Μια ιστορία μικρή, ρουμάνικη

Μια ιστορία μικρή, ρουμάνικη Facebook Twitter
0

Και να που ταξιδεύω και ξεχνιέμαι − μαζί με το δρόμο που αφήνω πίσω μου, αφήνω και ό,τι έχει περάσει. Βούλιαξα στη θλίψη, τη χόρτασα, και ελπίζω πια μόνο στο καλύτερο, το καινούριο. Τώρα δεν ξεχειλίζουν οι σκέψεις όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρο του λεωφορείου, μόνο χαμογελάω, ρουφώ τη θέα και το φως.

Χαράματα Σαββάτου· είμαι σε ένα λεωφορείο που σε τριάντα ώρες θα με έχει ταξιδέψει σε μια άλλη χώρα, άγνωστη αλλά αγαπημένη. Νιώθω την ελευθερία, την ανυπομονησία και το άγνωστο να με πλημμυρίζουν, νιώθω όμορφα, ταξιδιάρικα, αυθαίρετα επαναστατικά. Ένα ταξίδι μεγάλο και γλυκό μόλις αρχίζει και ήδη ό,τι έχω περάσει και μου φαινόταν βουνό, μοιάζει ψεύτικο και ασήμαντο. Τίποτα δε θα είναι ίδιο στην επιστροφή, ήδη τα άχρηστα πετάχτηκαν. Περνάνε οι ώρες και καθώς τα τοπία αλλάζουν και χάνεται η Μεσόγειος και τα Βαλκάνια κερδίζουν έδαφος, αισθάνομαι πως έχω κάνει το πιο σημαντικό βήμα στη ζωή μου. Ο ήλιος χλομιάζει και χιόνια εμφανίζονται, μα εγώ νιώθω τόσο, μα τόσο γαλήνια. Ο αέρας μου φαίνεται γεμάτος αρώματα − αν και ο φόβος του χιονιού και του αποκλεισμού υπάρχει κρυμμένος κάπου εκεί πίσω.

Στο τέλος του ταξιδιού, αφήνω το λεωφορείο που με τόση ευσυνειδησία με μετέφερε για το τραίνο. Τα τραίνα είναι σκληρά, αμείλικτα. Σου δείχνουν όλη την απόσταση και το χώρο που αφήνεις πίσω, σε αναγκάζουν να ακούσεις τη λοκομοτίβα να ιδρώνει και να αγκομαχά. Αυτό το τραίνο είναι ο φόβος μου, με μεταφέρει σε ένα βουνό, σε ένα χωριό μέσα στο χιόνι και τα έλατα. Νομίζω πως θα χάσω τη γλύκα της περιπλάνησης. Όμως, τελικά, τα δέντρα γέρνουν από το βάρος και τον αέρα που στριγκλίζει, ο ουρανός παίρνει σιγά σιγά ένα βαθύ μπλε, σχεδόν μωβ χρώμα, τα αστέρια λάμπουν αφύσικα καθαρά και το χιόνι αστράφτει. Στα σπίτια με τις μυτερές στέγες και τα πολύχρωμα κεραμίδια υπάρχουν ακόμη χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και γκι, η ατμόσφαιρα τριγύρω είναι κρυστάλλινα καθαρή, όλα μοιάζουν με παραμύθι. Παίρνω ένα στενό μονοπάτι και να με, μπροστά σε μια ξύλινη παμπ με χαρτονομίσματα από όλη την Ευρώπη καρφωμένα στη μπάρα, με μουσική νοσταλγική και σερβιτόρους μου χαμογελούν μόλις βλέπουν την κόκκινη από το κρύο μύτη μου. Πίνω ζεστό κρασί με μπαχαρικά και χαζεύω τα δέρματα των ζώων και τα σπαθιά στους τοίχους. Μιλώ στον διπλανό μου θαμώνα, αναδίνει ένα μεθυστικό άρωμα φράουλας και βατόμουρου που με υπνωτίζει − αγγίζει το μάγουλό μου και χαμογελάμε.

Τώρα ξέρω πως μόνο ό,τι μας κάνει ελεύθερους και ευτυχισμένους έχει νόημα. Μετανιώνω που δεν τόλμησα τη φυγή νωρίτερα, όμως τώρα ήταν η σωστή ώρα. Τώρα ξέρω πως δεν πρέπει πια να φοβάμαι τίποτα, το καλό θα έρθει να με βρει αμέσως μόλις το ψάξω. Εδώ είμαι, στο δικό μου αγώνα, που ήδη μοιάζει να έχω κερδίσει. Ό,τι είναι να 'ρθει, θα 'ρθει.

*Ένα ευχαριστώ στη Ρουμανία και τους ανθρώπους της, που μου έδωσαν μέσα σε λίγες μέρες τόσο, μα τόσο πολλά.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ