Μενταγιόν

Μενταγιόν Facebook Twitter
0

Ακανόνιστο στο σχήμα, χωρίς ρυθμό ανάμεσα στο στέρνο της. Έτσι θυμόμουν το κόσμημα που φόραγε η γιαγιά όταν έβαζε τα καλά της. Περίμενα πάντα να μου κάνει νόημα για να κουμπώσω την αλυσίδα πίσω της. Ήξερε ότι το θαύμαζα από όλα τα στολίδια της. Ήταν το παιχνίδι μας, μιας και ποτέ δεν με άφηνε να το κρατήσω.

"Δεν κάνει μπορεί να το χαλάσεις" και έσκαγε ένα χαμόγελο συγκαταβατικό που έδειχνα ότι αρκούσε να το θαυμάζω μόνο. Το φοβόμουν περισσότερο από όσο μου άρεσε κατά βάθος. Μουντό στο χρώμα, παλιωμένο ασήμι στην όψη, κάτι σαν αστερίας με τα πόδια του ανασηκωμένα, έτοιμος να περπατήσει, με ένα μικρό μαργαριτάρι στη μέση σαν μάτι. Αυτό το μαργαριταρένιο μάτι με φόβιζε πάντα-όχι μη το χαλάσω όπως την άφηνα να νομίζει- και ταυτόχρονα με συντρόφευε, συνταξιδιώτης στα όνειρα μου.

Μεγάλωνα, αναρωτιόμουν πάντα μέσα μου, τι στο καλό με έδιωχνε μακριά του, να μη το αγγίξω ποτέ, να το ονειρεύομαι μόνο. Το σμίλεμα του ασημιού, εκείνο το μαργαριτάρι, η ομορφάδα ενός αστερία παράξενου βγαλμένο από τη φαντασία που φτιάχνει η θάλασσα μονάχη της.

Όπως την αγαπούσα τη γιαγιά έτσι αγαπούσα τη θάλασσα, με όνειρα και τις φοβίες του άμαθου. Έτσι αγαπούσα και φοβόμουν το μενταγιόν της. Μεγάλωνα πιο πολύ, όταν έναν Αύγουστο έφυγε για πάντα από κοντά μας. Την κράτησα εκείνο το πρωί μέχρι να την αφήσουμε ήσυχη. Δεν άντεχα τις χαιρετούρες ούτε τους πικρούς καφέδες.

Αναζητώντας τη μηχανή μου, χάθηκα σε σκέψεις χαρμολύπης, ώσπου κάθισα σε εκείνο το καναπέ που ανέβαινα να κουμπώσω την αλυσίδα του μενταγιόν.

Ήμουν ήδη μπροστά στο σερβάν, το χρησιμοποιούσε σαν τουαλέτα στο δωμάτιο της.
Τα βρήκα όλα τακτοποιημένα, καθαρά. Κολόνιες, δυό κραγιόν, την κρέμα για τα χέρια της.
Μπροστά τους η χάλκινη μπιζουτιέρα που φύλαγε τα κοσμήματα της.

Άναψα ένα τσιγάρο, περιεργάστηκα, το δωμάτιο" με κοίταξα" την ώρα που έστρεψα το βλέμμα μου στο καθρέφτη. Σαν να παρατηρούσα το νου μου από τη μεριά που έδειχνε τα μούτρα μου.

Άφησα τη στάχτη από το τσιγάρο στο πάτωμα. Έφερα κοντά το χάλκινο κουτί. Το κοίταξα λες και θα βρισκα το "χαμένο θησαυρό" μέσα του.

Είχα ξεχάσει πότε κούμπωσα τελευταία φορά την αλυσίδα στο λαιμό της. Ποτέ όμως εκείνο τον παράξενο αστερία, ούτε το μάτι του πάνω στο θαλασσένιο στέρνο της γιαγιάς.Αναρωτήθηκα αν είχα σκοπό να τα βάλω με το θαυμασμό της παιδικής μου φοβίας,αν άξιζε να ανοίξω το κουτί,να χαλάσω οτι φανταζόμουν από τότε.

Άμμους, βυθούς κοράλια, αστερίες μαργαριτάρια, κι όλο το ξασπρισμένο γαλάζιο ταξιδεύοντας με σχεδία το μενταγιόν και πανιά όνειρα και φόβους ανταμωμένα. Μαντρωμένα χρόνια στο δικό μου βυθό.

Έβαλα τη μπιζουτιέρα στη θέση της. Χάθηκα πάλι σε εκείνα τα όνειρα.
Δεν τα άλλαζα με τίποτα αρνούμενος στο άγγιγμα με τα χέρια μου για πρώτη φορά ,αυτό το" κάτι" που τα πλάθε.

Τί κι αν νικούσα όλους τους φόβους της παιδικής μου φαντασίας,ισοπεδώνοντας τις θάλασσες μεταποιώντας τις σε ξέρες άνυδρες.

Χθες έπεσε στα χέρια μου μια φωτογραφία της.Φόραγε τα καλά της.Ένα μάτι με κοίταγε κι αυτό μαζί με τα δικά της.

Μύρισα τη θάλασσα πάλι, μύρισα εκείνα τα όνειρα,τους φόβους. Ακριβή  η μυρωδιά της φαντασίας μας ανέλπιστα μοναδική. Ακόμα και για όσα δεν άγγιξες.

Έχασα την ευκαιρία τελικά σε όλα όσα "έπιασα". Θα παρέμεναν πόθοι με μυρωδιές κι αρώματα των ωκεανών, νωποί, ζωντανοί, εύγευστοι όπως η αλμύρα τους, καδραρισμένοι σε παλιές φωτογραφίες.

Είναι παράξενο ταξίδι ο λογισμός, ο νους. Μα ποιος αλλάζει το"αληθινό ταξίδι"το μαγεμένο από όσα δεν άγγιξα, από όσα άσβεστα πόθησα, από όσα έμειναν είδωλα στους καθρέφτες μέσα μου;

Ξέρουν μόνο όσοι μετέτρεψαν την λογική σε θάρρος, τολμώντας να αφήσουν από ότι αληθινά μαγεύτηκαν.... ανέγγιχτο

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ