Όλοι φεύγουν ή μάλλον, πολλοί είναι αυτοί που φεύγουν, έφυγαν, θα φύγουν. Το ρήμα κλίνεται σε όλους του χρόνους, αν και η στιγμή της μεγάλης φυγής ζει μέσα σου σε ένα διαρκές παρόν. Τι εννοώ με αυτό; Η φυγή είναι μια οριακή στιγμή που σε σημαδεύει ανεξίτηλα, τόσο όταν την πραγματοποιείς, όσο και τα χρόνια που θα την ακολουθήσουν ή εκείνα που προηγήθηκαν αυτής.
Η φυγή που έχω στο μυαλό μου, αυτή τη περίοδο, είναι εκείνη της μετανάστευσης. Η μετανάστευση που λες, είναι μια μορφή απογαλακτισμού ή μάλλον μια επανάληψη της κοπής του ομφάλιου λώρου. Σου φαίνεται ότι υπερβάλλω; Δεν σε αδικώ και εμένα έτσι μου φάνηκε. Ας συνεχίσω στο ίδιο μελοδραματικό ύφος, να δούμε που θα με βγάλει.
Ο μετανάστης, που λες, υποχρεούται να πάρει απόσταση από το πλαίσιο που τον διαμόρφωσε, ενώ αναγκάζεται βίαια να προσαρμοστεί σε ένα καινούριο σύστημα αξιών και αισθητικής. Η αποκόλληση από τη γενέθλια γη, όπως άλλωστε και εκείνη από την φυσική μητέρα είναι διδακτικές εμπειρίες, βοηθούν στον αυτοπροσδιορισμό και ιδανικά στην αυτοπραγμάτωση, αν και είναι εκ των πραγμάτων τραυματικές. Το ζήτημα είναι αν φεύγεις για να αποφύγεις τη μάχη και να βρεις την ευτυχία ή αν το κάνεις για να ανακαλύψεις το ανεξερεύνητο. Αν πάντως το κίνητρο σου είναι το πρώτο, έσω έτοιμος. Η ζωή θα σε διαψεύσει με το που αφιχθείς στο νέο τόπο.
Η γεωγραφική απόσταση, νόμιζες θα ήταν ικανή να τα αποδυναμώσει τα προβλήματα. Και όμως το αντίθετο θα συμβεί. Η απόσταση, τουλάχιστον στην αρχή, μεγεθύνει τα πάντα, τα κάνει όσο μεγάλα χρειάζεται, για να τα έχεις συνεχώς μαζί σου, εφόδια και εμπόδια. Η απόσταση είναι σαν την μάνα σου που σε ξεπροβόδιζε μικρό, όταν έφευγες για το σχολείο και μέχρι να στρίψεις στην γωνία σε είχε φωνάξει κοντά της, δέκα φορές, για να σου δώσει ότι ξέχασε, να σε κουμπώσει καλύτερα, να σου φτιάξει τα μπατζάκια.
-Τα κορδόνια Γιαννάκηηηη όχι στα βαθιά παιδί μου!
- Άσε μας ρε μάνα!
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας που σε στοίχειωνε τα απογεύματα, όταν τελείωνες το φροντιστήριο και περπατούσες στην προκυμαία, περπατά τώρα δίπλα σου στα βροχερά βικτωριανά στενά του Λονδίνου και τις λεωφόρους της Νέας Υόρκης. Ο ανταγωνισμός με τον πατέρα σου, γίνετε τώρα πείσμα για να πετύχεις, οι φωνές σου που απαντούσαν στις γκρίνιες της μάνας σου, γίνονται τώρα κλάμα. Όλα είναι εκεί, πιο πολύ από όσο προηγουμένως, διότι έχουν να καλύψουν τα κενά σου. Στη νέα γη αφικνείσαι, όχι κενός αλλά καινούριος.
Είσαι φευγάτος για κάποιους άρα εκ' των πραγμάτων θα είσαι ερχόμενος, για κάποιους άλλους.
Εσύ κάνεις ότι μπορείς για να τους καταλάβεις αλλά δεν είσαι συνένοχος στο υπονοούμενο που εκείνοι μοιράζονται. Εκείνοι, έχουν το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο, κοινές ιστορικές μνήμες, ίδια σημεία αναφοράς, συγγενές χιούμορ.
Κάνεις υπομονή.
Δεν σε καταλαβαίνει κανείς οπότε ανοίγεις διάλογο με τον εαυτό σου. Μαθαίνεις τη γλώσσα τους αλλά και τη γλώσσα σου. Την κρυμμένη σου λαλιά που ποτέ δεν άκουγες.
Μετά από λίγο οι πόνοι όλα θα αμβλυνθούν, όχι εξολοκλήρου. Ο πόνος θα σε έχει κάνει σοφότερο, και οι χαρές θα έχουν παίξει τον ρόλο τους, μην νομίζεις.
Οι άνθρωποι να ξέρεις, πάντως, ότι έχουν ωριμάσει, όταν αντί της φυγής, επιθυμούν την επιστροφή ή ακόμα προτιμότερα, την παραμονή. Αυτή η αντιστροφή του εσωτερικού μαγνητικού πεδίου, αλλάζει αργά και σιωπηλά αλλά συνειδητοποιείται αίφνης. Τότε η πυξίδα, αντί να δείξει φύγε, αφού περιστραφεί παροξυσμικά, γύρω από τον άξονά της, καταλήγει σαν την μπίλια της ρουλέτας στην μόνη τιμή που δεν πόνταρες. Επέστρεψε.
Προς επίρρωση των λεγομένων μας, ο ποιητής μονολογεί με τον εαυτό του:
-Προς τα που οδεύουμε;
-Πάντα προς το σπίτι.
Σε κάθε περίπτωση, άπαντες πρέπει να έχουν συνειδητοποιήσει επιστρέφοντας, από τι έτρεχαν να δραπετεύσουν, προς ποια κατεύθυνση και για ποιο λόγο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το προς πια κατεύθυνση, δεν το θεωρώ και τόσο urgent ζήτημα αλλά καλό θα ήταν να έχει απαντηθεί και αυτό. Το ότι τελικά δεν τα κατάφεραν είναι η μόνη βεβαιότητα. Το θέμα άλλωστε δεν ήταν να ξεφύγεις αλλά να βρεις τη δύναμη, να εμπνευστείς ένα story να απασχολήσεις το μυαλό σου. Κάτι μου λέει πως ο Οδυσσέας, ο Ιάσωνας, ο Ορέστης είχαν εφεύρει τα εμπόδια και τα φαντάσματα πριν καν τα συναντήσουν.
Ο φυγάς πάντως, ορίζεται και ορίζει και αυτούς που μένουν πίσω. Είναι μεν, σε πιο ευάλωτη θέση, έχει όμως το πλεονέκτημα της ενεργητικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Αυτός που φεύγει επαναχαράζει τους προσωπικούς του χάρτες. Η απουσία του καλλιεργεί μια υπόσχεση στους ξέμπαρκους, την οποία και αυτοί πρέπει να διαχειριστούν αναλόγως. Ο φυγάς έχει το πλεονέκτημα του να ορίζει σε μεγάλο βαθμό το πότε και πως θα επιστρέψει, γεγονός που γεμίζει με ανασφάλεια τους πίσω. Σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος μετράει διαφορετικά. Αυτοί που μένουν πίσω, δεν ξέρουν αν θα πρέπει να βιαστούν ή να αράξουν περιμένοντας τον τρελό που έφυγε. Υπάρχει μια ασυμμετρία πληροφόρησης, υπέρ του δραπέτη.
-Πως άραγε να επιστρέψει; Τι να είδαν τα μάτια του; Μακάρι να απέτυχε. Αυτό θα σημαίνει ότι εμείς που μείναμε εδώ, δεν κάναμε λάθος.
Τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των όσων φεύγουν και των όσων μένουν, ανέδειξε το μεγαλύτερο αλάνι όλων των εποχών, ο κυνικός Διογένης, ο οποίος αναφερόμενος στους κατοίκους της γενέτειράς του Σινώπης, είχε πει το εξής:
«Οι Σινωπείς με καταδίκασαν να φύγω κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν».
Κάποιοι άνθρωποι, πάντως, μοιάζουν να κουβαλούν από γεννησιμιού τους, το στίγμα εκείνου που ήρθε, όχι για να φύγει αλλά για να εξαφανιστεί. Σας το λέω από προσωπική εμπειρία. Μοιάζει, που λέτε, να τους καταδιώκει κάτι αδικαιολόγητο, η αίσθηση του ότι είναι εδώ, αλλά για λίγο.
Αυτοί οι άνθρωποι με κάνουν να πιστεύω ότι αυτοκτονία δεν είναι να επιθυμείς να αφαιρέσεις τη ζωή σου αλλά να θέλεις να εξαφανιστείς χωρίς υπόσχεση επιστροφής, χωρίς ελπίδα αναμονής για όσους μένουν πίσω. Όχι μόνο τους στερείς την παρουσία σου αλλά συνεχίζεις να υπάρχεις. Σε αυτούς αφιερώνω τα λόγια του ποιητή, χωρίς να γυρεύω κατ' ανάγκη απάντηση.
How does it feel, to be without a home, like a complete unknown.
Like a rolling stone?
Καλή αντάμωση