Να που χιόνισε στην Αθήνα. Αρχές Γενάρη και άσπρες παχιές νιφάδες πέφτουν. Πέφτουν στα κεφάλια των λιγοστών περαστικών, στο οδόστρωμα με την αραιή κίνηση.
Είναι δέκα η ώρα το πρωί και δεν έχω ξαναδεί την Αθήνα πιο άδεια τέτοια ώρα. Τουλάχιστον χιονίζει. Αν είμαστε αρκετά κωλόφαρδοι θα δούμε άσπρη μέρα. Παχιές νιφάδες σε βαλς καθόδου στη μιζέρια μας.
Τυλιγμένος με το κασκόλ μου και με το σκούφο ως τα αφτιά τρέχω για το πρώτο ραντεβού της μέρας. Μπορεί σήμερα να βγει κάτι καλό, μπορεί να κάτσει κάποια δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι, σήμερα ειδικά, το μόνο που θα ήθελα, είναι να μείνω σπίτι. Παρέα με το γιό μου και να χαζεύουμε τις άσπρες παχιές νιφάδες να χορεύουν.
Να θυμηθώ τη παιδική μου ηλικία μέσω της ύπαρξης του μικρού Νικόλα, μέσω της μνήμης μου και λόγω της ανάγκης μου για λίγη ασφάλεια και ηρεμία.
Γαμημένη κρίση, τουλάχιστον χιονίζει.
Πόσο μπορούν όλα να εξαγνιστούν κάτω από ένα άσπρο πέπλο!
Τα μισά μαγαζιά στη Σταδίου έχουν κλείσει. Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα έχουν αρχίσει να ρημάζουν τα κλειστά καταστήματα. Η εγκατάλειψη "γράφει" στη βιτρίνα τους.
Τι όμορφα που πέφτουν οι "νυφάδες". Θα έρθει και το καλοκαίρι. Όπως τότε που πιτσιρίκος μέτραγα φραγκοδίφραγκα με την Τούλα και παίρναμε το λεωφορείο από Πειραιά για Βάρκιζα. "Μια θέση για τη κυρία με το παιδί" φώναζε ο εισπράκτορας, η Τούλα με σκουντούσε συνωμοτικά και ψυθίριζε "πάλι τους ξεγελάσαμε ξάδερφε, νομίζουν ότι είσαι γιος μου".
Η Τούλα με μια καρδιά που χωράει όλο τον κόσμο και ένα στόμα που βρίζει σαν ναυτεργάτης. Πηγαία και ακατάπαυστη μιλάει πάντα και για τα πάντα ασταμάτητα. Αρκεί να τη ρωτήσεις "τι κάνεις"; για να αρχίσει ο χείμαρρος λέξεων πασπαλισμένες με ήχους, εικόνες και αρώματα μιας άλλης Ελλάδας.
"Τι κάνεις"; τη ρώτησα χτες για να εισπράξω το Λακωνικό "σκατά".
"Σκατά". Μόνο αυτό. Τίποτα άλλο. Απλά αχνιστά, μυρωδάτα σκατά.
"Τα πράγματα είναι χειρότερα από ότι φαίνονται" σκέφτηκα.
Ε λοιπόν, αυτά τα σκατά εγώ δεν θα τα φάω. Θα τα επιστρέψω στη μούρη του παραγωγού τους. Προτιμώ το άσπρο του χιονιού, το εκθαμβωτικό του Αττικού ήλιου, το μουρμούρισμα της θάλασσας, το "σ' αγαπώ" του γιού μου.
Έφτασα, χαμογέλασα στο χιόνι, φούσκωσα τα πνευμόνια μου με αέρα, σήκωσα το δάχτυλο και πίεσα το κουδούνι.