Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα. Χαμήλωσε το κεφάλι της και η πλάτη της καμπούριασε. Έμεινε ακίνητη για μερικά λεπτά, σαν να ετοιμαζόταν να κλείσει τον μονόλογο της. Σήκωσε το κεφάλι ξανά και είπε χαμηλόφωνα " και εγώ ντρέπομαι. Ντρέπομαι που έχεις δίκιο και δεν μπορώ να σε διαψεύσω. Θα φύγω".

Γρήγορα γύρισε χωρίς να περιμένει απάντηση και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο. Ακούστηκε ο ήχος της ντουλάπας. Ο ήχος των ρούχων που με δύναμη έφευγαν από τα κρεμαστάρια. Ο ήχος της αναστάτωσης. Ο ήχος από το συρτάρι του μπάνιου. Ο ήχος του κρεβατιού, ένα σώμα κάθισε πάνω του. Ο ήχος της βαλίτσας να σέρνεται στον διάδρομο. Ο ήχος των βημάτων που πλησιάζουν.

Μπήκε στο σαλόνι αργά. Πλησίασε την καρέκλα και την άρπαξε με δύναμη. Την τακτοποίησε στην θέση της. Έμεινε για λίγο σιωπηλή και τον πλησίασε με άτολμα βήματα. Τον φίλησε. Περπάτησε δειλά ως την βαλίτσα. Την έσυρε μέχρι την εξώπορτα. Την άνοιξε. Την έκλεισε. Έφυγε. Και αυτός έμεινε καθισμένος εκεί στο μοναχικό του σαλόνι. Σαν τον τελευταίο θεατή της παράστασης.

Σηκώθηκε και πλησίασε αργά την καρέκλα. Ακούμπησε τον τοίχο για να καταλάβει τον χώρο. Την τοποθέτησε μπροστά στο παράθυρο και κάθισε. Με το κεφάλι στραμμένο προς τα έξω, άκουγε τους ήχους της πόλης. Προσπάθησε να φανταστεί τα μέρη που τώρα αυτή πήγαινε. Τους ανθρώπους που θα την υποδέχονταν. Η φαντασία του είχε γίνει όπλο από την στιγμή που είχε χάσει την όραση του.

Αναστέναξε με ένα μικρό παράπονο. Το παράπονο του άντρα, που δεν μπορεί να τρέξει πίσω από την αγαπημένη του.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ