Χτες.
Την ημέρα που έφυγα κοιτούσα από το παράθυρο του λεωφορείου και γέμιζα εικόνες. Η ώρα περνούσε κι εγώ ήμουν όλο και πιο μακριά από τη ζωή μου. Και ήθελα μόνο να ξαναζήσω αυτή τη ζωή. Για έξι ώρες, μέχρι να φτάσω, βούλιαξα μέσα της.
Μύριζε χώμα, καπνό, ιδρώτα και γιασεμιά. Λευκά γιασεμιά έμοιαζαν να τον κυκλώνουν καθώς γελούσε και το γέλιο του έμοιαζε απαλό, με μια βραχνάδα στο τέλος. Έφυγα χωρίς να το ακούσω, αλλά ακόμη το θυμάμαι. Ο ίδιος ήταν σαν να 'βγαινε από έλη: γλυκερός, νωθρός, με αυτή τη βαριά μυρωδιά και με σμιχτά, γραμμένα φρύδια· λιγνός, ξερακιανός, με μεταξένια μαλλιά και κόκκινα χείλη. Έπιανε τα μαλλιά του χαμηλά στον αυχένα με αργές κινήσεις − πουλούσε το στέρνο και τα δάχτυλά του, ήταν σαν να φώναζε να τον κοιτάξουν, Αν έλεγε σε μένα ότι στάζω έρωτα, εκείνος έσταζε ματαιοδοξία, μέτραγε τα βλέμματα. Απολάμβανε να με αγγίζει και να ριγάω, τύλιγε το δεξί του μπράτσο στο λαιμό μου και βογκούσε όταν του φιλούσα την παλάμη, χαμογελούσε όταν τον κοιτούσα − χαιρόταν να τον θαυμάζουν, αντλούσε τέτοια υβριστική ηδονή από τα αγγίγματά μας που έμοιαζε με αχόρταγο σαδιστή.
Ήθελε να με βλέπει να λιώνω μπροστά του, γιατί ήξερε πως ποτέ δε θα τολμούσα να τον τραβήξω πάνω μου.
Έμεινα με μια μισή ανάμνηση, μισή απ' την έκσταση και τον ναρκωτικό καπνό: το κορμί του κολλημένο πάνω μου, διεγερμένο από το αλκοόλ, την ομίχλη, το σκοτάδι και την επανάσταση που ζούσαμε, τρέχοντας σε συλλαλητήρια όλη τη μέρα, κρυμμένοι σε ένα πανκ πλήθος το βράδυ. Το πρωί μου κρατούσε το χέρι στα φανάρια της Εγνατίας, μη με χάσει μες στο πλήθος. Και το βράδυ έσκυβε στον ώμο μου, πίσω μου, δεμένος πάνω μου, αγγίζοντας τη μέση μου που έκαιγε για τα χέρια του, με μια σκληρότητα που μόνο με μίσος δεν είχε να κάνει. Ήταν πόθος και θόλωμα, ήταν σαν να κυλούν καυτά ρυάκια πάνω μας. Μούδιαζα κάθε στιγμή, σε κάθε ανάσα του που έφτανε το λαιμό μου. Και μετά ήθελα να φύγω, να μη νιώσω ξανά τίποτε, τίποτε που θα 'ταν λιγότερο από αυτό που τώρα ζούσα.
Με φανταζόταν με άλλους, μου έδειχνε άλλους άντρες στο δρόμο, μόνο και μόνο για να δει το πρόσωπό μου να κοκκινίζει για κείνον. Ήθελε να βλέπει πως δε θα άγγιζα άλλον όσο ήμουν κοντά του. Ήθελε να τρέμω γι' αυτόν, να ντρέπομαι για μένα. Μπροστά σε άλλους μου μιλούσε με τόση συγκατάβαση, με μια δήθεν αξιοπρέπεια. Κι όλα γίνονταν λαγνεία όταν ήμαστε μόνοι.
Προσπαθούσε τόσο πολύ να με κάνει να φύγω. Τόνιζε πάντα ό,τι διαφορετικό είχαμε, σαν να μου 'λεγε ότι ποτέ δε θα ήμουν αυτό που έψαχνε. Κι εγώ σκάλιζα τρόπους για να τον πλησιάσω, να αλλάξω, να αφήσω ό,τι είχα πίσω για να πάρω έστω λίγη από την αύρα του. Τη στιγμή που μου μιλούσε, μου έδινε μόνο ό,τι του περίσσευε, αλλά, μες στη δίψα μου για κείνον, δεχόμουν τα σκουπίδια του σαν το πιο μεγάλο δώρο. Ευγνωμονούσα τον καπνό του τσιγάρου του, γιατί πότιζε τα ρούχα μου κι έτσι, τον μύριζα πάνω μου. Ευγνωμονούσα τις κακές του μέρες, γιατί τότε μου μιλούσε περισσότερο κι άκουγα τη φωνή του. Παρακαλούσα να ταραχτεί ξανά, όπως μετά από ξαφνική είδηση, γιατί τότε μου έλεγε ν' αγγίξω την καρδιά του, να δω πώς χτυπάει. Θέλαμε να κάνουμε ο ένας τον άλλο να υποφέρει, ευχόμασταν να μας συμβούν τα χειρότερα, λαχταρούσαμε τον πόνο· έτσι ερχόμασταν πιο κοντά, έτσι ήταν η επαφή μας πιο έντονη. Ό,τι δεν τολμούσαμε να κάνουμε με τη σάρκα, το κάναμε με το μυαλό, τόσο έντονα, που ανατριχιάζαμε απ' την κορφή ως τα νύχια.
Ώσπου να χαρώ όλο τον πόνο, άρχισα να ζητώ την ευτυχία. Ήθελα να ακουμπήσω στο ζεστό χώμα, να βγω στον ήλιο, να φύγω από την πόλη με την ομίχλη, το Βαρδάρη, τις μπόρες και τα σάπια φύλλα. Ήθελα να γλιτώσω από το λαβύρινθο της Δεσπεραί, από τα γκρίζα κύματα του Θερμαϊκού και από τον υπερτροφικό κισσό του Τουρκικού Προξενείου. Ήθελα πια να πάρω πίσω όλη τη χαρά που είχα δώσει. Δεν ήθελα άλλα σκουπίδια, περίμενα, ζητούσα τους θησαυρούς.
Μόνο τρεις μέρες χρειάστηκα για να πακετάρω και να διώξω όλα τα χρόνια μου σε κείνη την πόλη. Περίμενα την ώρα που θα ανέβαινα τα σκαλάκια του λεωφορείου και θα ήμουν κιόλας μακριά του.
Δεν ήρθε να με αποχαιρετήσει, δε μου είπε ποτέ τίποτε γλυκό. Ήδη ήμουν κάτι περασμένο, χωρίς ενδιαφέρον. Όλο μου έλειπε, αλλά δεν μπορούσα πια να γυρίσω πίσω. Κι ήταν τόσο πολύ, τόσο μεγάλο το ράγισμά μου τη στιγμή που έφευγα μακριά του, που τον ξέχασα σαν να ήταν κάτι ανόητο και άχρηστο.
Σήμερα.
Είναι η μόνη πόλη που δε με κρατάει. Τη φοβάμαι, είναι παγίδα που ψιθυρίζει να πάω κοντά της. Αν πάω, θα μπλεχτώ στα δίχτυα του. Όσο πλησιάζω κοντά του, χάνω τη χαρά μου. Όσο πλησιάζω αυτή την πόλη, βουλιάζω στα έλη του. Το ξέρω πως μια μέρα θα πάω να τον βρω, μόνος, αδύναμος· θα τον δω και θα τον τραβήξω επιτέλους πάνω μου για να του δώσω όλη μου τη ζέστη, να τον ησυχάσω. Και θα του πω πως είναι η πίκρα μου, είναι το σκοτάδι και το κρύο μου. Είναι μια δίνη που με αγκαλιάζει. Κι όταν φύγω, όσο πιο βαθύς και δυνατός θα 'ναι ο πόνος, τόσο πιο γλυκιά θα μου φανεί ηδονή που θα μου δώσει.