Πάνε μέρες που έχω να μάθω νέα σου. Τα δικά μου δε διαφέρουν και ιδιαίτερα από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Πάει καιρός από τότε που τα είπαμε δε νομίζεις; Ο λόγος της επιστολής μου είναι γιατί τη βδομάδα που μόλις πέρασε και αυτή που διανύουμε έτυχε αρκετές φορές να αναφέρω το όνομα σου. Η εξεταστική κυρίως στάθηκε μία καλή αφορμή να εξιστορήσω στους γύρω συμφοιτητές και φίλους αναμνήσεις που έχω μαζί σου από παλαιότερες εξετάσεις. Όπως εκείνες του Λυκείου, συγκεκριμένα τις Πανελλαδικές που μέχρι αργά το βράδυ καθόσουν και άκουγες τις μεταφράσεις των Λατινικών ξανά και ξανά μέχρι να θυμάμαι και το τελευταίο κόμα. Την προπαίδεια που νερό λέγαμε μαζί. Τέσσερα επί τέσσερα εσύ, δεκάξι εγώ, το ηλίθιο και παιδικό αστείο σου που ακόμη θυμάμαι. Πόσο μας κάνουν δώδεκα πορτοκάλια και οχτώ μήλα; Μετρούσα τα δάχτυλα μου ξανά και ξανά μα ξεχνούσα ότι ήταν ανόμοια και δώσ' του πάλι από την αρχή η πρόσθεση η αφαίρεση και οι αριθμητικές παραστάσεις.
Έτσι έκανα μπόλικες αναδρομές στο παρελθόν, μα ένα βράδυ εκεί που όλοι είχαμε στρογγυλοκάτσει στο μικρό μου σαλόνι η Διονυσία βάζει το ''Δείξε μου τον τρόπο'' του Ζακ Στεφάνου, κλείνω τα μάτια και απροσπέλαστος τρυπώνεις στο μυαλό μου, λίγο πριν πλημμυρίσουν τα μάτια μου δάκρυα.
Δεν ξέρω που να τρέξω. Το μέλλον μου μοιάζει σαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια για ένα σπίτι που δεν έχω κάπου να το χτίσω και τότε μου λείπουν τόσο πολύ τα σπιτάκια που μαζί σκαρώναμε στο δωμάτιο μου. Πλάνα, πλάνα για διακοπές, πλάνα για πτυχία, πλάνα για μετέπειτα σχολές, εξωτερικά, εσωτερικά, εξορμήσεις δουλειές. Και θυμάμαι ένα καλοκαίρι στις Σπέτσες, ένα χειμώνα στο Καρπενήσι, μία μονοήμερη στα Τρίκαλα, κάποια Χριστούγεννα στη Τσεχία. Εκεί κάπου λέω ότι μπορώ να προχωρήσω κι όσο μου χαλαρώνεις τα χαλινάρια τόσο θέλω να τρέξω πίσω. Η ανεξαρτησία για την οποία σήκωνα κάποτε σημαία επανάστασης μοιάζει πιο φορτική από ποτέ χωρίς εσάς, εσένα.
Χτίζω σπίτια, οικογένειες μα δυσκολεύομαι να ζεσταθώ το βράδυ. Κι όταν φοβάμαι πως κάποιος είναι στο σπίτι και όταν χώνομαι κάτω από το πάπλωμα μέσα στα σκοτάδια πάω στο δίπλα δωμάτιο και δεν έχω μία αγκαλιά να τρυπώσω. Κατεβαίνω τη σκάλα και πετυχαίνω στο ψυγείο μία φωτογραφία φωτεινή, εγώ, εσύ, ο βράχος, δύο πάνινα και τα βρεγμένα μαλλιά μου χαμογελάω στη μαμά. Ύδρα, κάπου στο '94. Σκέφτομαι πως κάπου εκεί σταμάτησε ο χρόνος μία για πάντα.
Θέλω να γυρίσω σπίτι, θέλω να γυρίσουμε σπίτι. Όσο θα μαθαίνω νέα από το διαχειριστή της πολυκατοικίας ότι μου πλήρωσες τα κοινόχρηστα με ένα προχειροκομμένο χαρτί ριγμένο κάτω από την πόρτα, όσο αναπολώ βραδινούς καυγάδες για τη τσιγαρίλα στο υπνοδωμάτιο και τις πεταμένες γόπες στον κάδο, τη γκρίνια σου γιατί πάλι άργησα να γυρίσω σπίτι θα σε αγαπάω και κατά βάθος θα μου λείπεις. Θα μου λείπεις όταν οι άλλοι μπαμπάδες θα τηλεφωνούν στους συμφοιτητές μου με μοναδική αξίωση να ντυθούν καλά πριν βγούνε το
βράδυ. Θα μου λείπει το εγερτήριο για να πάω να δώσω το μάθημα θα μου λείπεις εσύ και οι βουτιές μας στην Ύδρα από εκείνο τον ψηλό βράχο στη φωτογραφία με τα κόκκινα All star σου, εσύ κάπου στα εικοσιοκτώ και εγώ κάπου στα τέσσερα να βουλιάζω ανάμεσα στα πόδια σου και να χαμογελάμε μπροστά από τη μαμά.
Τελικά μπαμπά δεν το περίμενα ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα αναρωτιόμουν πόσο δίκιο είχες για όλα. Μην κοιτάς που δεν θα το παραδεχτώ ποτέ.
σχόλια